Ένα παιδί που δεν αγαπήθηκε αναρωτιέται συνεχώς τι λάθη έχει κάνει.
Ένα βασικό δεδομένο σχετικά με τη βρεφική ηλικία είναι ότι τα μωρά έρχονται στον κόσμο όντας πλήρως στο έλεος άλλων ανθρώπων. Δεν διαθέτουν καμία εγγενή δύναμη, ευφυΐα ή χρησιμότητα, δεν έχουν τη δυνατότητα να μαλώσουν ή να διαμαρτυρηθούν, να φύγουν ή να υποστηρίξουν τα επιχειρήματά τους και η επιβίωσή τους εξαρτάται αποκλειστικά από την ικανότητά τους να κοιτάζουν από την κούνια τους με μεγάλα, αθώα και όμορφα μάτια και να γοητεύουν τους γονείς τους ώστε να τα φροντίζουν. Είναι η δύναμη που έχουν να προσελκύουν την αγάπη που διασφαλίζει ότι θα ταϊστούν, θα ντυθούν, θα προστατευτούν και θα κρατηθούν στη ζωή.
Σε αντάλλαγμα γι’ αυτή τη φροντίδα, τα μικρά παιδιά προσφέρουν πρόθυμα στους γονείς τους ή στους φροντιστές τους θαυμασμό χωρίς όρους. Είναι στη φύση τους να λατρεύουν και να θαυμάζουν εκείνους που τα κρατάνε αγκαλιά και τα καθαρίζουν, ζεσταίνουν το γάλα τους και αλλάζουν τα σεντόνια τους.
Αντιμετωπίζουν με δέος αυτούς τους γιγάντιους ανθρώπους που ξέρουν πώς να βάλουν μπρος ένα πλυντήριο και να πετάξουν μια μπάλα πάνω από ένα δέντρο. Σε αυτό το στάδιο δεν υπάρχει καμία εγγενής επιθυμία να αμφισβητήσουν τα πρόσωπα εξουσίας.
Με δεδομένο το διακύβευμα, είναι επόμενο ότι τα μικρά παιδιά είναι ενστικτωδώς εξαιρετικά ευαίσθητα στο πόσο καλά τα πάνε ώστε να έχουν τους θαυμαστούς προστάτες τους με το μέρος τους. Αν αισθάνονται ότι τα αγαπάνε, μπορούν να χαλαρώσουν και να συνεχίσουν με τις πολλές άλλες πιεστικές προτεραιότητες της πρώτης παιδικής ηλικίας: να καταφέρουν να φάνε στερεά τροφή, να καταλάβουν τι είναι οι πρίζες, πώς λειτουργεί ένα κουμπί, τι είναι οι λέξεις και πώς δημιουργούνται οι σαπουνόφουσκες.
Αλλά αν η αγάπη προσφέρεται περιορισμένα, η κατάσταση γίνεται πολύ πιο περίπλοκη. Υπάρχουν παιδιά με τα οποία, για διάφορους λόγους, οι γονείς δεν γοητεύονται όσο θα μπορούσαν. Αφήνουν το μωρό να κλαίει, φωνάζουν ο ένας στον άλλον, μπορεί να υπάρχει βία και ένταση, απόγνωση και τρόμος. Το παιδί γνωρίζει ενστικτωδώς ότι διατρέχει μεγάλο κίνδυνο αν η κατάσταση δεν εξομαλυνθεί με κάποιο τρόπο, υπάρχει περίπτωση να το αφήσουν σε μια βουνοπλαγιά να πεθάνει.
Σε αυτό το σημείο, η βιολογία μας ξεκινάει μια απεγνωσμένη αλλά λογική διαδικασία. Το μικρό παιδί αρχίζει να προσπαθεί πολύ περισσότερο. Υπερδιπλασιάζει τις προσπάθειές του να γοητεύει, να είναι καλό, να χαμογελάει και να κερδίζει την εύνοια – γενικά κάνει ό,τι θα μπορούσε να αναμένεται από αυτό.
Αναρωτιέται τι μπορεί να πηγαίνει στραβά με τον εαυτό του προκειμένου να εξηγήσει την απόρριψη και τον πόνο που εισπράττει από τους γονείς, και δεν βρίσκει άλλη εναλλακτική, οπότε ψάχνει στον δικό του χαρακτήρα και συμπεριφορά για απαντήσεις.
Ταυτόχρονα, το παιδί αντιστέκεται σε αυτό που –από την οπτική του ενήλικου– μοιάζει με την προφανή αντίδραση: να ενοχληθεί με τους ενήλικους γύρω του και να τους κατηγορήσει που δεν το φροντίζουν όπως θα έπρεπε. Όμως μια τόσο τολμηρή σκέψη δεν ταιριάζει με την αδυναμία των πρώτων χρόνων.
