Οι τρεις βασικότεροι παράγοντες, που χρειάζεται να ενισχύσουν οι γονείς για να καλλιεργήσουν την αυτοεκτίμηση των παιδιών τους.
Η αυτοεκτίμηση είναι η αίσθηση που έχει κανείς για την προσωπική του αξία, το πόσο σημαντικός νιώθει ανεξαρτήτως των επιτευγμάτων του. Επηρεάζει τα συναισθήματα, τη συμπεριφορά, τις σχέσεις μας, τους ανθρώπους που προσελκύουμε στη ζωή μας. Πάνω στη βάση υψηλής αυτοεκτίμησης, μπορεί να οικοδομηθεί υψηλή και γνήσια αυτοπεποίθηση.
Αρχικά, τα παιδιά με υψηλή αυτοεκτίμηση συνήθως τα βλέπουμε να είναι πιο κοινωνικά, να προσαρμόζονται εύκολα σε νέες εμπειρίες και να τις απολαμβάνουν, να είναι περίεργα, να είναι συνεργάσιμοι, θέτουν υψηλούς στόχους και συχνά υιοθετούν ισχυρές απόψεις, ενώ επιπλέον τείνουν να βρίσκουν εναλλακτικές λύσεις στα προβλήματά τους. Από την άλλη πλευρά, τα παιδιά με χαμηλή αυτοεκτίμηση, είναι πιο ντροπαλά-εσωστρεφή, εμπλέκονται μόνο με οικείες σε αυτούς εμπειρίες και δραστηριότητες καθώς έτσι μόνο νιώθουν ασφαλή. Δυσκολεύονται στο να αποχωριστούν τους γονείς τους, ενώ συχνά καταφεύγουν σε ανάρμοστες συμπεριφορές για να μην αγνοηθούν από τους δασκάλους/γονείς τους.
Ποιο κάτω αναλύονται οι τρεις βασικότεροι παράγοντες, η ενίσχυση των οποίων οδηγεί τους γονείς να καλλιεργήσουν την αυτοεκτίμηση των παιδιών τους.
1. Η αγάπη και στοργή χωρίς όρια
Η αποδοχή χωρίς όρους μπορεί να ταυτιστεί με την πραγματική αγάπη. Φυσικά δε σημαίνει πως εγκρίνω οτιδήποτε κάνει κανείς, αλλά ότι δεν παύει να αγαπώ κάποιον ασχέτως των πράξεών του. Είναι απίστευτα τρομερό να ξέρει ένα παιδί πως ο γονιός του θα είναι πλάι του ό,τι κι αν κάνει και θα το αγαπάει ακόμα κι αν του πει “Μα τί έκανες εκεί;” (=πράξη) VS “Είσαι χαζό!” Αυτές όλες οι φράσεις λεκτικές ή μη λεκτικές είναι κάτι που αποταμιεύει το παιδί από μικρή ηλικία.
Ούτως η άλλως, να μη ξεχνάμε πως το άτομο ποτέ δεν καθορίζεται αποκλειστικά από μία πράξη του ή συμπεριφορά του. Ο εαυτός ή ο ψυχισμός κάποιου βρίσκεται πίσω από τις πράξεις του. Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα, το γεγονός ότι πολλές φορές ακούμε για άριστους μαθητές που ξαφνικά στην εφηβεία καταρρέουν μαθησιακά. Μία κύρια εξήγηση αυτού του φαινομένου αφορά το γεγονός πως ο έφηβος αναζητεί να βρει την ταυτότητά του, τα θέλω του, αλλά και την ενηλικίωσή του ανεξάρτητα από τους γονείς του.
Μέσα σε όλη αυτή την εξερεύνηση, έρχεται αντιμέτωπος με διάφορα ερωτήματα τα οποία ρισκάρει και εξετάζει, αν για παράδειγμα οι σημαντικοί του άλλοι (γονείς) τον αγαπούν και τον θαυμάζουν πραγματικά ως άτομο, ή ως καλό μαθητή;
2. Τα σωστά και καθορισμένα όρια
Ο ρόλος ενός γονιού, είναι να διδάξει στο παιδί τα απαραίτητα εργαλεία ώστε να μπορεί να υπάρξει με τους μεγάλους. Το “ΜΗ” και το “ΟΧΙ”, δεν υπάρχουν για να στερηθεί το παιδί από κάτι, αλλά αυτές είναι λέξεις που ζητάει το παιδί από τους μεγάλους, καθώς έτσι μόνο θα μάθει τις οδηγίες χρήσης του κόσμου. Για το λόγο αυτό, ο γονιός πρέπει να πάψει να φοβάται να βάζει τέτοιους κανόνες στο παιδί του.
