Η γήρανση είναι ένα αναπόφευκτο φυσιολογικό φαινόμενο για κάθε ζωντανό οργανισμό.
Η ανθρωπότητα από τα πρώιμα κιόλας χρόνια πολιτισμού, αγωνιωδώς αναζήτησε να βρει απαντήσεις τόσο στο φαινόμενο της γήρανσης όσο και του θανάτου, αναπτύσσοντας ποικίλες φιλοσοφικές και θρησκευτικές θεωρίες, ενώ πλήθη επιστημόνων, αλλά και αλχημιστών, ασχολήθηκαν διακαώς με την ανεύρεση του “ελιξήριου της ζωής”. Σήμερα το φαινόμενο της γήρανσης απασχολεί ολόκληρη την κοινωνία και αντιμετωπίζεται πολυσύνθετα από διάφορους επιστημονικούς κλάδους (βιοϊατρικές, κοινωνιολογικές και οικονομικές επιστήμες). Οι βιοϊατρικές επιστήμες στοχεύουν στην κατανόηση των βιολογικών αιτιών της γήρανσης και εάν αυτές σχετίζονται με γενετικούς παράγοντες ή/και με το περιβάλλον. Οι κοινωνιολογικές επιστήμες από την πλευρά τους προσπαθούν να κατανοήσουν αλλά και να δώσουν λύσεις στα καθημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι της “τρίτης ηλικίας’. Τέλος, οι οικονομικές επιστήμες αλλά και η ίδια η Πολιτεία καλούνται να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές επιπτώσεις της ολοένα αυξανόμενης διάρκειας ζωής.
Πολιτισμός
Ένα από τα κριτήρια του πολιτισμού μιας κοινωνίας θεωρείται ο βαθμός μέριμνας προς τα ηλικιωμένα μέλη της. Καταρχήν είναι αναγκαίο να δοθεί μια σύντομη διευκρίνιση για τον τίτλο της ομιλίας, μια και σε ορισμένα φυλλάδια που κυκλοφόρησαν αναφέρεται λανθασμένα ως «”Τρίτη ηλικία”. Πολιτικές και κοινωνικές ιδιοτυπίες του παρόντος και του μέλλοντος». Η παραδρομή όμως είναι ενδιαφέρουσα και οδηγεί σε δυο παρατηρήσεις. Η πρώτη, οι κοινωνικές και πολιτιστικές ιδιοτυπίες δεν παύουν να είναι και πολιτικές ή καλύτερα οι κοινωνικο-πολιτιστικές επιλογές προϋποθέτουν ένα πολιτικό πλαίσιο και πραγματώνονται χάρη σ’ αυτό, ωστόσο αυτή η παρουσίαση επικεντρώνεται στις κοινωνικές και πολιτιστικές διαστάσεις της “τρίτης ηλικίας”. Η δεύτερη, η κοινωνικο-πολιτιστική θεώρηση αποτελεί έναν από τους σχετικά αυτόνομους τρόπους ανάλυσης της τρίτης ηλικίας δηλαδή διατείνεται ότι φωτίζει την “τρίτη ηλικία” με το δικό της ξεχωριστό τρόπο.
Μέχρι τώρα σ’ αυτό τον κύκλο εισηγήσεων οι προηγούμενοι ομιλητές προσέγγισαν το θέμα, αρχικά, από βιολογική σκοπιά, δηλαδή το πώς οι βιολόγοι προσπαθούν να μελετήσουν το υπόστρωμα του γήρατος, να κατανοήσουν τους βιολογικούς και φυσικοχημικούς μηχανισμούς που οδηγούν στο μοιραίο φαινόμενο της γήρανσης (1). Στη συνέχεια, από οικονομική καθώς οι οικονομολόγοι προσπαθούν να σταθμίσουν τις επιπτώσεις του γήρατος στη λειτουργία της οικονομίας (2). Τέλος, είναι γνωστό πλέον ότι στο χώρο των ιατρικών επιστημών, περιοχές γνώσης και πρακτικής έχουν αναδυθεί με τις ονομασίες γηριατρική ή/και γεροντολογία.
