Σε ένα μακροχρόνιο debate που αφορά στο ερωτήμα αν οι βίαιες ταινίες προκαλούν βία και στον πραγματικό κόσμο, μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο “PLoS One”, έρχεται να αναδείξει ότι η αντίδραση του κάθε ατόμου σε βίαιες εικόνες, εξαρτάται από το εγκεφαλικό τους κύκλωμα και το πόσο επιθετικοί είναι από μικρή ηλικία.
Η μελέτη, που συντάχθηκε από τους ερευνητές στο “Icahn School of Medicine”, εμπεριείχε εγκεφαλογραφήματα που αποκάλυψαν ότι και οι δύο δραστηριότητες, δηλαδή η παρακολούθηση και η μη παρακολούθηση βίαιων εικόνων, προκάλεσαν διαφορετική δραστηριότητα του εγκεφάλου σε άτομα με διαφορετικά επίπεδα επιθετικότητας. Τα ευρήματα μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά στα προγράμματα παρέμβασης που αποσκοπούν στη μείωση της επιθετικής συμπεριφοράς, η οποία αρχίζει κατά την παιδική ηλικία.
“Στόχος μας ήταν να διερευνήσουμε τι συμβαίνει στον εγκέφαλο των ανθρώπων όταν βλέπουν βίαιες ταινίες“, είπε η επικεφαλής ερευνήτρια Νέλλυ Άλια Κλάιν. “Υποθέσαμε ότι αν οι άνθρωποι έχουν εξαρχής επιθετικά χαρακτηριστικά, θα επεξεργαστούν τη βία των ΜΜΕ με ένα πολύ διαφορετικό τρόπο σε σύγκριση με τους μη-επιθετικούς ανθρώπους, μια θεωρία που υποστηρίζεται από τα ευρήματα αυτά“.
Αφού απάντησαν σε ένα ερωτηματολόγιο, 54 άνδρες, χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, μία με συμμετέχοντες που διαθέτουν επιθετικά χαρακτηριστικά, συμπεριλαμβανομένου και ενός ιστορικού σωματικών επιθέσεων και μια δεύτερη ομάδα, χωρίς αυτές τις τάσεις. Οι εγκέφαλοι των συμμετεχόντων στη συνέχεια σαρώθηκαν την πρώτη ημέρα, καθώς έβλεπαν μια σειρά από σκηνές βίας (πυροβολισμοί και συμπλοκές στους δρόμους), τη δεύτερη ημέρα που έβλεπαν συναισθηματικές, αλλά μη-βίαιες σκηνές (αλληλεπιδράσεις των ανθρώπων κατά τη διάρκεια μιας φυσικής καταστροφής) και τίποτα την τρίτη ημέρα.
Οι σαρώσεις μέτρησαν τη μεταβολική δραστηριότητα του εγκεφάλου του υποκειμένου, έναν δείκτη της εγκεφαλικής λειτουργίας. Η αρτηριακή πίεση των συμμετεχόντων ελεγχόταν επίσης κάθε 5 λεπτά και επίσης ρωτήθηκαν πώς αισθάνονταν κατά διαστήματα 15 λεπτών.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι κατά τη διάρκεια της συνθήκης που δεν παρουσιαζόταν καμία ταινία, οι συμμετέχοντες με επιθετικά χαρακτηριστικά είχαν ασυνήθιστα υψηλή εγκεφαλική δραστηριότητα σε ένα δίκτυο από περιοχές που είναι γνωστό ότι είναι ενεργό, όταν ο άνθρωπος δεν κάνει κάτι το ιδιαίτερο. “Αυτό υποδηλώνει ότι οι συμμετέχοντες με επιθετική χαρακτηριστικά, έχουν έναν διαφορετικό λειτουργικό εγκεφαλικό χάρτη από τους μη επιθετικούς συμμετέχοντες“, είπαν οι ερευνητές.
Ενδιαφέρον έχει ότι, καθώς έβλεπαν σκηνές από βίαιες ταινίες, η επιθετική ομάδα είχε χαμηλότερη εγκεφαλική δραστηριότητα από τη μη επιθετική ομάδα στον κογχομετωπιαίο φλοιό, μια περιοχή του εγκεφάλου που έχει συνδεθεί σε παλαιότερες μελέτες με τη λήψη συναισθηματικών αποφάσεων και τον αυτοέλεγχο. Οι επιθετικοί συμμετέχοντες περιέγραψαν ότι αισθάνονταν πιο εμπνευσμένοι, πιο αποφασισμένοι και λιγότερο αναστατωμένοι ή νευρικοί από ό, τι οι μη-επιθετικοί συμμετέχοντες, όταν παρακολούθησαν βίαιες (1η ημέρα) σε σχέση με συναισθηματικές (2η ημέρα) εικόνες στα ΜΜΕ. Σύμφωνα με αυτές τις απαντήσεις, καθώς έβλεπαν τις βίαιες εικόνες, η πίεση των επιθετικών συμμετεχόντων μειώθηκε σταδιακά με το χρόνο, ενώ οι μη-επιθετικοί συμμετέχοντες παρουσίασαν αύξηση της αρτηριακής πίεσης.
“Το πώς ένα άτομο ανταποκρίνεται στα ερεθίσματα του περιβάλλοντός του, εξαρτάται από τον εγκέφαλο του θεατή“, είπε η Κλάιν. “Η επιθετικότητα είναι ένα χαρακτηριστικό που αναπτύσσεται σταδιακά μαζί με το νευρικό σύστημα, αρχής γενομένης από την παιδική ηλικία. Τα πρότυπα συμπεριφοράς στερεοποιούνται και το νευρικό σύστημα ετοιμάζεται να μετακυλήσει τις συμπεριφορές αυτές στην ενήλικη ζωή, όταν ενσωματώνονται όλο και περισσότερο στην προσωπικότητα. Αυτή θα μπορούσε να είναι η βασική διαφορά σε ανθρώπους οι οποίοι είναι επιθετικοί και μη επιθετικοί και πώς τα ΜΜΕ τους κινητοποιούν σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Ας ελπίσουμε ότι αυτά τα αποτελέσματα θα δώσουν στους εκπαιδευτικούς την ευκαιρία, να εντοπίσουν τα παιδιά με επιθετικά χαρακτηριστικά και να τους διδάξουν, πώς να έχουν μεγαλύτερη επίγνωση για την εξατομικευμένη τους αντίδραση στα επιθετικά ερεθίσματα του περιβάλλοντος“.
Πηγή: PlosOne