Μέσα από την αδελφική σχέση το παιδί διδάσκεται απλά και αυθόρμητα ηθικές και κοινωνικές συμπεριφορές που διαφορετικά θα περίμενε μέχρι και το σχολείο για να τις διδαχθεί και με τρόπο φυσικό δοκιμάζει πρακτικά έννοιες και συμπεριφορές όπως είναι η ειλικρίνεια, η υπομονή, η αγάπη, η προστασία, η συνεργασία και η αλληλοβοήθεια.
Έχουν συμπληρωθεί πια αρκετά χρόνια που εργάζομαι συμβουλευτικά και ψυχοθεραπευτικά με άτομα, ζευγάρια, γονείς και οικογένειες. Σε αντίθεση με το παρελθόν παρατηρώ τα τελευταία χρόνια πως όλο και περισσότεροι γονείς αναγνωρίζουν ότι «δουλεύοντας» με τον εαυτό τους, με τη συντροφική σχέση και τη σχέση με τα παιδιά τους αποκομίζουν σημαντικά οφέλη και γίνονται περισσότερο λειτουργικοί στη ζωή τους. Παρατηρώ, επίσης, πως ο γονεϊκός ρόλος παραμένει ένας σημαντικός παράγοντας που νοηματοδοτεί την ύπαρξη των γονιών αλλά παράλληλα τους τροφοδοτεί με άγχος.
Εδώ και μερικές δεκαετίες συμφωνούμε όλοι ότι το αυξημένο άγχος αποτελεί μια από τις βασικές αιτίες ασθενειών και ψυχοσωματικών προβλημάτων. Ζώντας σε συνθήκες που αλλάζουν διαρκώς, σε συνθήκες που παράγουν κρίσεις και γεννούν νέες και απρόβλεπτες απαιτήσεις, για τις οποίες δεν είμαστε επαρκώς προετοιμασμένοι, είναι φυσικό να γίνεται το άγχος ένας βασικός στρεσογόνος παράγοντας της καθημερινότητας μας.
Αντιστρόφως είναι πια κοινός τόπος η διαπίστωση ότι η αποτελεσματική διαχείριση του στρες αποτελεί τη σημαντικότερη προϋπόθεση υγείας και λειτουργικότητας στις σχέσεις και στο μεγάλωμα των παιδιών. Γι’ αυτό το λόγο οι γονείς χρειάζονται νέες δεξιότητες που θα τους βοηθήσουν να αναπτύσσουν συνεργατικές σχέσεις με τους ανθρώπους του περιβάλλοντός τους, τους συγγενείς τους, τους φίλους τους, τα παιδιά τους και, κυρίως, έναν νέας ποιότητας εσωτερικό διάλογο.
Πολλές φορές λοιπόν οι γονείς έρχονται αντιμέτωποι με προβλήματα ή/και ερωτήματα για το μεγάλωμα των παιδιών τους και επειδή δεν βρίσκουν πάντα απαντήσεις στρεσάρονται. Τέτοια ερωτήματα και ανησυχίες προκύπτουν και για το ζήτημα που μας απασχολεί εδώ, δηλαδή της αντιζηλίας μεταξύ των αδελφών.
Θα αναπτύξω το θέμα ξεκινώντας με δύο παραδοχές:
Α) Κάποια από τα κύρια χαρακτηριστικά στις αδελφικές σχέσεις, όπως επισημαίνεται από σχετικές έρευνες αλλά και από την εμπειρική μου παρατήρηση είναι από τη μία η στοργή κι από την άλλη ο ανταγωνισμός και η ζήλια, οι αδελφικές σχέσεις κινούνται δηλαδή σε ένα δίπολο ανταγωνισμού και συντροφικότητας.
Β) Η επιστήμη της ψυχολογίας έως σήμερα έχει επικεντρωθεί κυρίως στις σχέσεις και στην αλληλεπίδραση που αναπτύσσεται μεταξύ παιδιών και γονέων, προκειμένου να μελετηθεί η ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου. Ωστόσο, πέρα από τους γονείς, σήμερα γνωρίζουμε ότι και η παρουσία ή η απουσία των αδελφών παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των οικογενειακών σχέσεων και επηρεάζει την ανάπτυξη της προσωπικότητας.
