Πολύ συχνά οι γονείς έρχονται στο γραφείο ζητώντας βοήθεια και θέτουν ερωτήματα για το τι πρέπει να κάνουν για να δείξουν την αγάπη, την φροντίδα και το νoιάξιμο τους, για το πώς μπορεί να είναι αποτελεσματική η επικοινωνία και η επαφή, για το πώς μπορούν να χτίσουν πραγματικές γέφυρες επικοινωνίας με τα παιδιά τους, για το πώς μπορούν να ενισχύσουν την αυτοεκτίμηση και τη συναισθηματική νοημοσύνη των παιδιών τους.
Eρωτήματα που γεννιούνται από την στιγμή που κάποιος γίνεται γονιός, που ξεκινά το «ταξίδι» διερεύνησης του για το πώς είναι ο «τέλειος» ή «ιδανικός γονιός» αφού καλείται να αποφασίζει, να επιλέγει και να πράττει ό,τι κάθε φορά κρίνει απαραίτητο για την ανατροφή του παιδιού του.
Ο ψυχολόγος όταν καλείται να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα, που έρχονται με πραγματική αγωνία έχει να στρέψει το ερώτημα στους ίδιους τους γονείς: Η επικοινωνία και η επαφή δεν αφορά μόνο τα παιδιά τους, αλλά και το πώς επικοινωνούν, πώς αντιλαμβάνονται, πώς κατανοούν και εκφράζουν τα συναισθήματα τους και πώς υπερασπίζονται τη δική τους ζωή. Ο ψυχολόγος οφείλει να αναδείξει το πώς η προσωπική ανάπτυξη του ίδιου του γονιού και η ενδυνάμωση της συναισθηματικής νοημοσύνης του, επιτρέπει την απόκτηση ενός ικανοποιητικού επιπέδου αυτογνωσίας, της ικανότητας δηλαδή να παρατηρεί και να αναγνωρίζει τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τον εαυτό, να τα διαχειρίζεται, να συνειδητοποιεί τα “κρυφά δεδομένα” πίσω από το κάθε συναίσθημα και να βρίσκει τρόπο για τον έλεγχο των φόβων, του θυμού και της θλίψης του. Όλη αυτή η γνώση, η ενσυναίσθηση, η έκφραση, η προσωπική ανάπτυξη, ισχυροποιεί και εξελίσσει τις ικανότητες και δεξιότητες αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας.
Κατ΄επέκταση ένας γονιός φροντίζοντας για την προσωπική του ανάπτυξη ουσιαστικά αποκωδικοποιεί έννοιες όπως αγάπη, φροντίδα, ενδιαφέρον, επικοινωνία, ασφάλεια, υποστήριξη κ.α. Ανακαλύπτει και εδραιώνει τους δικούς του προσωπικούς τρόπους έκφρασης και συμπεριφοράς που χαρακτηρίζουν τις παραπάνω έννοιες. Όταν ένας γονιός αναπτύσσει την συναισθηματική του νοημοσύνη προς όφελος δικό του στον ρόλο του ως γονιός αλλά μακροπρόθεσμα και προς όφελος του παιδιού του στην δική του εξελικτική διαδικασία ανάπτυξης της συναισθηματικής νοημοσύνης.
Ο κάθε άνθρωπος για να μπορεί να ανταποκριθεί στο ρόλο του ως γονέας θα πρέπει να φροντίζει τον εαυτό του καλά, γιατί γνωρίζει ότι αυτό είναι το μόνο που ουσιαστικά έχει να προσφέρει στο παιδί του και στην ανατροφή του. Ο ίδιος να αποτελεί το πρότυπο για το παιδί του, το ζωντανό παράδειγμα. Να είναι ανθρώπινος, καθημερινός, απλός και αληθινός. Να είναι σε επαφή με το δικό του συναίσθημα: να θυμώνει, να φωνάζει, να γελάει, να βαριέται, να έχει όρεξη, να συγκινείται, να μαλώνει, να αγκαλιάζει, να κάνει λάθη, να ακούει, να συγχωρεί, να λυπάται, να μιλάει γι’ αυτά που νιώθει και σκέφτεται, να αγαπάει, να κατανοεί…
Μόνο όταν φροντίζει να μαθαίνει, και να εξελίσσεται ως άτομο, μπορεί να είναι λειτουργικός και ως γονιός. Αν λοιπόν πρέπει να αναρωτηθεί κανείς για το τι πρέπει να κάνει για να είναι καλός γονιός, όποια απάντηση και να δώσει θα είναι ανεπαρκής αν δεν αναρωτηθεί ταυτόχρονα πως θέλει να είναι ως άνθρωπος για να είναι και καλός γονιός.
