Σε αντίθεση με αυτό που επιβάλλει κάποιες φορές η κοινωνία, η πραγματικότητα είναι πως οι μελέτες μας έχουν δείξει πως δεν απαιτούνται υπερδυνάμεις για να είναι μια μητέρα λειτουργική, και πως τα πράγματα είναι λίγο πιο απλά: Η βασική έννοια, απλή στην κατανόηση αλλά δύσκολη στην πράξη, είναι η εξής: το παιδί είναι ένα άτομο από μόνο του, είναι ένα πλάσμα μοναδικό και ως τέτοιο πρέπει να το φροντίζουν.
Η δημιουργικότητα συνίσταται στη διατήρηση κάτι που ανήκει στην παιδική εμπειρία σε όλη τη ζωή: την ικανότητα να δημιουργείς και να αναδημιουργείς τον κόσμο. Είναι η παντοδυναμία της σκέψης τυπική της παιδικής ηλικίας.
DONALD WOODS WINNICOTT
Η μητρότητα αναφέρεται στην ψυχική προέκταση (και ένα σύνολο εσωτερικών και εξωτερικών χαρακτηριστικών) που βιώνει μια μητέρα, η οποία κρίνεται ως αναγκαία για την βιολογική και ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη ενός βρέφους (Bowlby, maternal deprivation theory, 1988).
Γνωρίζουμε πως όσο και να θέλουμε να πιστεύουμε το αντίθετο, πως υπάρχουν μητέρες οι οποίες είναι ικανές να βλάψουν εσκεμμένα τα παιδιά τους (Munchausen by proxy syndrome), να τα εξευτελίσουν, να τα αγνοήσουν ή ακόμα και να τα εγκαταλείψουν.
Επίσης υπάρχουν μητέρες, με πολύ καλές προθέσεις, που ωστόσο αισθάνονται υπερφορτωμένες και έτσι καταλήγουν να κάνουν λάθη, περισσότερο ή λιγότερο σοβαρά, στην εκπαίδευση των παιδιών τους.
Η αλήθεια είναι πως η τέλεια μητέρα δεν υπάρχει. Σύμφωνα όμως με τις έρευνες υπάρχει ένα λειτουργικό μοντέλο ανατροφής.
Σε μια κοινωνία που η μητέρα παίζει έναν ρόλο που περιλαμβάνει τα πάντα, η φιγούρα του πατέρα είναι συχνά εντελώς βοηθητική, θολή στο βάθος της δυαδικότητας. Αυτός ο διαχωρισμός καθιστά επίσης σαφές γιατί η μητρική φιγούρα ασκεί μεγαλύτερη επιρροή στην εκπαίδευση του παιδιού:
Η μητέρα είναι εκείνη που συνήθως αφιερώνει περισσότερο χρόνο στα παιδιά, ασχολείται με τις επιλογές που αφορούν την εκπαίδευση τους, φροντίζει για την ιατρική περίθαλψη τους όταν αρρωστήσουν, ασχολείται με το καθημερινό τους διάβασμα και τις καθημερινές τους δραστηριότητες.
Η μητέρες οι οποίες υπερφορτώνονται με έναν τεράστιο όγκο ευθυνών, καταλήγουν εξαντλημένες, με αποτέλεσμα ακόμα και αν έχουν τις καλύτερες προθέσεις, να κάνουν ελλιπείς η λάθος χειρισμούς ή να παραβλέψουν τις ανάγκες των παιδιών.
Για παράδειγμα, μια μητέρα η οποία επωμίζεται να φροντίζει τα πάντα, υπερφορτωμένη με δεσμεύσεις, μάλλον δεν θα μπορέσει να μεταφέρει τη σωστή έννοια της αγάπης στο παιδί της, ίσως ακόμα το βιώσει σαν βάρος. Σίγουρα παρόλα αυτά, μια κουρασμένη μητέρα δεν θα είναι τόσο επιβλαβής όσο μια μητέρα η οποία δεν αντιλαμβάνεται τα όρια, η οποία με τη σειρά της είναι καλύτερη από μία επιθετική μητέρα και ούτω καθεξής.