Η προσέγγιση που θα ακολουθήσει και που στοχεύει να αναλύσει την τρίτη ηλικία ως κοινωνικό και πολιτιστικό φαινόμενο, συνίσταται στη διατύπωση ερωτημάτων ορισμένης υφής και στην αναζήτηση πιθανών απαντήσεων σε αυτά τα ερωτήματα. Οι κοινωνικές επιστήμες διατείνονται ότι τα ερωτήματα αυτά διατυπώνονται στο όνομα της αυτονομίας και αυτοτέλειάς τους και ότι αυτά αποτελούν ένα μέρος των δυνατών ερωτημάτων γύρω από την “τρίτη ηλικία”. Η προαναφερόμενη αυτονομία/αυτοτέλεια είναι αναμφίβολα σχετική και το νόημα της σχετίζεται με την αυτονομία/αυτοτέλεια και των άλλων επιστημονικών περιοχών (π.χ. ιατρικών, βιολογικών, πολιτικών, οικονομικών). Ποια μπορεί όμως να είναι αυτά τα ερωτήματα;
Το πρώτο, και ίσως το βασικότερο, σχετίζεται με τις αιτίες για τις οποίες το ζήτημα της τρίτης ηλικίας απέκτησε κεντρική και σημαίνουσα θέση. Καθώς τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι συζητήσεις για την “τρίτη ηλικία”, τα ακόλουθα ερωτήματα προκύπτουν σχεδόν αυτονόητα. Από πότε ο διάλογος γίνεται πιο συστηματικός (5); Πώς μιλάμε για την τρίτη ηλικία; Με ποιους όρους, Με ποιες έννοιες; Ποια σχήματα ανάλυσης; Ποια ρητορική επιστρατεύουμε για να αναφερθούμε στην “τρίτη ηλικία”; Τέλος, καθώς τα άτομα ζουν, μιλούν, δρουν στο όνομα των ηλικιωμένων ατόμων “κατασκευάζουν” ένα τόπο, μια κατάσταση δυναμικά εξελισσόμενη: την “τρίτη ηλικία”. Ποιοι μηχανισμοί εντέλει επιτρέπουν αυτή την μορφοποίηση;
Με ποια άλλα ζητήματα – θέματα η “τρίτη ηλικία” συσχετίζεται για να δημιουργηθούν γαλαξίες νοημάτων; Ίσως, τα προηγούμενα ερωτήματα να δίνουν την εντύπωση ότι είναι αφηρημένα και θεωρητικά, ωστόσο όπως θα φανεί στη συνέχεια, μπορούν να μεταφραστούν σε άμεσα και χειροπιαστά συμβάντα και προβλήματα. Τα ίδια ερωτήματα αποτελούν βέβαια, τη βάση και την προοπτική μιας κοινωνικο-πολιτιστικής προσέγγισης και ως τέτοια φιλοδοξεί να συμβάλει στην πιο πλήρη κατανόηση της “τρίτης ηλικίας”.
Πτυχές και ανακατατάξεις
Οριοθέτηση
Πριν έναν αιώνα το να είναι κανείς 40 χρονών, ήταν ήδη “γέρος”. Επίσης η Ευρώπη χαρακτηρίζεται “γηραιά ήπειρος” για να τονιστεί η διαφορά με την αμερικάνικη, το “νέο κόσμο” εδώ βέβαια οι ηλικίες υπολογίζονται με τους αιώνες. Ωστόσο σήμερα η Ευρώπη αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα γήρανσης του πληθυσμού της. Έτσι η έκφραση “γηραιά ήπειρος” μπορεί να διαβαστεί σε δύο επίπεδα: ιστορικό και πραγματολογικό.
Αν ήταν δυνατόν να γυρίσουμε πίσω στο χρόνο και επισκεπτόμαστε ένα νεκροταφείο τον 18ο ή τον 19ο αιώνα στην Ευρώπη, θα βλέπαμε στους τάφους όλες τις ηλικίες ενώ σ’ ένα σύγχρονο νεκροταφείο θα παρατηρούσε κανείς την επικράτηση των μεγάλων ηλικιών. Σε όλες τις κοινωνίες υπήρχαν άτομα (συνήθως λίγα) που ξεπερνούσαν ηλικιακά το μέσο όρο ζωής και ήταν οι “ηλικιωμένοι”, οι “γέροντες”. Για να υπάρξει όμως η “τρίτη ηλικία” θα έπρεπε να συμβούν μια σειρά γεγονότων όπως οι κατακτήσεις της Δημόσιας Υγείας, η αποτελεσματικότητα της ιατρικής επιστήμης και πρακτικής, η οικονομική ανάπτυξη, τα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλισης ώστε οι κοινωνίες να δημιουργήσουν μια νέα νοητική κατηγορία και ονοματίσουν έναν ειδικό τρόπο υπόστασης μέσα στην κοινωνία. Η “τρίτη ηλικία” αναφέρεται σε αυτή τη νέα κοινωνική ομάδα, αυτή τη νέα κατάσταση (1). Κάτι ανάλογο ισχύει για την “παιδική ηλικία” και την “εφηβεία”, που αναδύθηκαν ως κατηγορίες στους τελευταίους αιώνες. Βέβαια σε όλες τις κοινωνίες υπάρχουν παιδιά και έφηβοι, αλλά μόνο οι σύγχρονες κοινωνίες διακρίνουν και κατονομάζουν την ειδική κοινωνική κατάσταση – υπόσταση με τους όρους “παιδική ηλικία” ή “εφηβεία”.