Διαβάστε σχετικά: Η εμφάνιση και ο ρόλος της αδερφικής ζήλιας
Η «μυθολογία» της αδελφικής σχέσης
Δεσμοί αίματος αλλά και συναισθηματικοί δεσμοί πολύ δυνατοί συνδέουν μεταξύ τους τα αδέλφια. Οι αρχαίες τραγωδίες, οι μύθοι και τα παραμύθια είναι γεμάτα από ιστορίες αδελφών που θυσιάζονται ο ένας για τον άλλον, ή καταστρέφουν και σκοτώνουν ο ένας τον άλλο. Τις αδελφικές σχέσεις τόσο στην προφορική όσο και στη γραπτή μας παράδοση τις χαρακτηρίζουν συναισθήματα αγάπης και μίσους, αφοσίωσης και αντιζηλίας, αυταπάρνησης και αντιπαλότητας, κοκ.
Η αρχαία τραγωδία αποτελεί κομβικό σημείο στην ιστορία του παγκόσμιου θεάτρου, αλλά και της παγκόσμιας γραμματείας. Τα θέματα που πραγματεύεται αφορούν σε θεμελιώδεις αλήθειες που μας απασχολούν όλους. Οι συγγραφείς των τραγωδιών αντλούν τα θέματά τους από τους κύκλους των ελληνικών μύθων, των οποίων η πατρότητα παραμένει αδιευκρίνιστη και τα μετουσιώνουν σε νέα έργα που αντικατοπτρίζουν την προσωπική τους οπτική.
Το ενδιαφέρον, τόσο των θεατών, όσο και των αναγνωστών διαφορετικών εποχών, τόπων και κοσμοθεωριών, για τους μύθους και τις τραγωδίες παραμένει ανεξάντλητο ανά τους αιώνες, καθώς πρόκειται για έργα πυκνά σε νοήματα που αγγίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη σε βάθος.
Ένα από τα ζητήματα με τα οποία έχουν ασχοληθεί και οι τρεις μεγάλοι αρχαίοι τραγικοί συγγραφείς είναι η αδερφική σχέση. Στα έργα τους συναντάμε πρόσωπα και γεγονότα, ευρέως γνωστά, που αποτελούν σημεία αναφοράς στη συνείδησή μας και χαρακτηριστικά σύμβολα σχέσεων, επιλογών και συνεπειών στη ζωή του ανθρώπου.
Ο Αισχύλος στην τραγωδία του Επτά επί Θήβας πραγματεύεται τη σχέση δύο αδερφών, του Ετεοκλή και του Πολυνείκη, οι οποίοι είχαν συμφωνήσει να διοικούν τη Θήβα εναλλάξ, μέχρι που ο πρώτος αρνήθηκε να παραδώσει τη διακυβέρνηση στον δεύτερο με συνέπεια τη μεταξύ τους φιλονικία και την πολεμική σύρραξη.
Ο Πολυνείκης με ακόμη έξι βασιλείς επιτέθηκε στον αδερφό του και στην πόλη του. Η διαμάχη μεταξύ τους έληξε μεν με τη νίκη της Θήβας, αλλά και το θάνατο των δύο αδερφών, που ξέχασαν τον δεσμό που τους συνέδεε και στράφηκαν ο ένας εναντίον του άλλου.
Στην μοναδική σωζόμενη τριλογία της αρχαιότητας την Ορέστεια του Αισχύλου παρακολουθούμε τα γεγονότα που συνταράσσουν το γένος των Ατρειδών. Η Ιφιγένεια έχει θυσιαστεί από τον πατέρα της, ο οποίος με τη σειρά του βρίσκει τον θάνατο από τη γυναίκα του την Κλυταιμνήστρα.