Η αρκετά καλή μητέρα
Θα μπορούσαμε να πούμε σε γενικά πλαίσια πως αρκετά καλή μητέρα είναι αυτή που ασπάζεται μια θεμελιώδη έννοια και εκπαιδεύει τα παιδιά της βάσει αυτής. Σε αντίθεση με αυτό που επιβάλλει κάποιες φορές η κοινωνία, η πραγματικότητα είναι πως οι μελέτες μας έχουν δείξει πως δεν απαιτούνται υπερδυνάμεις για να είναι μια μητέρα λειτουργική, και πως τα πράγματα είναι λίγο πιο απλά (αλλά και πιο περίπλοκα ταυτόχρονα): Η βασική έννοια, απλή στην κατανόηση αλλά δύσκολη στην πράξη, είναι η εξής: το παιδί είναι ένα άτομο από μόνο του, είναι ένα πλάσμα μοναδικό και ως τέτοιο πρέπει να το φροντίζουν.
Ο Donald Winnicott και η θεωρία του
Μαζί με άλλους πρωτοπόρους της ψυχανάλυσης, (Θεωρία των Αναπτυξιακών Σταδίων του Erik Erikson, Θεωρία των Εσωτερικών Λειτουργικών Μοντέλων του Jοhn Bowlby) σημαντική συμβολή στο infant research αποτελεί και η θεωρία του Donald Winnicott.
Πριν γίνει ψυχαναλυτής, ο Winnicott ήταν παιδίατρος και συνέχισε να φροντίζει παιδιά σε όλη του τη ζωή ως ψυχαναλυτής. Στην κλινική πρακτική του, έχοντας παρατηρήσει πολλές δυναμικές της σχέσης μητέρας-παιδιού, ο Winnicott ανέπτυξε θεωρίες σχετικά με το είδος της μητρικής φροντίδας που θα μπορούσε να προσφέρει υγιή ανάπτυξη και το είδος της μητρικής φροντίδας που οδήγησε στην ανάπτυξη της ψυχοπαθολογίας.
Ο Donald Winnicott έγινε ασθενής του James Strachey, με τον οποίο πραγματοποίησε το αναλυτικό και εποπτικό έργο, το οποίο συνεχίστηκε μέχρι το 1933. Ο Strachey ήταν μέλος του Bloomsbury και αναλύθηκε και εποπτευόταν από τον Freud για τέσσερα χρόνια. τον θεώρησε κατάλληλο να γίνει ψυχαναλυτής. Ο Winnicott σε ένα σημείο συνειδητοποίησε ότι η ατομική διαδρομή του Strachey ήταν ανεπαρκής και σκέφτηκε να ξεκινήσει μια δεύτερη ανάλυση με τον James Gloves.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, ο Winnicott εργάστηκε στο Paddington Green Hospital, όπου σπούδασε παιδική ψυχανάλυση υπό την επίβλεψη της Melanie Klein. Μεταξύ 1935 και 1939 ο ίδιος ο Winnicott ανέλυσε τον γιο της Klein, Eric. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο, απέρριψε την προσωπική ανάλυση με τη Melanie Klein, η οποία τον συμβούλεψε να πάει στην Joan Riviér, μια σημαντική υποστηρίκτρια των θεωριών της και ιδρυτικό μέλος της British Psychoanalytical Society, στην οποία εντάχθηκε ο Donald Winnicott το 1935.
Το ψυχαναλυτικό έργο και η Κλαϊνικές θεωρίες είναι αυτές που οδήγησαν τον Winnicott να μας προσφέρει το πολύτιμο έργο του, και μια πρακτική κατανόηση του τι σημαίνει αρκετά καλή μητέρα, ενώνοντας τις βιολογικές θεωρίες την ανάπτυξης με την ψυχαναλυτική θεωρία.