Δεν είμαστε σε θέση να αμφισβητήσουμε τους προστάτες μας όταν δεν μπορούμε να φτάσουμε το χερούλι της πόρτας, πόσο μάλλον να ανοίξουμε τη βρύση. Πρέπει να έχουμε το δικό μας κλειδί για την εξώπορτα και τραπεζικό λογαριασμό προτού ο κυνισμός αποτελέσει μια ρεαλιστική επιλογή. Είναι πολύ πιο ενστικτώδες να αναρωτιόμαστε γιατί είμαστε απαίσιοι παρά να διαμαρτυρόμαστε ότι μας φέρονται άδικα και άσχημα.
Κατά συνέπεια, τα μικρά παιδιά μετατρέπουν το κακό που τους συμβαίνει σε δυσαρέσκεια για τον εαυτό τους. Δεν ρωτάνε τόσο «Γιατί ο γονιός μου δεν με φροντίζει;» όσο «Πώς έχω απογοητεύσει αυτό το αξιοθαύμαστο άτομο;». Μισούν τον εαυτό τους αντί να αμφισβητούν εκείνους που θα έπρεπε να τα προστατεύουν, και η ντροπή αντικαθιστά τον θυμό, γιατί αν τα ζυγίσουν, μοιάζει η ασφαλέστερη επιλογή.
Το αναπτυσσόμενο παιδί που δεν αγαπήθηκε αναρωτιέται συνεχώς τι λάθη έχει κάνει
Οπότε ξεκινάει ο φαύλος κύκλος του μίσους για τον εαυτό τους. Ο γονιός του μπορεί να είναι αλκοολικός, ναρκισσιστικός, σαδιστικός ή καταθλιπτικός, μπορεί να μην ετοιμάζει ποτέ ένα σωστό γεύμα ή να φωνάζει συνεχώς, αλλά τίποτε από αυτά δεν μετράει στο ελάχιστο. Ο γονιός δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως τίποτε λιγότερο από εξαιρετικά εντυπωσιακός.
Η εξήγηση της έλλειψης αγάπης από τον γονέα πρέπει να είναι ότι το παιδί είναι ένα απαίσιο άτομο, ενοχλητικό, ηλίθιο και εγωιστικό.
Καθώς η παιδική ηλικία τελειώνει, μεγάλο μέρος αυτής της δυναμικής ξεχνιέται. Το έφηβο και νεαρό ενήλικο άτομο παραβλέπει αυτά που έχουν συμβεί, συχνά δεν μπορεί να θυμηθεί καθαρά τα πρώτα χρόνια του και οι γονείς μπορεί να επιθυμούν να μη θυμηθεί ποτέ. Αντί για μια έντιμη ψυχολογική εξερεύνηση, έρχεται η συναισθηματικότητα του φωτογραφικού άλμπουμ και η ανάμνηση των πιο ευχάριστων στιγμών από οικογενειακές διακοπές.
Το πρώην παιδί δεν μπορεί να εντοπίσει πλέον ότι η αίσθηση της ντροπής έχει συγκεκριμένη προέλευση, μπορεί να αισθάνεται ότι είναι κάτι με το οποίο γεννήθηκε, ένα φυσικό φαινόμενο, όπως η κακοκαιρία ή η γρίπη.
Η απελευθέρωση μας περιμένει όταν τολμήσουμε να υιοθετήσουμε μια εξαιρετικά απίθανη ιδέα: ότι το μίσος για τον εαυτό μας, αντί για αναπόφευκτο, είναι η εσωτερίκευση της πρώιμης στέρησης και ότι αντί να πρέπει να σεβόμαστε και να θαυμάζουμε εκείνους που αρνήθηκαν να μας αγαπήσουν, είμαστε σε θέση να καταλάβουμε, να αμφισβητήσουμε, να ενοχληθούμε και να πενθήσουμε για αυτά που δεν πήραμε.
Δεν είμαστε τόσο απαίσιοι τελικά, απλώς μέχρι τώρα δεν είχαμε καλύτερες ιδέες για να εξηγήσουμε γιατί δεν καταφέραμε να γοητεύσουμε εκείνους που έπρεπε να μας είχαν αγαπήσει από την αρχή.
Απόδοση: Έφη Μεσιτίδου
Επιμέλεια: Ισμήνη Τσοχαλή, επιμελήτρια κειμένων
Πηγή
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*