Η αδερφή της, η Ηλέκτρα περιμένει με υπομονή τον αδερφό τους τον Ορέστη να επιστρέψει για να εκδικηθεί το χαμό του πατέρα τους και να αποκαταστήσει την τάξη. Μέσα σε ένα κόσμο που αλλάζει δραματικά τα δύο αδέρφια βρίσκουν ανακούφιση και ελπίδα το ένα στο πρόσωπο του άλλου.
Με τον μύθο της Ηλέκτρας έχει ασχοληθεί και ο Σοφοκλής δίνοντας μια πιο έντονη διάσταση στη σχέση των δύο αδερφών που συναντιούνται μετά από χρόνια και μέσα από τις λεπτομέρειες που ξέρουν μόνο αυτοί, αναγνωρίζουν ο ένας στον άλλο τον μοναδικό άνθρωπο στον οποίο μπορούν να βασιστούν. Ένα από τα γνωστότερα έργα του Σοφοκλή είναι η Αντιγόνη.
Πρόκειται για την αδερφή του Ετεοκλή και του Πολυνείκη που προσπαθεί σκληρά να καταφέρει να θάψει τον αδερφό της που επιτέθηκε στην πόλη του και έχει μείνει άταφος για να τιμωρηθεί. Η Αντιγόνη αψηφά τον νόμο του βασιλιά και βάζει την αδερφική αγάπη πάνω από τις επιταγές της εξουσίας και τις επιθυμίες των θεών.
Διαβάστε σχετικά: Αδερφική Ζήλεια
Ο μύθος της Ηλέκτρας έχει απασχολήσει και τον Ευριπίδη στο ομώνυμο έργο του, όπου η τραγική ηρωίδα για μια ακόμη φορά εναποθέτει της ελπίδες της σωτηρίας της στην επιστροφή του αδερφού της Ορέστη και στην εκδίκηση που αυτός πρόκειται να πάρει και για τους δύο.
Ο Ευριπίδης στην τραγωδία του Ιφιγένεια εν Ταύροις καταπιάνεται για ακόμα μία φορά με το ζήτημα της αδερφικής σχέσης, καθώς η Ιφιγένεια ανησυχεί για την μοίρα του αδερφού της Ορέστη που καταδιώκεται από τις Ερινύες. Τελικά, τα δύο αδέρφια συναντιούνται, αναγνωρίζονται και καταφέρνουν να αποφύγουν την μοίρα των τραγικών ηρώων και να σωθούν με την δύναμη που πηγάζει από τον ισχυρό δεσμό που τους δένει.
Ανάλογες ιστορίες μπορεί να συναντήσει κανείς στην παλιά και κενή διαθήκη, στους μύθους και τα παραμύθια όλων των πολιτισμών, καθώς και σε σημαντικά κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Οι αδελφικές σχέσεις λοιπόν είναι πολύ σημαντικές και φορτισμένες με έντονα συναισθήματα μεταξύ των οποίων και η ζήλια η οποία είναι ένα συναίσθημα φυσιολογικό για τα αδέλφια, γιατί αυτά πρέπει να μοιραστούν την αγάπη και την αγκαλιά της ίδιας μητέρας. Το μοίρασμα, αυτό που είναι απειλητικό και ανεπιθύμητο μπορεί να γίνει αυτό που θα ενώσει τα αδέλφια.
Εφόσον κανένα από τα αδέλφια δεν μπορεί να έχει αποκλειστικά τη μητέρα νιώθουν ότι μοιράζονται κάτι κοινό. Ταυτίζονται το ένα με το άλλο και έτσι, εκτός από ζήλια και ανταγωνισμό, αρχίζουν να νιώθουν αγάπη και στοργή. Αντιλαμβάνονται ότι μοιάζουν σε κάτι, στο ότι μοιράζονται τη γονεϊκή αγάπη και προσοχή, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας ισχυρής συμμαχίας μεταξύ τους.