Η ανάδυση της “τρίτης ηλικίας” ως κατάστασης και ως συμβολικής τάξης αποτελεί ένδειξη και απόδειξη το πώς οι σύγχρονες κοινωνίες συλλαμβάνουν και αντιλαμβάνονται τα συστατικά τους στοιχεία, πώς διακρίνει τις φάσεις στη ζωή των μελών της και πώς τους διανέμει υποχρεώσεις και δικαιώματα. Είναι σχεδόν μοιραίο να γίνεται, ήδη, συζήτηση για την “τέταρτη ηλικία” καθώς αυξάνουν τα άτομα που ξεπερνούν τα ογδόντα χρόνια.
Πολιτιστική υποβάθμιση
Θα μπορούσαμε να χωρίσουμε τις κοινωνίες σε “κρύες” και “ζεστές” με κριτήριο, αν οι κοινωνίες είναι η όχι στραμμένες προς τη μεταβολή. Οι παραδοσιακές κοινωνίες, οι κοινωνίες χωρίς γραφή ήταν προσαρμοσμένες στην αναπαραγωγή των δομών, των σχημάτων, και των προτύπων. Στο ερώτημα “γιατί οι άνθρωποι ζουν στις κοινωνίες τη σύντομη ζωή τους”, η απάντηση σε αυτές τις κοινωνίες της συνέχειας ήταν να “δώσουμε στα παιδιά μας αυτό που μας έδωσαν οι γονείς μας”. Ενώ στις σύγχρονες κοινωνίες το ερώτημα απαντιέται διαφορετικά: “να δημιουργήσουμε ένα διαφορετικό μέλλον, καταρχήν και πιθανά καλύτερο από αυτό που μας έδωσαν οι γονείς μας”, οι κοινωνίες της προόδου, της συσσώρευσης, οι “ζεστές” κοινωνίες είναι στραμμένες στην καινοτομία (4). Στην πρώτη περίπτωση, η “τρίτη ηλικία” αποτελεί το θεματοφύλακα, την αναφορά και το πρότυπο, ενώ στη δεύτερη ο ρόλος της συρρικνώνεται καθώς η “τρίτη ηλικία” θεωρείται ως όριο για ξεπέρασμα και όχι μια “σίγουρη” αξία. Διαπιστώνεται ότι όχι μόνο αναδύεται μια νέα ομάδα και ένας όρος “η τρίτη ηλικία” αλλά και η κοινωνική και πολιτιστική υπόσταση της αποκτάει ειδικό νόημα σε σχέση με το συνολικό κοινωνικο-πολιτιστικό γίγνεσθαι της κοινωνίας, της οποίας αποτελεί στοιχείο και κατάσταση. Διαπιστώνεται επίσης ότι απο τις “κρύες” στις “ζεστές” κοινωνίες η “τρίτη ηλικία” κερδίζει σε ποσότητα και σε ακρίβεια ως προς την οριοθέτηση της αλλά χάνει σε εμβέλεια σχετικά με το ρόλο της και τη συμβολική της επιρροή.
