thumb

Πώς επηρεάζει τις σχέσεις μας η θεωρία της κοινωνικής ανταλλαγής;

- Κοινωνική Ψυχολογία
2 Σεπτεμβρίου 2018

Μήπως οι διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις μας είναι τελικά μια ανταλλαγή με όρους «κόστους – ανταμοιβής» που δεν μας είναι τόσο συνειδητοί;


Υπάρχει άραγε κάποια «αγορά» σχέσεων εκεί έξω, όπου εμείς οι άνθρωποι μπορούμε να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας για αλληλεπίδραση, για οικειότητα, για να «αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε»;

Η θεωρία της κοινωνικής ανταλλαγής αποτελεί, κατά μια έννοια, μέλος της διευρυμένης οικογένειας των συμπεριφοριστικών θεωριών, αλλά ως προσέγγιση της μελέτης των διαπροσωπικών σχέσεων ενσωματώνει παράλληλα και την έννοια της αλληλεπίδρασης.

banner1

Επιπλέον, ασχολείται άμεσα με τις στενές σχέσεις. Σε μια πρόσφατη επέκταση, η κοινωνική ανταλλαγή αποτυπώνει αδρά πώς η δομή των διαφόρων τύπων κοινωνικών καταστάσεων μπορεί να επιδράσει στις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και στα κοινωνικά αποτελέσματα των ατόμων (Kelley et al., 2003).

Υπάρχουν τουλάχιστον δύο άνθρωποι σε μια κοινωνική σχέση και, όπως υποδηλώνει και το όνομά της, η θεωρία αυτή ασχολείται με το πώς αυτοί οι άνθρωποι ανταλλάσουν ανταμοιβές. Ο κοινωνιολόγος Homans (1961) το έκανε ξεκάθαρο ότι διασκεύαζε ένα προσχέδιο από τη συντελεστική ψυχολογία του Skinner. Ως μοντέλο συμπεριφοράς, εισάγει διάφορες οικονομικές έννοιες, παντρεμένες με συμπεριφορισμό, για να ερμηνεύσει τις διαπροσωπικές σχέσεις.

Ο βαθμός στον οποίο συμπαθούμε κάποιον άλλο καθορίζεται από την αναλογία κόστους – ανταμοιβής: Τι θα μου κοστίσει να πάρω μια θετική ανταμοιβή από αυτό το άτομο; Η θεωρία της κοινωνικής ανταλλαγής, ωστόσο, κάνει ένα επιπρόσθετο βήμα υποστηρίζοντας ότι τα αποτελέσματα για τους δύο συμμετέχοντες καθορίζονται από κοινού από τις πράξεις τους.

Αν και οι συνέπειες μπορεί να μην είναι δραματικές, η διαδικασία αποτελεί μια συνεχή καθημερινή δραστηριότητα. Επιδιώκουμε να αποκτήσουμε, να διατηρήσουμε ή να ανταλλάξουμε πράγματα αξίας με άλλα ανθρώπινα όντα. Διαπραγματευόμαστε αναφορικά με το τι είμαστε προετοιμασμένοι να δώσουμε σαν αντάλλαγμα για αυτό που θα μας δώσουν.

Κάποιες ανταλλαγές είναι σύντομες και ίσως και ρηχές ως προς το νόημά τους, ενώ άλλες είναι συνεχιζόμενες και μακροχρόνιες και ίσως και εξαιρετικά σημαντικές. Σε όλες τις περιπτώσεις, αποκομίζουμε αποτελέσματα ή κέρδη που εξαρτώνται από το τι κάνουν οι άλλοι.

Με την πάροδο του χρόνου, προσπαθούμε να διαμορφώσουμε έναν τρόπο αλληλεπίδρασης που να είναι ορθολογικός και να έχει αμοιβαία οφέλη. Η κοινωνική ανταλλαγή είναι ένα είδος σχέσεις τύπου πάρε-δώσε μεταξύ ανθρώπων και οι σχέσεις αποτελούν παραδείγματα επιχειρηματικών συναλλαγών. Επομένως, μήπως αυτή η προσέγγιση είναι κάπως «στεγνή» όσον αφορά τη μελέτη σημαντικών σχέσεων; Αν είναι έτσι, οι υπέρμαχοί της υποστηρίζουν ότι είναι μολαταύτα έγκυρη.

Τα έξι είδη ανταμοιβών

Σε πιο ευρύ επίπεδο, οι Foa και Foa (1975) διακρίνουν έξι είδη ανταμοιβών, καθεμιά από τις οποίες ενέχει μια ανταλλαγή πόρων: αγαθά, πληροφορίες, αγάπη, χρήματα, υπηρεσίες και status.

Κάθε ανταμοιβή μπορεί να έχει μια διάσταση ειδική ως προς την περίπτωση, έτσι ώστε η αξία της να εξαρτάται από το ποιος δίνει την ανταμοιβή. Έτσι, μία αγκαλιά (μια συγκεκριμένη περίπτωση «αγάπης») θα θεωρεί μεγαλύτερης αξίας αν προέρχεται από ένα ξεχωριστό άτομο.

Η στρατηγική minimax

Κάθε ανταμοιβή έχει επίσης μία διάσταση σαφήνειας ώστε να είναι πιο απτή, όπως προφανώς είναι τα χρήματα. Υπάρχει επίσης κόστος σε μια σχέση, όπως ο χρόνος που χρειάζεται για να τη συντηρήσει κανείς ή το γεγονός ότι οι φίλοι μας μπορεί να μην την επιδοκιμάζουν. Επειδή οι πόροι ανταλλάσονται με ένα σύντροφο, προσπαθούμε να χρησιμοποιούμε μια στρατηγική minimax: προσπαθούμε, δηλαδή, να ελαχιστοποιήσουμε το κόστος και να μεγιστοποιήσουμε τις ανταμοιβές, αν και μπορεί να μην το συνειδητοποιούμε και πιθανώς θα φέρναμε αντίρρηση στην ιδέα ότι το κάνουμε.