Κάθε αδελφική σχέση αρχίζει με ένα πρωτότοκο παιδί, που στην αρχή είναι μόνο του και συνήθως απολαμβάνει απερίσπαστα και απεριόριστα την αγάπη και το ενδιαφέρον της μητέρας και στη συνέχεια και του πατέρα. Αυτό είναι ένα καταπληκτικό προνόμιο, που απολαμβάνουν τα πρωτότοκα παιδιά κάθε οικογένειας και το οποίο βέβαια δεν θέλουν να χάσουν. Τα πράγματα αλλάζουν από τη στιγμή που το παιδί αρχίζει να διαισθάνεται την εγκυμοσύνη της μητέρας του.
Στη φάση αυτή τόσο το παιδί όσο και οι γονείς βιώνουν πρωτόγνωρα συναισθήματα. Με τη γέννηση το καινούριο μέλος εισβάλλει με τρόπο ιδιαίτερα δυναμικό και απαιτητικό στη ζωή της οικογένειας και μαζί του γεννιέται και η προσδοκία των γονιών το πρωτότοκο παιδί να αγαπήσει το αδελφάκι του μόνο και μόνο επειδή είναι το αδελφάκι του. Εκεί βρίσκει τροφή και ο πανανθρώπινος μύθος πως τα αδέλφια πρέπει να είναι πάντα αγαπημένα.
Αντίθετα, η «εκθρόνιση» του πρώτου παιδιού μπορεί να δημιουργήσει συναισθήματα θυμού, μίσους, προδοσίας, αμφιβολία ως προς το κατά πόσο είναι σημαντικό κι αν εξακολουθούν να το αγαπούν το ίδιο.
Όμως οι αντιφατικές κατανοήσεις και τα συναισθήματα που δημιουργούνται στον ψυχισμό του παιδιού, όπως αγάπη-μίσος, θαυμασμός-ζήλια, εγγύτητα-αποξένωση, επιθετικότητα-τρυφερότητα, συντροφικότητα-ανταγωνισμός, όμοιος-διαφορετικός αποτελούν μια πολύτιμη εμπειρία για εκείνο προκειμένου να επιτευχθεί η διαφοροποίηση του «εγώ» από τον «άλλον».
Το νέο μέλος, εκτός από παρείσακτο είναι και όμοιο, εκτός από ανταγωνιστής είναι και φίλος, σύντροφος στο παιχνίδι. Εκείνος που προηγείται ή που έπεται προσφέρει στον άλλο μια γνώση για τον κόσμο και τις σχέσεις. Στα πλαίσια αυτά το συναίσθημα της ζήλιας, το οποίο συνηθίζεται να είναι φορτισμένο αρνητικά, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη γένεση της κοινωνικότητας και της γνώσης μας για τον κόσμο.
Μέσα από την αδελφική σχέση το παιδί διδάσκεται απλά και αυθόρμητα ηθικές και κοινωνικές συμπεριφορές που διαφορετικά θα περίμενε μέχρι και το σχολείο για να τις διδαχθεί και με τρόπο φυσικό δοκιμάζει πρακτικά έννοιες και συμπεριφορές όπως είναι η ειλικρίνεια, η υπομονή, η αγάπη, η προστασία, η συνεργασία και η αλληλοβοήθεια.
Οι αδελφικές σχέσεις συντελούν σε μεγάλο βαθμό στην ανάπτυξη κοινωνικών και συναισθηματικών δεξιοτήτων, αποτελούν το κύριο πεδίο όπου το παιδί μαθαίνει να συναντά και να αποδέχεται τον άλλο, να σχετίζεται μαζί του και να διαχειρίζεται τα συναισθήματα που του προκαλεί το αποτέλεσμα αυτής της σχέσης. Είναι φυσικό στην αρχή να διεκδικεί την αποκλειστικότητα των γονιών του και να επιθυμεί να κατέχει ότι και ο αντίζηλός του.
Το συναίσθημα αυτό είναι εποικοδομητικό γιατί τον ωθεί σε επιτεύγματα, αλλά και στο να ενδιαφερθεί για τον άλλο. Στη συνέχεια μαθαίνει να διαφοροποιείται και να οριοθετείται σε σχέση με τον άλλο. Η οικογένεια και κατ’ επέκταση η αδελφική σχέση αποτελεί τον κατ’ εξοχήν χώρο όπου μαθαίνουμε να διαχειριζόμαστε τις συγκρούσεις, εσωτερικές και εξωτερικές. Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργήσαμε σ’ αυτό το πλαίσιο είναι καθοριστικός για τον τρόπο με τον οποίο θα λειτουργήσουμε και στις μετέπειτα σχέσεις της ζωής μας.