Όρια και διαφορές
Η στατιστική δείχνει ότι στα τελευταία χρόνια υπάρχει σημαντική αύξηση των ανθρώπων με ηλικία πάνω από τα εξήντα χρόνια και όλες οι προβλέψεις συγκλίνουν ότι η τάση αυτή θα συνεχιστεί. Αλλά τίθενται δύο ερωτήματα: Πώς ορίζονται οι ηλικίες ώστε να διακριθούν η τρίτη ή και η τέταρτη ηλικία; Έχουμε δικαίωμα να αναφερόμαστε στην “τρίτη ηλικία” ως κοινωνική ομάδα ; Καταρχήν το πρώτο όριο έρχεται από την ηλικία σύνταξης που είναι ένας αριθμός που προκύπτει με κριτήρια θεσμικά και οικονομικά. Τα όρια αυτά βρίσκονται σήμερα στο επίκεντρο των συζητήσεων και πολεμικής σε σχέση με τη μεταρρύθμιση της κοινωνικής πολιτικής. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ μέχρι πριν μερικά χρόνια η νόμιμη ηλικία για τη σύνταξη ήταν για παράδειγμα (Γαλλία 60, Βέλγιο 65, Γερμανία 63, Ισπανία 65, Ιαπωνία 55 γυναίκες 60 άντρες (μισθωτούς), 60 και 65 αντίστοιχα για τους μη μισθωτούς). Έτσι η “τρίτη ηλικία” είναι μια κοινωνική ομάδα που η οριοθέτηση της προκύπτει ύστερα από μια πολύπλοκη κοινωνική διεργασία, όπου υπεισέρχεται μια πληθώρα ετερογενών κριτηρίων (βιολογικά, φυσιολογικά, οικονομικά, θεσμικά, πολιτικά).
Πέρα όμως από το γεγονός, ότι τα όρια δεν είναι καθορισμένα αλλά είναι αποτελέσματα περιορισμών και διαπραγματεύσεων στο εσωτερικό της ομάδας, παρατηρούνται σημαντικές διαφορές και ανισότητες. Ωστόσο, αν συγκριθεί η “τρίτη ηλικία” στο σύνολο της ως προς τον τρόπο ύπαρξης της τον 19ο και τον 20ο αιώνα, οι βελτιώσεις είναι σαφείς και σημαντικές, αν όχι εκπληκτικές. Για παράδειγμα η μιζέρια και η ανία που ήταν κυρίαρχα γνωρίσματα της “τρίτης ηλικίας” του προηγούμενου αιώνα είναι πιο ελέγξιμα σήμερα κι οπωσδήποτε η συνολική υποστήριξη της “τρίτης ηλικίας” είναι ασύγκριτα πιο συστηματική, πλήρης και γενικευμένη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν θύλακες όπου η μιζέρια και η ανία έχουν εξαλειφθεί ή ότι δεν υπάρχουν σοβαρά περιθώρια βελτίωσης των συνθηκών ζωής των ηλικιωμένων. Εξάλλου η κρίση του κράτους πρόνοιας θέτει νέους περιορισμούς στη στήριξη της “τρίτης ηλικίας”. Η γενική εικόνα δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ισχύει με τον ίδιο τρόπο για όλα τα μέλη της ομάδας. Για παράδειγμα στον τομέα της υγείας οι διαφορές και οι ανισότητες είναι πολύ μεγάλες: μερικά άτομα (ηλικίας 65-85) θα περάσουν τη ζωή τους σε νοσοκομεία, σε ιδρύματα και θα ζήσουν δύσκολες και “γκρίζες καταστάσεις” ενώ μερικά άλλα θα περάσουν ίσως τα καλύτερα τους χρόνια και οι συνθήκες διαβίωσης τους ίσως να είναι οι καλύτερες από κάθε άλλη κοινωνική ομάδα. (Η αναφορά αυτή γίνεται βέβαια για τις τεχνολογικά και οικονομικά προηγμένες κοινωνίες).
Θα ήταν δυνατόν να παρατεθούν κι άλλες διαφοροποιήσεις και ανισότητες μεταξύ των μελών της κοινωνικής ομάδας (τρίτη ηλικία) – για παράδειγμα, η διάρκεια της επιβίωσης σε σχέση με το επάγγελμα, την κατοικία, τις πιθανότητες αυτοκινητιστικού ατυχήματος, τους οικονομικούς πόρους. Ωστόσο ο στόχος εδώ είναι να φανεί η υφή της ομάδας αυτής, δηλαδή το ευμετάβλητο των ορίων της καθώς και η ύπαρξη διαφορών και ανισοτήτων στο εσωτερικό της. Γεγονός που οδηγεί και στο ερώτημα, σε ποιο βαθμό είναι επιστημονικά έγκυρο να χρησιμοποιούμε τους όρους “τρίτη ηλικία ή και κοινωνική ομάδα”;
Τρόπος ζωής
Ποιος είναι όμως, ο τρόπος ζωής των σύγχρονων ηλικιωμένων; Θα παρατεθούν μια σειρά από ενδείξεις όπου διαφαίνεται ότι η ζωή τους έχει αλλάξει ή τουλάχιστον η “τρίτη ηλικία” διεκδικεί και αναζητεί ένα τρόπο όχι μόνο επιβίωσης αλλά ζωής με νόημα, δραστηριότητες και ικανοποιήσεις.