Η κοινωνική ψυχολογία των ομάδων των Thibaut και Kelley (1959) ήταν ένα θεμελιώδες έργο στο οποίο βασίζεται ένα μεγάλο μέρος της μετέπειτα έρευνας. Σε αυτό υποστήριξαν ότι πρέπει να κατανοήσουμε τη δομή μιας σχέσης για να ασχοληθούμε με τη συμπεριφορά που εκδηλώνεται, καθώς είναι αυτή η δομή που προσδιορίζει τις διαθέσιμες ανταμοιβές και τιμωρίες.

Μια απόρροια της στρατηγικής minimax είναι ότι μια σχέση δεν είναι ικανοποιητική όταν το κόστος υπερβαίνει τις ανταμοιβές. Στην πράξη, οι άνθρωποι ανταλλάσουν πόρους ο ένας με τον άλλο με την ελπίδα ότι θα έχουν κάποιο κέρδος δηλαδή, ότι οι ανταμοιβές θα ξεπερνούν το κόστος. Αυτός είναι ένα καινοτόμος τρόπος να οριστεί μια «καλή σχέση».

To επίπεδο σύγκρισης

Μια τελευταία σημαντική έννοια στη θεωρία της κοινωνικής ανταλλαγής είναι το επίπεδο σύγκρισης (Comparison Level – CL) του κάθε ατόμου – ένα πρότυπο με βάση το οποίο κρίνονται όλες οι σχέσεις ενός ατόμου. Τα επίπεδα σύγκρισης των ανθρώπων είναι ένα προϊόν των παρελθοντικών εμπειριών τους με άλλα άτομα σε παρόμοιες ανταλλαγές. Αν το αποτέλεσμα στην παρούσα ανταλλαγή είναι θετικό (δηλαδή, το κέρδος ενός ατόμου υπερβαίνει το επίπεδο σύγκρισης που έχει αναπτύξει), η σχέση θα προσληφθεί ως ικανοποιητική και το άλλο άτομο θα φανεί ελκυστικό.

Ωστόσο, επέρχεται έλλειψη ικανοποίησης αν το τελικό αποτέλεσμα είναι αρνητικό (δηλαδή, αν το κέρδος είναι χαμηλότερο του CL). Ευτυχώς, είναι δυνατό και για τα δύο άτομα σε μια σχέση να έχουν κέρδος και να άρα να αντλούν ικανοποίηση. Η έννοια του CL βοηθά στην ερμηνεία των λόγων για τους οποίους κάποιες σχέσεις μπορεί να είναι αποδεκτές σε κάποιες χρονικές στιγμές αλλά όχι σε άλλες.

Ένα καίριο χαρακτηριστικό της θεωρίας ανταλλαγής είναι ότι ερμηνεύει τις διάφορες παραλλαγές στις σχέσεις:

  • Διαφορές μεταξύ ατόμων ως προς το πώς αντιλαμβάνονται τις ανταμοιβές και το κόστος (κάποιος μπορεί να θεωρεί ότι το να δέχεται συμβουλές από τον/τη σύντροφο του χωρίς να τις έχει ζητήσει αποτελεί ανταμοιβή, ενώ κάποιος άλλος μπορεί να πιστεύει το αντίθετο)
  • Διαφορές εντός του ατόμου με βάση διαφορετικά CL, που αλλάζουν τόσο με την πάροδο του χρόνου όσο και από πλαίσιο σε πλαίσιο (π.χ. μου αρέσει η συντροφικότητα, αλλά προτιμώ να ψωνίζω ρούχα μόνος μου).

Το ενδιαφέρον για τις εφαρμογές της θεωρίας της κοινωνικής ανταλλαγής έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Για παράδειγμα, η Rusbult προσδιόρισε την έννοια της επένδυσης ώστε να συμπεριλαμβάνει πώς οι ανταμοιβές, το κόστος και τα διάφορα CL είναι αλληλένδετα με την ικανοποίηση από τη σχέση και τη δέσμευση σε αυτήν. Μια μετα-ανάλυση από τους Le και Agnew (2003) ανασκόπησε περισσότερες από πενήντα μελέτες που βασίζονται στην επένδυση για να δείξει ότι ο κλονισμός της σχέσης σχετίζεται ισχυρά με την έλλειψη δέσμευσης.

Τέλος, η αρχική θεωρία της κοινωνικής ανταλλαγής των Kelley και Thibaut έχει επεκταθεί σε μια πιο γενική θεωρία αλληλεξάρτησης. Η τελευταία δίνει έμφαση στην ιδέα ότι οι σύντροφοι σε μια μακροχρόνια σχέση σταδιακά γίνονται αμοιβαία αλληλεξαρτώμενοι, ικανοποιώντας ο ένας τις ανάγκες του άλλου στα πλαίσια της σχέσης. Η ευρύτερη θεωρία προτίθεται επίσης να συνεισφέρει στην κατανόηση των διομαδικών σχέσεων και των λόγων για τους οποίους οι άνθρωποι συμπεριφέρονται φιλο-κοινωνικά.


Απόσπασμα από το βιβλίο: Κοινωνική Ψυχολογία, Hogg Michael, Vaughan Graham, Gutenberg, Αθήνα 2010
Επιμέλεια: Λίλιαν Θάνου, Ψυχολόγος

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Παρακολούθηση σχολίων
Ειδοποίηση για
0 Σχόλια
Νεότερο
Το πιο παλιό Περισσότεροι ψήφοι
Inline Feedbacks
Δείτε όλα τα σχόλια