H ζήλια δεν είναι μόνο αρνητική, αρκεί να μην καταπιεστεί, το ζύγισμα και η σύγκριση των ικανοτήτων και των δυνατοτήτων μεταξύ αδελφών έχει και τη θετική του πλευρά: βοηθά, εκτός της συντροφικότητας, να χτιστεί η αυτοεικόνα των παιδιών και τα ωθεί στο να προσπαθούν να βελτιωθούν, ν’ ανακαλύψουν τις προσωπικές τους κλίσεις και να τις καλλιεργήσουν.
Συγχρόνως αναπτύσσεται η αδελφική αγάπη και αφοσίωση, η οποία είναι διαφορετική από την αγάπη και την αφοσίωση των άλλων σχέσεων, γιατί είναι ζυμωμένη από τη βρεφική ηλικία και την ενισχύουν κοινά βιώματα και μνήμες. Τα αδέλφια είναι συνήθως οι πρώτοι που μοιράζονται μεταξύ τους τις παιδικές τους φαντασιώσεις, γίνονται συνήθως οι πρώτοι σύμμαχοι απέναντι στους μεγάλους, και είναι αυτοί που προστατεύουν ή προστατεύονται και αυτό ισχύει και όταν ενηλικιωθούν.
Τα αδέλφια γίνονται σύμμαχοι στο καλό και στο κακό, στην προσπάθεια να εξελιχθούν ή να «επιβιώσουν» όταν τα πράγματα στην οικογένεια δεν πάνε καλά, όταν για παράδειγμα οι γονείς τσακώνονται ή χωρίζουν.
Τα πρότυπα σχέσεων που το παιδί μεταφέρει από τις σχέσεις με τα αδέλφια του θα τα εφαρμόζει σε όλες τις ισότιμες σχέσεις που θα αναπτύξει αργότερα στη ζωή του, ενώ η ίδια η αδελφική σχέση ενδέχεται να διαφοροποιηθεί, μπορεί δηλαδή οι δεσμοί να γίνουν πιο στενοί ή πιο απόμακροι.
Τι γίνεται όμως όταν ο ανταγωνισμός και η έχθρα δεν σταματούν ποτέ ή επανέρχονται όταν είμαστε ενήλικες; Μπορούμε να πούμε με αρκετή βεβαιότητα ότι η έχθρα μεταξύ ενήλικων αδελφών είτε προέρχεται αποκλειστικά είτε τρέφεται από αντιζηλίες της παιδικής ηλικίας που δεν ξεπεράστηκαν ή δεν ξεκαθαρίστηκαν ποτέ.
Όλα τα παραπάνω που αναφέρονται είναι αυτά που τελικά κάνουν την αδελφική σχέση να αφήνει το στίγμα της στη πορεία μας, στην ανάπτυξή μας, στην εξέλιξή μας. Και όπως κάθε σημαντική σχέση, αναζωπυρώνει έντονα συναισθήματα.
Αντί επιλόγου, θα παραθέσω ένα απόσπασμα του ψυχαναλυτή-παιδοψυχίατρου Dr. D. Winnicott:
Το μίσος αυτό με τον καιρό δίνει τη θέση του στην αγάπη, καθώς το νέο βρέφος εξελίσσεται σ’ ένα ανθρώπινο πλάσμα, με το οποίο παίζει κανείς και για το οποίο νιώθει περήφανος… Νομίζω πως είναι εξαιρετικά πολύτιμη εμπειρία για το παιδί ν’ ανακαλύπτει ότι ο νεότερος αδελφός (ή αδελφή) που αρχίζει ν’ αγαπάει είναι το ίδιο πρόσωπο με το νεογέννητο βρέφος, που πριν από λίγες βδομάδες μισούσε και επιθυμούσε την απομάκρυνσή του.
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*