Οικονομικός πρωταγωνιστής
Η “τρίτη ηλικία” αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα οικονομικά ομάδα κι αυτό διαπιστώνεται από τα ακόλουθα στοιχεία:
(i) Η “τρίτη ηλικία”, μολονότι τα έσοδα τους είναι μικρότερα από αυτά που είχαν όταν ήταν στην ενεργό δράση, διαθέτει αγοραστική δύναμη πάνω από το μέσο όρο του ενεργού πληθυσμού.
(ii) Τα ποσά που εισπράττει είναι μεγαλύτερα από αυτά που εισέπραττε όταν είχε ηλικία τριάντα χρόνων.
(iii) Τα χρήματα αυτά έρχονται με κανονικό ρυθμό και δεν υπάρχει (ακόμη) η αγωνία της ανεργίας.
(iν) Συνήθως τα παιδιά των ηλικιωμένων έχουν ήδη γίνει ενήλικοι και έτσι δεν βαρύνουν τους γονείς τους.
(ν) Η “τρίτη ηλικία” δεν είναι υποχρεωμένη να κάνει οικονομίες και οι επενδύσεις για ακίνητα και αγορές οικιακής υποδομής είναι λιγότερο συχνές.
Σε αυτό το πνεύμα, η “τρίτη ηλικία” αποτελεί έναν κύριο πρωταγωνιστή στην οικονομική ζωή, καταναλωτές στους τομείς: υγεία, διατροφή, ψυχαγωγία – ταξίδια ή ως ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας και χρηματικών τίτλων. Η προηγούμενη εικόνα προκύπτει από μια στατιστική επεξεργασία και κρύβει βέβαια τις τεράστιες διαφορές μεταξύ των ηλικιωμένων και την τραγική κατάσταση ορισμένων μελών της ομάδας αυτής.
Η επιβράδυνση
Η παραδοσιακή εικόνα του ηλικιωμένου που περνάει το χρόνο του στο καφενείο ή στην τηλεόραση αρχίζει να αλλάζει αισθητά. Πολλοί ηλικιωμένοι γίνονται μέλη συλλόγων, σωματείων, ΚΑΠΗ, αναζητούν δραστηριότητες στην κοινότητα, στον εθελοντισμό (8). Παράλληλα ενστερνίζονται τα διδάγματα της πρόληψης για την επιβράδυνση των συνεπειών του γήρατος. Σ’ αυτό το πνεύμα, επιδίδονται σε αθλητικές δραστηριότητες (ελαφράς μορφής οπωσδήποτε, όπως περπάτημα), αλλάζουν τις διατροφικές συνήθειες και γίνονται πιο προσεκτικοί στο κάπνισμα και στην κατανάλωση αλκοόλ. Και σε πολύ μικρό βαθμό, αλλά κι αυτό είναι ενδεικτικό, οι ηλικιωμένοι εγγράφονται σε πανεπιστήμια ή σε αντίστοιχα εκπαιδευτικά τμήματα για την “τρίτη ηλικία”. Τέλος ένα άλλο τμήμα αυτού του πληθυσμού ασχολείται με εργασίες του σπιτιού (π.χ. μικρο-επισκευές, κήποι) δημιουργώντας έτσι μια παράλληλη οικονομία. Η τάση αυτή και το γεγονός ότι δημιουργήθηκε και η υπόσταση των προ-συνταξιούχων οδηγεί σε νέα υποκατηγορία της “τρίτης ηλικίας”, τους “νέους ηλικιωμένους”. Δηλαδή μια ομάδα που φρόντισε και φροντίζει να διατηρήσει ικανότητες και δυνατότητες (σωματικές και διανοητικές) ώστε να είναι δρων υποκείμενο – π.χ. να έχει ένα επάγγελμα (χωρίς αμοιβή) που τον καθιστά όμως χρήσιμο για την κοινότητα. Η επιλογή είναι κρίσιμη για την ψυχολογική κατάσταση του ηλικιωμένου ατόμου γιατί του επιτρέπει να έχει μια ενεργή θέση στην κοινότητα, να δημιουργεί σχέσεις με το περιβάλλον του και να δίνει ένα επιπλέον νόημα σ’ αυτή τη φάση της ζωής του.