Ο Ψεύτικος Εαυτός και ο Αληθινός Εαυτός
Σύμφωνα με τη θεωρία του Winnicott, ο σκοπός της ζωής δεν συνίσταται στην πραγματοποίηση μεγάλων έργων ή αξιομνημόνευτων πράξεων, αλλά στο να μπορεί κανείς να δώσει προσωπικό νόημα στην ύπαρξή του και για τον σκοπό αυτό πρέπει να αναπτύξει μια εσωτερική πραγματικότητα και μια εικόνα του εαυτού του ως κέντρου της ζωής κάποιου. Αυτά τα επιτεύγματα συνδέονται με τον αληθινό Εαυτό, ο οποίος είναι καλά ενσωματωμένος, συμπαγής και συνεκτικός.
Σύμφωνα με τον Winnicott, η επιτυχία ή η αποτυχία της αυτο-ανάπτυξης συνδέεται με τη σχέση που είχε το κάθε άτομο με τη μητρική φροντίδα: μόνο μια μητέρα που είναι αρκετά καλή μπορεί να εγγυηθεί τη βέλτιστη ανάπτυξη.
Ο Winnicott, μέσα από την κλινική πρακτική του παρατήρησε ότι τα χαρακτηριστικά του δεσμού της μητέρας, ιδιαίτερα η διαχείριση των αναγκών του παιδιού, επηρέαζαν με κάποιο τρόπο την ανάπτυξη του παιδιού. Ο συγγραφέας παρατήρησε μια συσχέτιση μεταξύ των αλληλεπιδράσεων μητέρας-παιδιού και της ευαισθησίας που θα αναπτύξει ο μελλοντικός ενήλικας.
Χάρη στη δουλειά του, ως παιδίατρος είχε την ευκαιρία να αναλογιστεί και να παρατηρήσει βαθιά την εξέλιξη του παιδιού τους πρώτους μήνες της ζωής του και την ιδιαίτερη σχέση που το δένει με τη μητέρα του.
Το παιδί αντιμετωπίζει ένα μονοπάτι που χαρακτηρίζεται από μια προοδευτική συνάντηση με την πραγματικότητα με αυτόνομο και ανεξάρτητο τρόπο. Αυτό το μονοπάτι είναι σταδιακό και το καθήκον της μητέρας δεν είναι να απομακρυνθεί, αλλά να προσφέρει τα απαραίτητα εργαλεία για να υποστηρίξει αυτή τη φυσική εξέλιξη προς την αυτονομία.
Επομένως κατά τη γέννηση, το παιδί δεν υπάρχει ως άτομο, αλλά είναι συγχωνευμένο με την εξωτερική πραγματικότητα γιατί αγνοεί τα όρια που χωρίζουν το εσωτερικό και το εξωτερικό. Για τη σωστή ανάπτυξη, το παιδί δεν χρειάζεται μια τέλεια μητέρα, αλλά μια καλή μητέρα που προσαρμόζεται στις ανάγκες του νεογέννητου και υποστηρίζει την αίσθηση της παντοδυναμίας του. Αν και το παιδί έχει την έμφυτη δυνατότητα να αναπτυχθεί, χωρίς μια αρκετά καλή μητέρα που κάνει τα πάντα για να φροντίσει το παιδί, δεν θα μπορέσει να γίνει ανεξάρτητο άτομο.
Διαβάστε σχετικά: Πώς να χτίσετε μια σχέση εμπιστοσύνης με τα παιδιά σας
Η συμβολοποίηση του παιχνιδιού
Με τον καιρό αυτή η συγχώνευση αρχίζει σταδιακά να μειώνεται για να επιτρέψει στο παιδί να καταλάβει ότι υπάρχει ένας εξωτερικός κόσμος. Κατά τη διάρκεια αυτού του βήματος, χρησιμοποιείται συχνά αυτό που ο Donald Winnicott ορίζει ως «μεταβατικό αντικείμενο», δηλαδή εκείνα τα αντικείμενα που επιτρέπουν στο παιδί να αποχωριστεί για λίγο τη μητέρα και προσφέρουν μια ενδιάμεση εναλλακτική μεταξύ της μητέρας και της ολοκληρωτικής απουσίας της. Συνήθως πρόκειται για κάποιο παιχνίδι ή κουβέρτα που κουβαλάει το παιδί μαζί του.