Η πρόκληση του να μεγαλώνει κανείς παιδιά είναι να μπορεί να ταπεινώνεται και να γίνεται καλύτερος άνθρωπος!
Χαρακτηριστικά του γονέα με συναισθηματική νοημοσύνη :
1. Έχει πολύ καλό επίπεδο αυτογνωσίας και είναι ο ίδιος σε μια διαρκή εξελικτική πορεία. Γνωρίζει τον εαυτό του, δεν έχει παραιτηθεί, ασχολείται την προσωπική του εξέλιξη και ανάπτυξη, έχει συμφιλιωθεί με τα προτερήματα και τα ελαττώματα του.
2. Έχει καλύψει τις βασικές ανάγκες και φιλοδοξίες του και είναι συμφιλιωμένος με τις επιλογές και την ζωή του. Ο γονιός που νιώθει ικανοποιημένος και γεμάτος από τη δική του ζωή δεν κινδυνεύει να επιδιώκει την αυτοεκπλήρωση μέσω του παιδιού του.
3. Έχει ανεπτυγμένους τους ρόλους της ζωής του με μια ισορροπία και δεν μονοπωλεί τη ζωή του μόνο ένας ρόλος, αυτός του γονιού. Για να μπορεί να ισορροπεί και να ανατροφοδοτείται επαρκώς είναι απαραίτητο να διατηρεί ένα δίκτυο σχέσεων και να μην εγκλωβίζει αλλά και ταυτόχρονα εγκλωβίζεται σε μία σχέση.
4. Αναγνωρίζει και αποδέχεται τις ικανότητες, τα χαρακτηριστικά και τις ιδιαιτερότητες του παιδιού, χωρίς να το ωθεί σε κατευθύνσεις που δεν του ταιριάζουν για να ικανοποιήσει δικές του επιθυμίες. Ξέρει το παιδί του και το αγαπά γι’ αυτό που είναι και όχι γι’ αυτό που θα ήθελε ο ίδιος (η κοινωνία) να είναι!
5. Υπάρχει συνέπεια ανάμεσα στα λόγια που λέει ένας γονιός και στις πράξεις του, γεγονός που συντελεί στην αξιοπιστία του. Ο συνεπής γονιός φροντίζει να μην ζητά από το παιδί του να κάνει πράγματα που ο ίδιος δεν τηρεί, κρατάει τον λόγο του με αποτέλεσμα το να αισθάνεται εμπιστοσύνη και σιγουριά.
6. Ξέρει να οριοθετεί. Το παιδί μαθαίνει τα όρια από τους γονείς. Όσο πιο ασφαλής ως προς το ρόλο του είναι ένας γονιός τόσο πιο ξεκάθαρα και σαφή είναι τα όρια που βάζει.
7. Ξέρει να συγχωρεί και να αναγνωρίζει πως τα λάθη που κάνουν τα παιδιά αποτελούν μέρος της ζωής, που σε καμία περίπτωση δεν γίνονται για να «σκάσουν ή να ματαιώσουν τους γονείς». Ξέρει να χρησιμοποιήσει το λάθος του παιδιού του για να το εκπαιδεύσει και να του διδάξει κάτι.
8. Ξέρει να χρησιμοποιεί την ενεργητική ακρόαση, δηλαδή να ακούει αυτό που θέλει το παιδί και να μπορεί να μπαίνει στη θέση του, χωρίς να δίνει γρήγορες απαντήσεις.
9. Ξέρει να αναλαμβάνει τις ευθύνες του και να αναγνωρίζει τα λάθη του ζητώντας συγνώμη όποτε και όπου νομίζει ότι χρειάζεται. Με τον τρόπο αυτό χτίζει γέφυρες επικοινωνίας και μαθαίνει στο παιδί να είναι ειλικρινές.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα:
Βασιλική Μάντζιου, Ψυχολόγος – Υπαρξιακή Οικογενειακή Ψυχοθεραπεύτρια, MSc Kοινωνικής Ψυχιατρικής Παιδιών και Ενηλίκων