Προνόμιο
Η “τρίτη ηλικία” διαθέτει ελεύθερο χρόνο, στοιχείο που την καθιστά σχεδόν “προνομιούχο” καθώς στις σύγχρονες κοινωνίες ο χρόνος και ο τρόπος εργασίας γίνεται όλο και πιο προγραμματισμένος, οργανωμένος και αποσπασματικός. Επίσης ο ρυθμός των μεταβολών γίνεται όλο και πιο έντονος, με αποτέλεσμα η χρονικότητα να βιώνεται ως γραμμική, μονοδιάστατη, συσσωρευτική και αναπόφευκτη. Η “τρίτη ηλικία” όντας εκτός της παραγωγής ζει μιαν άλλη χρονικότητα, που είναι σχεδόν το “υπέρτατο αγαθό” για αυτούς που εμπλέκονται στις παραγωγικές διαδικασίες. Ο χρόνος αυτός μπορεί να είναι ένα πολύτιμο “στρατηγικό όπλο” στο πλαίσιο της οικογένειας ή της κοινότητας. Για παράδειγμα ο χρόνος που μπορεί να δοθεί στα άλλα μέλη της οικογένειας από τους ηλικιωμένους αποτελεί μια κρίσιμη συνεισφορά στη λειτουργικότητα των οικογενειών. Δεδομένου ότι οι σύγχρονες κοινωνίες τείνουν να διαπραγματεύονται και να οργανώνονται σύμφωνα με τους διαθέσιμους πόρους (χρήματα, χρόνος, συναισθήματα, πολιτιστικό κεφάλαιο), η “τρίτη ηλικία” μπορεί να προσφέρει και χρόνο και συναισθηματική βοήθεια. Έτσι ο ελεύθερος χρόνος δεν είναι μόνο μια προσωπική δυνατότητα αλλά και μέσο δημιουργίας κοινωνικών δεσμών. Από έρευνες η λέξη “σύνταξη’’ τη συνδυάζεται με οικογένεια (80%), ταξίδια (75%), ελευθερία (74%) τηλεόραση, έξοδοι, θεάματα (62%), συμμετοχή σε σωματεία (51%), ψάρεμα και κυνήγι (39%).
Σεξουαλικότητα
Ο χώρος της σεξουαλικότητας είναι το πεδίο που η “τρίτη ηλικία” δεν έχει κατορθώσει να επιτύχει ουσιαστική αλλαγή. Όλες οι έρευνες δείχνουν ότι η σεξουαλική τους ζωή είναι περιορισμένη, 65% πάνω από 70 χρονών δηλώνουν ότι δεν έχουν σεξουαλικές σχέσεις και μόνο 12% ότι έχουν. Ψυχολογικοί και πολιτιστικοί λόγοι και όχι φυσιολογικοί ή βιολογικοί εξηγούν την κατάσταση αυτή. Στις δυτικές κοινωνίες η “σεξουαλικότητα” συνδέεται ακόμη με τη νεότητα, την ομορφιά. Σε αυτό το πνεύμα η “τρίτη ηλικία” διεκδικώντας το δικαίωμα στη σεξουαλική ζωή θα πρέπει να μεταβάλει σειρά πρακτικές και νοοτροπίες.
Σχέσεις με τις άλλες γενιές
Η αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης έχει δημιουργήσει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα κοινωνική κατάσταση καθώς τρεις και τέσσερις γενεές συνυπάρχουν στην ίδια οικογένεια. Αυτό δημιουργεί ένα ειδικό πρόβλημα καθώς οι ηλικιωμένοι μπορεί να αποτελέσουν ένα μεγάλο βάρος, όταν αυτοί έχουν ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας ή έχουν χάσει την αυτονομία τους. Από την άλλη πλευρά οι αποστάσεις στους τρόπους ζωής μεταξύ των γενεών δεν είναι μικρές.
Νέοι και οικογένεια
Παρακάτω εκτίθενται ορισμένες απόψεις για τους ηλικιωμένους.
Σημειώστε τις τρεις που θεωρείτε περισσότερο σωστές.