Δυστυχώς πολλές φορές, οι γονείς πέφτουν στη παγίδα αυτή, με στόχο να μην ακούσουν “Είσαι κακός γονιός” ή με στόχο να μη ψάξει το παιδί να βρει αλλού ένα στήριγμα ή ένα φίλο. Το παιδί δεν είναι χαζό. Αντιλαμβάνεται αυτό το φόβο ή το δισταγμό των γονιών του και για αυτό το λόγο ξεκινά τα δικά του καψόνια, παζαρεύοντας τη σταθερότητα των ορίων μεταξύ των γονιών ή στον ίδιο γονιό, ένα γεγονός που συμβάλλει στο να καταρρίπτεται η παντοδυναμία των γονιών (είναι δυνατοί και πολύ πιο ισχυροί από το παιδί που μπορούν να ξεπεράσουν κάθε τους φόβο και ανασφάλεια για να νιώσει το παιδί ασφαλή) ή μαθαίνουν στο παιδί πως είναι αδύνατο να τα βγάλει κανείς πέρα με τα αρνητικά συναισθήματα του άλλου (το παιδί θα με απορρίψει, άρα αλλάζω κανόνα, ή το παιδί θα στεναχωρηθεί ή θα θυμώσει μαζί μου….).
Αυτό είναι πολύ κακό εφόδιο για τη ζωή καθώς δυστυχώς η πραγματικότητα είναι πως δε μπορούμε να τους έχουμε όλους ευχαριστημένους. Εν τέλει φαίνεται πως δεν ελέγχει μόνο τα όρια αγάπης του γονιού του, αλλά και το πόσο ασφαλές μπορεί να νιώσει πλάι του, δηλαδή τη δύναμη του γονιού να θέσει κάποια όρια ή κανόνες χωρίς να παρασύρεται από την επιφανειακή δυσαρέσκεια του ίδιου του παιδιού.
3. Ο σεβασμός που δίνεται στα παιδιά φανερά, άμεσα και καθημερινά
Σέβομαι το παιδί μου, σημαίνει πως μπορώ να γνωρίσω τον κόσμο του και να επικοινωνώ μαζί του με τη γλώσσα που αρμόζει στην ηλικία του, χωρίς να περιμένω το παιδί να μιλήσει με τη γλώσσα των ενήλικων. Εντούτοις, αν και ο κάθε γονιός έχει την υποχρέωση να ακούει τις ευχές-προτιμήσεις του παιδιού του, δεν παύει η τελική απόφαση για κάποια πράγματα να πρέπει να παίρνεται από τους γονείς (υποχρέωση να πάει το παιδί σχολείο, να σέβεται τους γονείς του, ώρες ύπνου, το φαγητό…).
Ο γονιός δεν πρέπει ποτέ να χάνει τη θέση του: μία θέση πολύ κοντά (συνάντηση με κόσμο παιδιού) ΑΛΛΑ και λίγο πιο ψηλά (όπου και να είναι ο γονιός είναι υπεύθυνος για την προστασία, ασφάλεια, έγνοια του παιδιού).
Αντί για κηρύγματα, να παίζουμε κι εμείς μαζί του, να μπούμε στον κόσμο του. Το σημαντικό σε αυτό το σημείο είναι να κατανοεί ο γονιός τη διαφορετικότητα του παιδιού του και να αναγνωρίζει τα θετικά του στοιχεία, ακόμη κι αν δέν είναι αυτά ακριβώς που φαντάζεται ο γονιός. Αντί να ελέγχω και να αξιολογώ συνεχώς το παιδί, κάτι που συνήθως έχει τα αντίθετα αποτελέσματα, μπορώ να προσπαθήσω να κατανοήσω τον κόσμο του, ώστε να κερδίσω τη σχέση μαζί του και όχι τη μάχη ή αλλιώς το δάσος και όχι το ένα ωραίο δέντρο!
Δεν είναι κακό να προσπαθήσουμε να βοηθήσουμε το παιδί μας να βελτιωθεί σε κάτι, όμως όχι να το συντρίβουμε με στόχο να γίνει όπως θέλουμε ή όπως δεν καταφέραμε να γίνουμε εμείς οι ίδιοι!
Το πιο σημαντικό από όλα είναι πως κανείς δε χρειάζεται έγκριση για να είναι γονιός. Άλλωστε ένας ανεπαρκής γονιός διορθώνεται, αλλά το να μην υπάρχει καθόλου γονείς, οδηγεί σε ψυχική ορφάνια.
Βιβλιογραφία:
- Παπάνης Ε. (2011). Η αυτοεκτίμηση: Θεωρία και αξιολόγηση. Αθήνα: Εκδόσεις Ι. Σιδέρης.
- Σιδέρης, Ν. (2018). Τα παιδιά δεν θέλουν ψυχολόγο. Γονείς θέλουν! Εμπιστευτική επιστολή σε γονείς που σκέφτονται. Αθήνα: Μεταίχμιο.
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*