Είμαστε στη μέση μιας «προσφυγικής κρίσης», όπου δεκάδες χιλιάδες γενναίοι, απελπισμένοι άνθρωποι αναζητούν μια νέα ζωή στην Ευρώπη, διακινδυνεύοντας τη ζωή τους για να φτάσουν εδώ.
Μέσα στην τραγωδία και τη διαμάχη, η συνεχιζόμενη δυσκολία των ανθρώπων που φτάνουν με σχετική ασφάλεια, συχνά ξεχνιέται. Όπως ήταν αναμενόμενο, δεδομένου όσα έχουν περάσει, οι πρόσφυγες έχουν συχνά σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας, συμπεριλαμβανομένων των παραισθήσεων. Ως ένδειξη, μία έρευνα που δημοσιεύθηκε το 2011, αναφέρει ότι το 80% των 130 νεαρών Σομαλών προσφύγων που έφτασαν στη Μινεσότα των ΗΠΑ, είχαν συμπτώματα ψύχωσης.
Τώρα, μια έγκαιρη, συγκινητική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Psychosis” αναφέρει τα αποτελέσματα της από συνεντεύξεις με επτά Αφρικανούς πρόσφυγες ή αιτούντες ασύλου στο Ηνωμένο Βασίλειο (ηλικίας 26 έως 43, μία εκ αυτών γυναίκα), οι οποίοι ανέφεραν ότι αντιμετώπισαν τα συμπτώματα της ψύχωσης.
Στόχος των ερευνητών ήταν να αποκτήσουν γνώσεις σχετικά με τη «βιωμένη εμπειρία» των συμμετεχόντων τους. Αυτή είναι η πρώτη φορά που η προοπτική των προσφύγων με ψύχωση έχει τεκμηριωθεί απο πρώτο χέρι. «Οι πληροφορίες αυτές είναι ζωτικής σημασίας για την κατανόηση και τη συνεργασία με τέτοιους ανθρώπους»,υποστηρίζουν οι ερευνητές.
Ο κλινικός ψυχολόγος John Rhodes και οι συνεργάτες του ανέλυσαν τις συνεντεύξεις και προσδιόρισαν έξι βασικά, επαναλαμβανόμενα θέματα στους συμμετέχοντές τους. Το πρώτο ήταν η δυσοίωνη ταραγμένη ακινησία – η αίσθηση των συμμετεχόντων ότι η ζωή τους δεν οδηγεί πουθενά. Ένας συμμετέχων παρομοίασε το συναίσθημα αυτό με το να είναι σε μια ατελείωτη πορεία. Ομοίως, η Amine(ηλικίας 43 ετών), δήλωσε: «Νιώθω σαν να είμαι τελειωμένη. Δεν υπάρχει ζωή, δεν υπάρχει μέλλον, δεν υπάρχει τίποτα πια. Νομίζω ότι όλα θα γίνουν όπως το σκοτάδι».
Το δεύτερο θέμα ήταν το τραύμα που σχετιζόταν με τις φωνές και τα οράματα. Αυτά τείνουν να είναι ήχοι ή όψεις από χαμένους συγγενείς ή εισβολέων από το παρελθόν. Η Belvie (ηλικίας 30 ετών) άκουγε φωνές ενός παρελθοντικού βασανιστή και το βασανιστήριο το ίδιο είχε επίσης μια φωνή: «Κάποια φωνή που ακούμε κάνει σαν να βρίσκομαι στο παρελθόν, όμως, κάποιες από αυτές δεν είναι από το παρελθόν. Δεν ξέρω. Μερικές φορές είναι σαν η φωνή να προέρχεται από τις καταστάσεις που συνέβαιναν σε μένα όταν ήμουν πίσω στο σπίτι, όταν βασανίστηκα. Μερικές φορές ακούω τη φωνή του βασανιστή μου».