Το μεταβατικό αντικείμενο ταιριάζει στον δυνητικό χώρο μεταξύ μητέρας και παιδιού. Αυτό το αντικείμενο σηματοδοτεί μια ενδιάμεση περιοχή εμπειρίας η οποία συμβάλλει στην εσωτερική πραγματικότητα και την εξωτερική ζωή του παιδιού.
Η χρήση που κάνει το παιδί στο μεταβατικό του αντικείμενο αντιπροσωπεύει, για τον Winnicott, την πρώτη χρήση ενός συμβόλου και την πρώτη του εμπειρία παιχνιδιού. Το παιχνίδι, λοιπόν, βρίσκεται σε αυτήν την ίδια μεταβατική περιοχή, η οποία έρχεται σε αντίθεση τόσο με το εσωτερικό όσο και με το εξωτερικό, όπου το υποκειμενικό και το αντικειμενικό είναι αδιάκριτα, που προκύπτει από τη σχέση εμπιστοσύνης του παιδιού προς τη μητέρα και που προέρχεται από ιδέα της μαγείας. Σε αυτόν τον χώρο παιχνιδιού, το παιδί συλλέγει αντικείμενα και τα συμβολοποιεί για να υπηρετήσει κάποιο στοιχείο που πηγάζει από την εσωτερική ή την προσωπική πραγματικότητα.
Το παιχνίδι, επομένως, είναι για τον Winnicott πάντα μια δημιουργική εμπειρία και η ικανότητα να παίζει, επιτρέπει στο υποκείμενο να εκφράσει το πλήρες δυναμικό της προσωπικότητάς του. Με αυτόν τον τρόπο, μέσα από μια παιχνιδιάρικη στάση απέναντι στον κόσμο, και μόνο εδώ, σε αυτήν την τρίτη ουδέτερη και ενδιάμεση περιοχή μεταξύ του υποκειμενικού και του αντικειμενικού, μπορεί να εμφανιστεί η δημιουργική πράξη, η οποία επιτρέπει στο υποκείμενο να βρει τον εαυτό του, να έρθει σε επαφή με το πυρήνας του εαυτού κάποιου. Το παιχνίδι των παιδιών, ειδικά τις στιγμές που είναι απορροφημένα, τοποθετείται σε έναν δυνητικό χώρο μεταξύ του ατομικού εαυτού και του περιβάλλοντος και οδηγεί στην ωριμότητα της συμμετοχής και της συμβολής στην κουλτούρα του κόσμου τους. Τα κύρια χαρακτηριστικά του παιχνιδιού είναι:
- απορροφημένη συμμετοχή σε κατάσταση ψυχικής απομόνωσης.
- το παιδί ενσωματώνει εξωτερικά φαινόμενα στην υπηρεσία του παιχνιδιού.
- το παιχνίδι συνεπάγεται εμπιστοσύνη στο περιβάλλον και την ικανότητα να είσαι μόνος.
- το παιχνίδι περιλαμβάνει το σώμα (λόγω χειρισμού αντικειμένων).
- το παιχνίδι είναι ικανοποιητικό.
- Μόνο στο παιχνίδι τα παιδιά μπορούν να είναι δημιουργικά, χρησιμοποιώντας την προσωπικότητά τους και ανακαλύπτοντας τον εαυτό τους, με στόχο να διαμορφωθούν ως ένα ολόκληρο άτομο, διαφορετικό από τους άλλους με τους οποίους σχετίζονται.
