PsychologyNow Team

Συζητώντας με αγνώστους: το ένστικτο λέει όχι, το αποτέλεσμα όμως μας ικανοποιεί

Συζητώντας με αγνώστους: το ένστικτο λέει όχι, το αποτέλεσμα όμως μας ικανοποιεί

PsychologyNow Team
εναέρια εικόνα ανθρώπων

Είναι μια αυταπόδεικτη αλήθεια ότι οι άνθρωποι είναι “κοινωνικά ζώα”. Και όμως, ίσως έχετε παρατηρήσει ότι οι άνθρωποι στα μέσα μαζικής μεταφοράς ή στους χώρους αναμονής, φαίνεται ότι κάνουν ό, τι μπορούν για να μην αλληλεπιδράσουν.


Στο μετρό του Λονδίνου για παράδειγμα, υπάρχει ένας άγραφος κανόνας να μην κοιτάξει ο ένας τον άλλον. Αυτό είναι το παράδοξο που διερευνήθηκε από τον Nicholas Epley και τη Juliana Schroeder, σε μια σειρά από εννέα νέες μελέτες, στις οποίες συμμετείχαν άνθρωποι που χρησιμοποιούσαν μέσα μαζικής μεταφοράς όπως τρένα, αεροπλάνα, ταξί αλλά και βρίσκονταν σε χώρους αναμονής.

Η έρευνα ξεκίνησε με ανθρώπους που μετακινούνταν με τραίνα και λεωφορεία στο Σικάγο των ΗΠΑ. Δεκάδες από αυτούς είχαν δεχθεί να συμμετέχουν και είχαν πάρει εντολή να υιοθετήσουν μία από τις τρεις προϋποθέσεις: να συμμετάσχουν σε μία συνομιλία με έναν άγνωστο στο τρένο, να καθίσουν μόνοι τους ή απλά να συμπεριφέρονται όπως κάνουν συνήθως. Στη συνέχεια, απέστειλαν πίσω ένα ερωτηματολόγιο στο οποίο απάντησαν σε ερωτήσεις σχετικά με την εμπειρία τους. Οι απαντήσεις τους συγκρίθηκαν με τις προβλέψεις που έγιναν από άλλους επιβάτες, οι οποίοι αντί να λάβουν μέρος σε μία από τις τρεις αυτές προϋποθέσεις, φαντάστηκαν τι είδους εμπειρία θα είχαν, αν είχαν λάβει μέρος.

Τα επιστρεφόμενα ερωτηματολόγια έδειξαν ότι οι επιβάτες οι οποίοι είχαν εντολή να συνομιλήσουν με έναν άγνωστο, είχαν τις πιο θετικές εμπειρίες (η επιλογή να καθήσει κανείς μόνος του ήταν η λιγότερο ευχάριστη, με την συνηθισμένη συμπεριφορά να έρχεται ενδιάμεσα στη βαθμολογία). Παραδόξως ίσως, η κουβέντα με έναν άγνωστο δεν ήρθε σε βάρος της αυτο-αναφερόμενης παραγωγικότητας. Αυτά τα ευρήματα ήρθαν σε έντονη αντίθεση με τις προβλέψεις που έγιναν από τους επιβάτες που φαντάστηκαν ότι είχαν πάρει μέρος, καθώς εκείνοι νόμιζαν ότι το να κληθούν να συζητήσουν με έναν άγνωστο θα ήταν το λιγότερο ευχάριστο από τις τρεις προϋποθέσεις. Οι Έπλεϊ και Σρέντερ είπαν ότι αυτό είναι μία απόδειξη “σοβαρής παρανόησης των ψυχολογικών συνεπειών της κοινωνικής δέσμευσης”, παρέχοντας έτσι μια ένδειξη ως προς το γιατί, παρά το γεγονός ότι ειμαστε κοινωνικά ζώα, τόσο συχνά αγνοούμε ο ένας τον άλλο.

Γιατί πιστεύουμε άραγε, ότι η κουβέντα με αγνώστους θα είναι τόσο δυσάρεστη; Για να το διαπιστώσουν οι ερευνητές προσέγγισαν ακόμα περισσότερους επιβάτες που μετακινούνται στο Σικάγο με τρένα και λεωφορεία. Μια πιθανότητα είναι ότι οι ανθρώπινες προβλέψεις στρέφονται κυρίως γύρω από την κυριαρχία των αναμνήσεων των αρνητικών εμπειριών του παρελθόντος. Για να το ελέγξουν αυτό, οι ερευνητές ζήτησαν από τους επιβάτες να φανταστούν μια θετική συνομιλία με έναν άγνωστο, μια αρνητική συζήτηση, ή απλά μία συνομιλία. Αν οι αναμνήσεις από τις κακές εμπειρίες παραποιήσουν τις αντιλήψεις των ανθρώπων, τότε το να κληθούν να φανταστούν οποιαδήποτε συνομιλία με έναν άγνωστο, θα είχε αρνητική επίπτωση από την αρχή. Στην πραγματικότητα, δεν βρέθηκαν αποδεικτικά στοιχεία για αυτό.

