Μία νέα έρευνα που έρχεται από το London School of Economics & Political Science (LSE) και το Πανεπιστήμιο Γουέστερν στον Καναδά, δείχνει τα επίπεδα της ευτυχίας των γονιών κατά τη γέννηση των παιδιών τους. Η έρευνα έδειξε ότι η γέννηση του πρώτου και του δεύτερου παιδιού αυξάνει βραχυπρόθεσμα το επίπεδο της ευτυχίας των γονιών, αλλά η γέννηση ενός τρίτου δεν έχει τα ίδια αποτελέσματα.
Σύμφωνα με την έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Demography“, η ευτυχία των γονέων αυξάνεται ένα χρόνο πριν και ένα χρόνο μετά τη γέννηση του πρώτου παιδιού, στη συνέχεια μειώνεται γρήγορα και μετά επιστρέφει στα επίπεδα ευτυχίας πριν τη γέννηση του παιδιού.
Το μοτίβο της ευτυχίας στη γέννηση του δεύτερου παιδιού είναι παρόμοιο αν και η αύξηση της ευτυχίας πριν και γύρω από τη γέννηση του, είναι περίπου στο μισό του πρώτου παιδιού. Η αύξηση της γονικής ευτυχίας γύρω από τη γέννηση του τρίτου παιδιού είναι αμελητέα.
Ο καθηγητής του LSE Μίκο Mαϊσκάιλα δηλώνει: “Τα αποτελέσματά δείχνουν μια προσωρινή και μεταβατική αύξηση της ευτυχίας των γονιών γύρω από τη γέννηση του πρώτου και του δεύτερου παιδιού. Το γεγονός ότι η γονεϊκή ευτυχία αυξάνεται πριν γεννηθούν αυτά τα παιδιά δείχνει ότι είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε ασφαλέστερα και πιο αισιόδοξα, τα θέματα που σχετίζονται με τον τοκετό, όπως τα ζευγάρια που σχηματίζουν συντροφικές σχέσεις και κάνουν σχέδια για το μέλλον”.
“Η άφιξη του τρίτου παιδιού δεν συνδέεται με την αύξηση της ευτυχίας των γονιών, αλλά αυτό σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι λιγότερο αγαπητά από τα μεγαλύτερα αδέλφια τους. Αντί αυτού, αυτό το δεδομένο μπορεί να αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι η εμπειρία των παιδιών, είναι λιγότερο νέα και συναρπαστική από τη στιγμή που γεννιέται το τρίτο παιδί ή ότι μια μεγαλύτερη οικογένεια δέχεται πιέζεται περισσότερο στον οικονομικό τομέα. Επίσης, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η εγκυμοσύνη του τρίτου παιδιού να είναι απρογραμμάτιστη και αυτό να δημιουργεί ακόμη περισσότερο άγχος στους γονείς“.
Η ευτυχία σε σχέση με το φύλο και την ηλικία των γονιών
Σε σύγκριση με τους άνδρες, οι γυναίκες είναι περισσότερο ευτυχισμένες στην προσδοκία απόκτησης παιδιού και αμέσως μετά από αυτήν. Οι γυναίκες έχουν επίσης απότομες πτώσεις στην ευτυχία τους από τους άνδρες μεταξύ του έτος της γέννησης και του έτους μετά από αυτήν, πιθανώς λόγω του μεγαλύτερου αρχικού ποσοστού. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, δεν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στα επίπεδα ευτυχίας των ανδρών και των γυναικών πριν και μετά τα παιδιά.
Όσοι έχουν παιδιά σε μεγαλύτερη ηλικία ή που είναι πιο μορφωμένοι, έχουν μια ιδιαίτερα θετική ανταπόκριση στην πρώτη γέννηση. Οι μεγαλύτεροι γονείς, μεταξύ των ηλικιών 35 έως 49, είναι εκείνοι με τα υψηλότερα ποσοστά ευτυχίας την περίοδο πριν τη γέννηση και τα διατηρούν και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μετά.
Όσοι γίνονται γονείς στην εφηβεία τους, έχουν κατά κύριο λόγο σταδιακή ελάττωση της ευτυχίας, που δεν αυξάνεται πάνω από τη βασική γραμμή, ακόμη και κατά τη διάρκεια του έτους γέννησης. Εκείνοι που γίνονται γονείς μεταξύ των ηλικιών 23 -34 παρουσιάζουν αυξανόμενη ευτυχία πριν από την πρώτη γέννηση, ωστόσο, ένα έως δύο χρόνια μετά τη γέννηση, η ευτυχία τους μειώνεται στη βάση ή ακόμη πιο κάτω.
Η Ρέιτσελ Μαργκόλις, επίκουρη καθηγήτρια του Γουέστερν, δήλωσε: “Το γεγονός ότι η ευτυχία των μεγαλύτερων και καλύτερα μορφωμένων γονέων αυξάνεται με την απόκτηση παιδιού ενώ οι νέοι και λιγότερο μορφωμένοι γονείς έχουν επίπεδη ή ακόμη και πτωτική τροχιά ευτυχίας, μπορεί να εξηγήσει γιατί η αναβολή της τεκνοποίησης έχει γίνει τόσο κοινή“.
Η έρευνα βασίζεται σε αποτελέσματα από τη Βρετανία και τη Γερμανία και παρακολούθησε τους γονείς για 18 χρόνια μετά τις γεννήσεις – στοιχείο το οποίο είναι σημαντικά μεγαλύτερο από τις προηγούμενες μελέτες.
Πηγή έρευνας: Demography