Πρωταρχικό μητρικό ενδιαφέρον (maternal preoccupation)
Ο Winnicott αναφέρθηκε επίσης και στην ψυχολογική κατάσταση της μητέρας, τις εβδομάδες πριν και μετά τη γέννηση του παιδιού. Αυτές τις εβδομάδες φαίνεται πως αναπτύσσεται μια ιδιαίτερη ευαισθησία στη μητέρα που της επιτρέπει να κάνει «την σωστή πράξη τη σωστή στιγμή». Σε αυτή τη φάση η μητέρα κλείνεται στη σχέση με το μωρό της.
Σε μια άλλη στιγμή της ζωής αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως παθολογική κατάσταση, αλλά για τη νέα μητέρα είναι μια απολύτως φυσιολογική κατάσταση, από την οποία θα βγει μόνο όταν το μωρό της δώσει το πράσινο φως.
Συμφωνα με τη θεωρία του Winnicott, μια αρκετά καλή μητέρα είναι προικισμένη με το λεγόμενο πρωταρχικό μητρικό ενδιαφέρον (maternal preoccupation), είναι σε θέση να δημιουργήσει ένα σταθερό περιβάλλον, δηλαδή ένα περιβάλλον στο οποίο το παιδί νιώθει ασφαλές και προστατευμένο χωρίς το ίδιο να γνωρίζει ότι προστατεύεται.
Μέσα σε αυτή την άγνοια, το παιδί βλέπει τις ανάγκες του να ικανοποιούνται και ωριμάζει η άρρητη επίγνωση ότι του αξίζει ικανοποίηση και πως είναι μοναδικό, αναπτύσσει δηλαδή ένα είδος υποκειμενικής παντοδυναμίας την οποία θα εγκαταλείψει λίγο αργότερα.
Το πρωταρχικό μητρικό ενδιαφέρον είναι μια προσωρινή κατάσταση κατά την οποία η μητέρα αναστέλλει τη δική της υποκειμενικότητα για να γίνει το μέσο μέσω του οποίου το παιδί μπορεί να αναπτύξει τη δική του υποκειμενικότητα.
Μετά από μια αρχική φάση πρωταρχικού ενδιαφέροντος, η μητέρα μπορεί να επανασυνδεθεί με την αίσθηση της ατομικότητάς της και μπορεί να επιστρέψει για να φροντίσει τις ανάγκες της. Για τον Winnicott, οι πρώτοι μήνες της ζωής ενός παιδιού είναι οι πιο κρίσιμοι, μέσα στους οποίους όσοι φροντίζουν το παιδί χρειάζεται σχεδόν να ακυρωθούν για να ερμηνεύσουν και να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του βρέφους. Ευτυχώς όλα γίνονται μέσα στον πρώτο χρόνο.
Στη συνέχεια, ακόμη και η «αρκετά καλή μητέρα» μπορεί να απαλύνει την πρωταρχική της ανησυχία και να επιστρέψει για να φροντίσει την ευαισθησία της ως γυναίκα. Καθώς το παιδί μεγαλώνει, η μητέρα μπορεί να καθυστερήσει τις μητρικές απαντήσεις γιατί στο μεταξύ το παιδί θα μυηθεί στην αυτονομία και την αλληλεξάρτηση.
Σύμφωνα με τον Winnicott, η ανάπτυξη είναι κίνητρο και κινητήριος δύναμη του ανθρώπου, από την αρχή της ζωής. Αυτή η δύναμη είναι ένα δυναμικό ανάπτυξης που οδηγεί σε ψυχολογική ανάπτυξη, μέσα από διάφορα σωματικά και ψυχικά στάδια.
Ο ορισμός του τι είμαστε είναι για τον Winnicott μια πρόοδος, βιολογικά καθορισμένη και προγενέστερη της γέννησης, που συνεπάγεται την εξέλιξη του ατόμου, την προσωπικότητα, το μυαλό, την κοινωνικοποίηση και την περιβαλλοντική προσαρμογή, και έχει στη βάση της την διυποκειμενικότητα.