Μια άλλη πιθανότητα είναι ότι ο καθένας από εμάς εσφαλμένα υποθέτει ότι οι άλλοι άνθρωποι δεν θέλουν να μιλήσουν, δημιουργώντας έτσι μια κατάσταση “πλουραλιστικής άγνοιας". Αυτή η θεωρία αποδείχθηκε: οι άνθρωποι ανέφεραν ότι ενδιαφέρονταν περισσότερο να κουβεντιάσουν με αγνώστους, από ό,τι οι άγνωστοι να κουβεντιάσουν με εκείνους. Επίσης, προέβλεψαν ότι πάνω από το 50% των αγνώστων πιθανότατα θα απέρριπταν τις προσπάθειες τους να μιλήσουν, στην πραγματικότητα, αυτό δεν συνέβη για κανέναν από τους συμμετέχοντες οι οποίοι είχαν εντολή να πιάσουν συζήτηση με έναν άγνωστο στις προηγούμενες μελέτες.

Εάν ο λόγος που αγνοούμε ο ένας τον άλλο είναι γιατί τόσοι πολλοί από εμάς έχουν την εσφαλμένη παραδοχή ότι κανείς άλλος δεν θέλει να μιλήσει, τότε θα περίμενε κανείς ότι η δυνατότερη παρελθοντική εμπειρία της συζήτησης με ξένους (και η αμοιβαία ανακάλυψη ότι είναι ευχάριστη) θα οδηγούσε σε πιο ακριβείς προβλέψεις. Αυτό ακριβώς ήταν ό, τι διαπίστωσαν οι ερευνητές, όταν έκαναν αντίστοιχες έρευνες σε ανθρώπους που περίμεναν στην ουρά για ταξί. Οι συμμετέχοντες που δήλωσαν ότι συνομιλούσαν συχνά με τους οδηγούς ταξί, είχαν ορθώς προβλέψει ότι οι άλλοι επιβάτες, που είχαν εντολή να κουβεντιάσουν με τον οδηγό τους, θα έχουν πιο ευχάριστες διαδρομές, σε σύγκριση με εκείνους που είχαν εντολή να μην μιλήσουν ή απλά να συμπεριφέρονται όπως κάνουν κανονικά. Σημείωση: οι άνθρωποι με εντολή να κουβεντιάσουν με τον οδηγό τους, έτειναν να αναφέρουν ότι ευχαριστήθηκαν περισσότερο τις διαδρομές, ακόμη και αν συνηθισμένη θέση τους ήταν να μην μιλήσουν καθόλου.

Σε μια τελική μελέτη, οι ερευνητές προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν δύο ζητήματα: ίσως η κουβέντα με έναν ξένο να είναι μόνο διασκεδαστική σε εκείνον που την ξεκινάει, ή / και ίσως τα αποτελέσματα οφείλονταν εν μέρει στην ικανοποίηση των συμμετεχόντων από την ολοκλήρωση ενός στόχου που τέθηκε από τους ερευνητές. Αυτή τη φορά οι Έπλεϊ και Σρέντερ, ζήτησαν από τους αγνώστους να περάσουν ένα χρονικό διάστημα μαζί σε ζεύγη, ευρισκόμενοι σε μια αίθουσα αναμονής. Μερικά από τα άτομα σε κάθε ζευγάρι έλαβαν οδηγίες εκ των προτέρων για να συνομιλήσουν με το άλλο πρόσωπο, άλλοι "καλούνταν" να το πράξουν, αλλά τονίστηκε σε αυτούς ότι αυτό δεν ήταν μια εντολή. Σύμφωνα με τα προηγούμενα αποτελέσματα, τα άτομα ανέφεραν να έχουν μια πιο ευχάριστη στιγμή στην αίθουσα αναμονής, εάν συζητούσαν με τον άλλο και αυτό ήταν αλήθεια ακόμα και αν είχαν προσκληθεί ή είχαν εντολή να κουβεντιάσουν. Το ίδιο ίσχυε επίσης και για εκείνους τους ανθρώπους που ήταν οι αποδέκτες της αρχικής προσέγγισης, καθώς και εκείνοι που ξεκίνησαν τις συνομιλίες.

Μια άλλη ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια που προέκυψε από τις μελέτες είναι ότι η ικανοποίησης της επικοινωνίας με έναν άγνωστο παρατηρήθηκε εξίσου τόσο για τους εσωστρεφείς, όσο για τους εξωστρεφείς. “Αντί να προσπαθούμε να αυξήσουμε την εξωστρέφεια του ατόμου, μπορούμε να αφαιρέσουμε τα εμπόδια που τον δυσκολεύουν να ξεκινήσει τη συνομιλία, επομένως, να ενθάρρυνθείι περισσότερο αποτελεσματικά στις αλληλεπιδράσεις του με τους αγνώστους”, είπαν οι ερευνητές.

Φυσικά, μπορεί κανείς να αναζητήσει τα κενά σε αυτές τις μελέτες. Ένα πρόβλημα είναι ότι τα αποτελέσματα μπορεί να είναι πολύ εξειδικευμένα για την αστική κουλτούρα των ΗΠΑ. Ένα άλλο είναι, ότι η έρευνα καταγράφει μεμονωμένες περιπτώσεις μίας συνομιλίας με έναν άγνωστο. Στην πραγματική ζωή, οι επιβάτες που μετακινούνται συχνά μπορεί να αποφεύγουν τη συνομιλία με άλλους ταξιδιώτες, διότι φοβούνται ότι θα μιλάνε με το ίδιο πρόσωπο καθημερινά.


Πηγή: PubMed.gov

Κάντε like στην σελίδα μας στο Facebook 
Ακολουθήστε μας στο Twitter 

Βρείτε μας στα...