Έχει σχεδόν ολοκληρωθεί ένα εξάμηνο από τότε που ο (κατά την επικρατέστερη ονομασία) Covid-19 μπήκε για τα καλά στη ζωή μας. Οι αλλαγές στην καθημερινότητα είναι πολλές και δυστυχώς οι περισσότερες, αν όχι όλες, διόλου ευχάριστες.
Από την απαγόρευση ή τους περιορισμούς σε σχέση με μετακινήσεις και συναθροίσεις, τους νέους κανόνες σε σχέση με πρωτόκολλα καθαριότητας και τήρηση αποστάσεων κατά τις κοινωνικές επαφές, η ζωή όλων μας επηρεάζεται διαρκώς σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Με βάση τα μέχρι στιγμής δεδομένα, η πανδημία ήρθε για να μείνει. Θα είναι παρούσα σαν ενδεχόμενο ή απειλή για αρκετούς μήνες, κάποιοι μιλούν ίσως και για χρόνια.
Στη μάχη για την ανακάλυψη φαρμάκων ή εμβολίου που θα λειτουργούν αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση του νέου ιού, τα μόνα σίγουρα όπλα, διαθέσιμα σε όλους, είναι οι συμβατικές, ενοχλητικές αλλά αναγκαίες λύσεις που μας ξεβολεύουν και αλλάζουν τον τρόπο που είχαμε συνηθίσει να λειτουργούμε.
Αυτές που επιβάλλουν την σχολαστική καθαριότητα των χεριών (τουλάχιστον), που παρεμβαίνουν στον τρόπο που θέλουμε να σχετιστούμε με τους άλλους, στις αγκαλιές, τα φιλιά, στις χειραψίες, στον τρόπο που έχουμε συνηθίσει να συνδιαλεγόμαστε, να συντρώγουμε, να διασκεδάζουμε.
Πέρα λοιπόν από την ενόχληση στο να «έχουμε διαρκώς το νου μας», ώστε να μην χαλαρώσουμε και πλησιάσουμε πολύ ή ακουμπήσουμε πριν απολυμάνουμε, κάποιες φορές η δυσκολία να ακολουθήσουμε τους κανόνες δεν είναι μόνο αποτέλεσμα αμέλειας, καθώς η συμμόρφωση στους κανόνες, προϋποθέτει αρχικά ότι έχουμε πεισθεί όχι μόνο για την αποτελεσματικότητά αλλά και για την ασφάλειά τους.
Ειδικά ως προς τη χρήση της μάσκας, υπάρχουν αρκετά αναπάντητα ερωτήματα, όχι μόνο σε σχέση με το αν και τι είδους (υφασμάτινη vs χειρουργική) μας προστατεύει επαρκώς, αλλά και κατά πόσο είναι εν τέλει «επικίνδυνη» ή έστω επιβαρυντική σε πολύωρη χρήση, όταν για παράδειγμα ο εργαζόμενος ή ο μαθητής καλείται να τη φοράει για 8 ώρες συνεχόμενα.
Ιδιαίτερα με αφορμή το άνοιγμα των σχολείων και τη σύσταση για τη χρήση της από τα παιδιά, οι αντιδράσεις ποικίλλουν εξίσου όμως και οι απαντήσεις σε σχέση με την επίδραση της παρατεταμένης χρήσης στο αναπνευστικό, γεγονός που επιτείνει τη σύγχυση και περιορίζει την απαιτούμενη συμμόρφωση. Πόσο εύκολο είναι να ακολουθήσει κανείς μια οδηγία αν δεν σιγουρευτεί ότι εφαρμόζοντάς τη παραμένει ασφαλής;
Διαβάστε σχετικά: Covid-19: Ένα οδυνηρό μάθημα αυτοφροντίδας
Αντιμέτωποι με την αντίφαση ανάμεσα σε κανόνες και συστάσεις από τη μία, και σε φωνές που αμφισβητούν την χρησιμότητα ή θέτουν ερωτήματα σε σχέση με την καταλληλότητα και την ασφάλεια, οι περισσότεροι αγωνιούν, άλλοι διαφωνούν σιωπηλά, ενώ κάποιοι νιώθουν την ανάγκη να συνασπιστούν και να εναντιωθούν απέναντι στον «νέο εχθρό». Θεμιτές και αναμενόμενες αντιδράσεις όταν επικρατεί η ανησυχία και η άγνοια.
Αν λοιπόν το κράτος, η πολιτεία, οι αρμόδιοι φορείς, αδυνατούν να διασφαλίσουν μια επίσημη, αξιόπιστη, ενιαία ενημέρωση. Αν οι πολίτες αντίστοιχα, βιώνουν δικαιολογημένα ή όχι μια δυσπιστία απέναντι στην πληροφόρηση που λαμβάνουν, αυτό που απομένει είναι η ατομική ευθύνη. Όχι με την έννοια της ανοχής, της αποσιώπησης των ευθυνών των ιθυνόντων, της απαλλαγής τους εν τέλει από την υποχρέωση να διασφαλίσουν για τους πολίτες αυτά που οφείλουν.
Αλλά με την έννοια της ευθύνης που μας αναλογεί ως ενήλικες, στο να σκεφτούμε, να επιλέξουμε και να πράξουμε ό,τι χρειάζεται για τη δική μας φροντίδα και ασφάλεια. Αντιμέτωποι με μια κατάσταση ασαφή, χρειάζεται να θέσουμε συγκεκριμένα ερωτήματα, να αναζητήσουμε με όσο το δυνατόν πιο οργανωμένο τρόπο τις απαντήσεις που χρειαζόμαστε, αν και εφόσον υπάρχουν.
Έτσι ώστε η απόφαση για το πως θα ανταποκριθούμε στη νέα κατάσταση να μην είναι απλά μια συναισθηματική αντίδραση, μείγμα φόβου και θυμού, αλλά μια όσο το δυνατόν πιο ζυγισμένη στάση με βάση με το συμφέρον μας.
Στην αντίθετη περίπτωση, αν απλά περιοριστούμε στο να θυμώνουμε, να φωνάζουμε, να αντιδρούμε για την ανεπάρκεια της πληροφόρησης ή για την προχειρότητα των χειρισμών, ακόμη κι αν έχουμε δίκιο, αποποιούμαστε τη θέση του ενήλικα, επιλέγοντας να λειτουργήσουμε όπως ο έφηβος που επαναστατεί απέναντι στο γονιό όταν αισθάνεται ότι τον υποτιμά, τον τιμωρεί άδικα ή δεν καλύπτει επαρκώς τις ανάγκες του.
Δυστυχώς τα πράγματα δείχνουν ότι δεν έχουμε το περιθώριο για κάτι τέτοιο. Όταν η Παγκόσμια τράπεζα ανακοινώνει προβλέψεις για φτωχοποίηση εκατομμυρίων ανθρώπων λόγω των σαρωτικών οικονομικών συνεπειών της πανδημίας.
Όταν ο ΠΟΥ εκφράζει επαναλαμβανόμενους φόβους για ενδεχόμενο ανθρώπινων απωλειών ανάλογων με αυτές που βίωσε η ανθρωπότητα κατά την Ισπανική γρίπη, παραμένοντας εγκλωβισμένοι στο φόβο, το θυμό και την αγανάκτηση, η διαμαρτυρία με τη μορφή της αδιαφορίας και της αδράνειας, δεν εξαφανίζει το πρόβλημα. Ούτε βεβαίως και τις συνέπειές του, που όσο κι αν θέλουμε να τις αποφύγουμε, θα είμαστε οι πρώτοι που θα τις υποστούμε.