Η δημιουργία του Εαυτού
Συγκεκριμένα, η θεωρία της συναισθηματικής ανάπτυξης ασχολείται με την εξέλιξη του εαυτού, νοούμενη ως προσωπική ταυτότητα. Αρχικά, στο παιδί υπάρχει ένας «πρωταρχικός κεντρικός εαυτός», που είναι το έμφυτο δυναμικό που βιώνει τη συνέχεια της ύπαρξης, αποκτά μια προσωπική ψυχική πραγματικότητα και ένα σχήμα σώματος και που στη συνέχεια θα γίνει ο «πυρήνας του εαυτού» (επίσης που ονομάζεται «αληθινός δυνητικός εαυτός»).
Στη συνέχεια, χάρη στην εμπειρία, τη νευρολογική ανάπτυξη, τη νοητική επεξεργασία και το ευνοϊκό περιβάλλον, αναδύεται ο εσωτερικός κόσμος του παιδιού. Όταν το άτομο φτάσει στην ωριμότητα, η προσωπικότητα του θα δομηθεί ως εξής:
- Στο κέντρο θα τοποθετηθεί ο κεντρικός εαυτός,
- Στη βάση θα τοποθετηθεί το εγώ, υπερασπιστής του εαυτού και οργανωτής των ψυχικών δομών.
Μία από τις κύριες λειτουργίες του εγώ είναι η νοητική επεξεργασία των αισθητηριακών και κινητικών γεγονότων, που στη συνέχεια γίνεται η προσωπική ψυχική πραγματικότητα και καθορίζει το άτομο στην ολότητα και την ενότητά του. Η διαδικασία με την οποία ένα άτομο αισθάνεται ολόκληρο είναι η ενσωμάτωση του εγώ, που γίνεται δυνατή από το αίσθημα της συνέχειας και την ιδέα ότι τίποτα από αυτό που έχει συμβεί δεν θα χαθεί ποτέ (ακόμα και αν είναι συχνά απρόσιτο στη συνείδηση).
Εάν όμως για κάποιο λόγο υπάρχει πρώιμη περιβαλλοντική ανεπάρκεια, ειδικά στη φάση της απόλυτης εξάρτησης, το παιδί αναπτύσσει έναν ψευδή εαυτό, προσαρμοστικό και εφησυχαστικό. Όλα αυτά εξαρτώνται κυρίως από την αδυναμία της μητέρας να κατανοήσει και να ανταποκριθεί στις ανάγκες του παιδιού, το οποίο θα αρχίσει να συσσωρεύει ένα ψεύτικο σύνολο συσχετισμών και αισθήσεων και θα μεγαλώσει με βάση αυτούς, μην επιτρέποντας στον πραγματικό εαυτό του να αναδυθεί με υγιή τρόπο.
Οι όροι «holding» και «handling»
Ακόμα μια σημαντική λειτουργία μιας αρκετά καλής μητέρας είναι να ευνοεί τη διαδικασία ολοκλήρωσης του εγώ του παιδιού, μέσω της ταύτισής του με αυτό (εγωική σχέση) και της συγκράτησης του (holding). Η διαδικασία αυτή, η οποία υποστηρίζει το αδύναμο και ανώριμο εγώ του παιδιού, περιλαμβάνει δύο διαδικασίες:
- Προστατεύει το παιδί από τραυματικά γεγονότα.
- Φροντίζει το παιδί μέσω της άμεσης ανταπόκρισης στις ανάγκες του
Αυτές οι διαδικασίες καθιστούν επίσης δυνατή την απόκτηση ενός αισθήματος εμπιστοσύνης στη μητέρα και στο περιβάλλον γενικότερα. Η ανάγκη για «κράτημα» δεν συνδέεται μόνο με την περίοδο της απόλυτης εξάρτησης από τη μητέρα, αλλά επανέρχεται στη ζωή του καθενός, όποτε προκύπτουν ιδιαίτερα απειλητικές ή αγχωτικές καταστάσεις. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε πως είναι θεμελιώδες για το αίσθημα ασφάλειας που θα έχει ο κάθε άνθρωπος ακόμα και στην ενήλικη ζωή του.