Αντανακλώντας τη φύση των εν λόγω συμπτωμάτων, οι ερευνητές τα βλέπουν ξεχωριστά από τα φλας-μπακ που συνδέονται με τη διαταραχή του μετα-τραυματικού στρες (PTSD). «Οι εισβολές που σχετίζονται με το τραύμα δεν φαίνεται να είναι εμπειρίες με την κλασική αίσθηση του PTSD εξήγησαν, «αλλά περισσότερο είναι συναρπαστικές και αληθοφανείς αντίληψεις με γεύση από το παρελθοντικό τραύμα». Τέτοιου είδους εμπειρίες δε συμβαδίζουν με τις συμβατικές ψυχιατρικές διαγνώσεις του δυτικού κόσμου, όπως ισχυρίστηκαν. Αντί να ερμηνεύουν τις παραισθήσεις των συμμετεχόντων τους ως ενδεικτικές της σχιζοφρένειας ή του PTSD, προτείνουν μια ουδέτερη περιγραφή: «πολυσύνθετο τραύμα με αντιληπτικές διαταραχές».
Οι συμμετέχοντες περιέγραψαν επίσης ισχυρά συναισθήματα φόβου και δυσπιστίας. Η Belvie φοβόταν ότι ένας άνθρωπος σε ένα λεωφορείο είχε την πρόθεση να τη σκοτώσει μόνο και μόνο επειδή την κοίταξε. Όλοι οι συμμετέχοντες είχαν επίσης την αίσθηση ενός «σπασμένου» εαυτού. «Η συναισθηματική μου κατάσταση έχει αλλάξει και η προσωπικότητά μου έχει αλλάξει, … πραγματικά δεν νιώθω καθόλου καλά», δήλωσε ο Frederic (ηλικίας 39). Περιέγραψαν επίσης τον πόνο της απώλειας των πάντων. «Ο βαθμός της απώλειας των ανθρώπων αυτών είναι δύσκολο για μας να το αντιληφθούμε», λένε οι ερευνητές. «Έχουν χάσει το κόσμο τους. Μια νέα θέση ή ένας νέος ρόλος, δεν αντικαθιστά τη λέξη ‘σπίτι’, αυτό το μέρος της οικειότητας και της ζεστασιάς».
Σύμφωνα με αυτό, πολλά από τα οδυνηρά συναισθήματα που περιγράφονταν από τους ερωτώμενους, όπως ότι δεν υπάρχει μέλλον για αυτούς, ήταν τα ίδια, ανεξάρτητα από το αν θα τους χορηγούνταν άσυλο (σε τέσσερις από αυτούς είχε χορηγηθεί) ή αν εξακολουθούσαν να περιμένουν κάτι νεότερο για τη κατάστασή τους.
Το τελευταίο θέμα που βρήκαν οι ερευνητές, αφορούσε την έλξη του θανάτου. Αρκετοί από τους πρόσφυγες περιέγραφαν παρελθοντικές απόπειρες αυτοκτονίας και την αφόρητη πίεση της ζωής. «Το χειρότερο», δήλωσε ο Sando (ηλικίας 26), «είναι ότι συνεχίζω να βλάπτω τον εαυτό μου και ξέρετε, χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο… νιώθω ότι πάρα πολλά πράγματα βρίσκονται εκεί μέσα και θέλω απλώς να ανοίξω το κεφάλι μου και να τελειώνω με όλα αυτά».
Ωστόσο, οι συμμετέχοντες εξέφρασαν επίσης αισιοδοξία. Οι ερευνητές περιέγραψαν ότι η επιθυμία των συμμετεχόντων να πεθάνουν, «συνδεόταν με την επιθυμία τους να ζήσουν και να οικοδομήσουν μια σκόπιμη και αξιόλογη ζωή». «Αυτό το τελευταίο θέμα είναι σημαντικό για τις κλινικές υπηρεσίες», είπαν οι ερευνητές, οι οποίες «πρέπει να αναγνωρίσουν ότι ενώ πολλοί [πρόσφυγες] μιλούν για την οικοδόμηση μιας νέας ζωής, υπάρχει μια έλξη για την αυτοκτονία ως διαφυγή».
Πηγή: digest.bps.org.uk
Δείτε όλη την έρευνα εδώ