Οι περισσότεροι γονείς επιθυμούν τα παιδιά τους να αναπτύξουν αυτοεκτίμηση, να συμπεριφέρονται με διεκδικητικότητα και δυναμισμό και να τα καταφέρνουν πολύ καλά στον ακαδημαϊκό, γνωστικό και κοινωνικό τομέα. Η διαφορά έγκειται στους τρόπους με τους οποίους εκείνοι προσπαθούν να συμβάλλουν σταδιακά στο χτίσιμο της αυτοεκτίμησης του παιδιού, δηλαδή στο να αρέσει στο παιδί ο εαυτός του, και να διαμορφώσει μια θετική αίσθηση της ταυτότητάς του.
Ο κριτικός γονέας συνήθως παρεμβαίνει υπέρ του δέοντος στον τρόπο που το παιδί διαχειρίζεται τις σχολικές υποχρεώσεις του, την μελέτη του, καθώς και σε άλλα επίπεδα πέραν του σχολικού, όπως στον τρόπο που είναι ντυμένο, χτενισμένο, στον τρόπο που συμπεριφέρεται, στον τρόπο που μιλάει ή στις παρέες που επιλέγει.
Απορρίπτει οποιαδήποτε επιλογή του παιδιού δεν εγκρίνει, χωρίς δεύτερη σκέψη ή διαπραγμάτευση. Καθοδηγεί το παιδί εκεί που θέλει με απότομο και επιβλητικό τρόπο ενώ δεν του παρέχει κάποια σαφή αιτιολόγηση. Είναι άκαμπτος, και συνήθως σκέφτεται με διχοτομικό τρόπο: “όλα ή τίποτα”, “επιτυχημένοι ή χαμένοι”, “καλός μαθητής ή κακός μαθητής” (Παππά, 2013).
Για παράδειγμα, κάποιες εκφράσεις που μπορεί να ακούσουμε από έναν επικριτικό γονέα είναι: Να χάσεις κιλά γιατί έτσι δεν πρόκειται να κάνεις φίλους, Αν δεν περάσεις σε αυτήν την σχολή, ουσιαστικά είναι αποτυχία. Μην κάνεις παρέα με αυτόν. Ξέρω εγώ, δεν φαίνεται άτομο εμπιστοσύνης. Όταν ένα παιδί δείξει σε έναν τέτοιο γονιό τον έλεγχο προόδου του, μια συνηθισμένη απάντηση είναι αυτή: Εντάξει, δεν χρειάζεται να χαιρόμαστε και πολύ με μέσο όρο 18. Μπορούσες και λίγο παραπάνω από αυτό.
Χρησιμοποιώντας παρεμφερείς φράσεις, οι γονείς έχουν στόχο να κινητοποιήσουν το παιδί να προσεγγίσει την αριστεία. Η πραγματικότητα είναι ότι αυτόματα “εξαφανίζεται” η χαρά και το αίσθημα υπερηφάνειας του παιδιού, μειώνεται η αυτοεκτίμηση του, αισθάνεται απογοητευμένο και ματαιωμένο, και ότι τελικά υπονομεύθηκε και δεν αναγνωρίστηκε η προσπάθεια που είχε κάνει.
Συνεπώς, ο κριτικός γονέας δεν ενθαρρύνει το παιδί, δεν εκδηλώνει στοργή, ζεστασιά και εμπιστοσύνη προς το παιδί, δεν αναγνωρίζει τις προσπάθειες του παιδιού, αντίθετα το ελέγχει, του απαγορεύει, το κατακρίνει, και το παρεμποδίζει να κάνει τις επιλογές που το ίδιο επιθυμεί.
Διαβάστε σχετικά: Κριτικός vs. Στοργικός Γονέας
Όταν το παιδί δεν ενθαρρύνεται να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες ή να επιλέγει όσα αφορούν το ίδιο, όπως οι παρέες του, η εμφάνιση του, η επαγγελματική του σταδιοδρομία, μεταδίδεται το μήνυμα ότι οι γονείς δεν το εμπιστεύονται, γιατί το παιδί δεν έχει ορθή κρίση και την ικανότητα να ορίσει την ζωή του, είναι αποτυχημένο και κάνει διαρκώς λάθη, και για αυτό αναλαμβάνουν εκείνοι την διευθέτηση των προσωπικών του ζητημάτων.
Αισθάνεται απογοήτευση, ματαίωση, χωρίς διάθεση και κίνητρο να προσπαθήσει, και έλλειψη ικανοποίησης από την ζωή και την αυτοεικόνα του. Τείνει να εντοπίζει στον εαυτό του αδυναμίες, ελαττώματα, και κανένα θετικό στοιχείο, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται η αυτοεκτίμηση και η αυτοπεποίθηση του (Παππά, 2017).
Οι γονείς μπορούν να βοηθήσουν το παιδί να είναι αυτόνομο, δυναμικό και διεκδικητικό, ενθαρρύνοντας το να κάνει τις δικές του επιλογές, να ακολουθεί την δική του κρίση, θέληση και άποψη, και επιτρέποντας του να κάνει λάθη, διότι μέσα από αυτά μαθαίνει. Όταν το παιδί αναλαμβάνει την ευθύνη των επιλογών και των πράξεων του ενισχύεται η αυτονομία του, η αυτοεκτίμηση και η πίστη στον εαυτό του και στις δυνατότητες του.
Μπορούν να το καθοδηγούν, χωρίς να είναι παρεμβατικοί και ελεγκτικοί. Να επιλέγουν να επαινούν το παιδί για την προσπάθεια που κατέβαλλε για το διαγώνισμα, και όχι για τον βαθμό που πήρε. Να επαινούν το παιδί όταν εκείνο αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, και όχι όταν κάνει κάτι χωρίς να το επιθυμεί, μόνο και μόνο επειδή το εγκρίνουν οι γονείς του.
Να επιδιώκουν να κάνουν διάλογο μαζί του, να είναι στοργικοί με τις λέξεις που χρησιμοποιούν: Είναι πολύ κομψό αυτό που φοράς, Η ιδέα σου να ζητήσεις συγγνώμη από τον φίλο σου μου ακούγεται πολύ όμορφη, Τα καταφέρνεις πολύ καλά στο ποδόσφαιρο, Χαίρομαι πολύ που είσαι χαρούμενος. Να είναι στοργικοί με το σώμα τους, να αγκαλιάζονται με το παιδί, αλλά και με τις πράξεις τους.
Να του αφιερώνουν χρόνο, ενέργεια, προσοχή, γιατί έτσι δείχνουν έμπρακτα την αγάπη και την διαθεσιμότητά τους. Έτσι το παιδί αισθάνεται περισσότερο ασφαλές, ικανοποιημένο με τον εαυτό του, είναι πιο διεκδικητικό, κινητοποιείται όλο και περισσότερο και σαφώς αναπτύσσει σεβασμό προς τους γονείς του, όχι επειδή πρέπει, αλλά επειδή του τον ενέπνευσαν με την ενσυναισθητική και υποστηρικτική τους στάση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Παππά, Β. (2013). Η λογική των συναισθημάτων. Συναισθηματική ανάπτυξη και συναισθηματική νοημοσύνη. Αθήνα: Οκτώ.
Παππά, Β. (2017). Επάγγελμα Γονέας. Ψυχολογικοί τύποι γονέων και συμπεριφορά παιδιών και εφήβων. Αθήνα: Οκτώ.
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*