Μια αρκετά καλή μητέρα έχει επίσης και μια άλλη συγκεκριμένη λειτουργία: το χειρισμό (handling), που αναφέρεται στον τρόπο χειρισμού του παιδιού. Η μητέρα είναι σε θέση να κρατά το μωρό φυσικά, έτσι ώστε όλα τα μέρη του σώματος να συγκεντρώνονται για να σχηματίσουν, σε συνέχεια, ένα προσωπικό σχήμα σώματος (body scheme).
Από την εξάρτηση στην αυτονομία:
H εξάρτηση, είναι μια κεντρική έννοια στη θεωρία του Donald Winnicott. Υποστηρίζει ότι αρθρώνεται σε τρία στάδια:
Στο πρώτο στάδιο, την Απόλυτη εξάρτηση, το παιδί ξέρει μόνο πώς να ωφεληθεί ή να ζημιωθεί από τη μητρική φροντίδα, δεν έχει κανέναν έλεγχο.
Στο δεύτερο στάδιο υπάρχει μια Σχετική εξάρτηση, το παιδί συνειδητοποιεί όλο και περισσότερο την ανάγκη για συγκεκριμένη μητρική φροντίδα και τη συνδέει με μια προσωπική παρόρμηση.
Στο τρίτο στάδιο, περιλαμβάνει την ανεξαρτησία, κατά την οποία το παιδί αναπτύσσει τους δικούς του τρόπους συμπεριφοράς χωρίς συγκεκριμένη φροντίδα, μέσα από αναμνήσεις της μητρικής φροντίδας.
Η ανεξαρτησία δεν είναι ποτέ απόλυτη, καθώς το υγιές άτομο δεν απομονώνεται από το περιβάλλον, αλλά αλληλεπιδρά μαζί του με τρόπο αλληλοεξαρτώμενο.
Για να φτάσει στην αλληλεξάρτηση, κάθε άτομο πρέπει να επιτύχει τρεις στόχους, δηλαδή την ενσωμάτωση των διαφορετικών μερών του εαυτού του, την εξατομίκευση, μέσω της οποίας το παιδί βιώνει το σώμα ως μέρος του εαυτού του και να νιώσει τον Εαυτό να βρίσκεται στο σώμα και στη σχέση του αντικειμένου, που επιτρέπει να διακρίνουμε τον εαυτό από τον μη εαυτό, την εσωτερική πραγματικότητα από την εξωτερική πραγματικότητα.
Η αναπτυξιακή θεωρία του Winnicott, μας βοήθησε να κατανοήσουμε ακόμα βαθύτερα την έννοια της διυποκειμενικότητας και την σημασία των πρώιμων σχέσεων με τη μητέρα καθώς και την γέννηση βασικών χαρακτηριστικών της προσωπικότητας, θέτοντας παράλληλα τις βάσεις για μελλοντικές θεωρίες της προσωπικότητας, καθώς και πειραματικές διαδικασίες οι οποίες μας βοηθούν να κατανοήσουμε εις βάθος τις αντικειμενότροπες σχέσεις.
Βιβλιογραφία:
- Bowlby, J. (1988). A secure base: Clinical applications of attachment theory. London: Routledge.
- Bronstein, C. and Bronstein, C., 2001. Kleinian theory. New York: Brunner-Routledge.
- Britton and D. W. Winnicott, “The problem of homeless children”. The New Era in Home and School. 25, 1944, 155-161
- Lesley Caldwell; Helen Taylor Robinson, eds. (2016). The Collected Works of D. W. Winnicott. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-939933-8.
- Winnicott, D. W. (2005). Playing and Reality (2nd ed.).
- Bettelheim, B., 1995. A good enough parent. 2nd ed. London: Thames and Hudson.
- La famiglia e lo sviluppo dell’individuo, trad. Carlo Mazzantini, Roma: Armando, 1968 ISBN 88-7144-221-0
- Il bambino e il mondo esterno, trad. Fulvia Kanizsa, Firenze: Giunti e Barbera, 1973
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*