1. Οι ηλικιωμένοι δεν καταλαβαίνουν πόσα πράγματα άλλαξαν στην κοινωνία.
2. Δεν καταλαβαίνουν τι αρέσει στους νέους.
3. Η γενιά μου δεν θα έπρεπε να πληρώνει συντάξεις των ηλικιωμένων.
4. Η γενιά μου έχει ευθύνη απέναντι στους ηλικιωμένους.
5. Δεν υπάρχει πρόβλημα με τους ηλικιωμένους.
6. Δεν θα άφηνα τους γονείς μου να ζήσουν σε οίκο ευγηρίας.
7. Δεν θα ήθελα να φροντίζω τους ηλικιωμένους της οικογένειας.
8. Είναι ευθύνη του κράτους να το κάνει.
9. Οι ηλικιωμένοι θα έπρεπε να μένουν το περισσότερο δυνατό ενεργοί.
10. Δεν θα έπρεπε οι ηλικιωμένοι να διατηρούνται στη ζωή με φάρμακα.
11. Οι ηλικιωμένοι θα έπρεπε να βοηθούν και να ενδιαφέρονται περισσότερο για τους νέους.
Περισσότερο από κάθε άλλο νέο της Ευρώπης (54,6%) οι Έλληνες απαντούν ότι δεν θα άφηναν τους γονείς τους να ζήσουν σε οίκο ευγηρίας. Γενικότερα οι νέοι της Ευρώπης αντιμετωπίζουν τους ηλικιωμένους συνανθρώπους τους με την εύλογη διαφοροποίηση στον τρόπο σκέψης και αντιμετώπισης της ζωής, που παραδοσιακά υφίσταται ανάμεσα στους νέους και τους ηλικιωμένους κάθε εποχής.
Αυτή η δεδηλωμένη διαφορά στις αντιλήψεις – το 38,8% των νέων θεωρεί ότι οι ηλικιωμένοι δεν καταλαβαίνουν τις αλλαγές στην κοινωνία – δεν εμποδίζει τους σημερινούς νέους να επιδεικνύουν υψηλό αίσθημα ευθύνης απέναντι στις ανάγκες των ανθρώπων της “τρίτης ηλικίας”. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 35,9% των νέων δεν θα άφηνε ποτέ γονείς και συγγενείς σε κάποιο οίκο ευγηρίας, ενώ το 34,6% νιώθει ότι η νέα γενιά έχει ευθύνες απέναντι στους ηλικιωμένους.
Αντίθετα μόλις το 5,8% των νέων πιστεύει ότι δεν έχουν καμία υποχρέωση να πληρώνουν για τις συντάξεις των ηλικιωμένων. Το 21,3% δηλώνει ότι οι κρατικοί φορείς πρέπει να επωμισθούν την ευθύνη για τους ηλικιωμένους.
Από την άλλη, μια σημαντική μερίδα των νέων (28%) πιστεύει ότι, έστω κι αν τα χρόνια περνούν, ο άνθρωπος δεν θα πρέπει να εγκαταλείπει τον εαυτό του και την προσπάθεια για μια αξιοπρεπή ζωή. Ένα μικρό ποσοστό νέων (5,3%) έχει βγάλει από το μυαλό του την ιδέα να φροντίσει ένα συγγενή (πρωτίστως τους γονείς) όταν θα χρειαστεί, λόγω γηρατειών.
Επίσης ένα σημαντικό ποσοστό (10,3%) θεωρεί ότι η ζωή των ηλικιωμένων δεν θα πρέπει να επιμηκύνεται με τη βοήθεια της Ιατρικής.
Πιο αναλυτικά, από όλους τους Ευρωπαίους, αυτοί που ασκούν περισσότερο κριτική στους ηλικιωμένους ότι δεν καταλαβαίνουν τις αλλαγές στην κοινωνία, είναι οι νέοι της Ισπανίας και της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, της Γαλλίας και του Λουξεμβούργου.
Στην ιδέα του γηροκομείου, εκτός από τους Έλληνες, είναι επίσης αρνητικοί και οι Ιταλοί, οι Ιρλανδοί και οι Ισπανοί. Οι νέοι της Μεσογείου, επίσης, είναι οι θετικότεροι στην ιδέα να έχουν έναν ηλικιωμένο άνθρωπο μέσα στο σπίτι. Τα υψηλότερα ποσοστά των νέων που αισθάνονται υποχρεωμένοι να δείχνουν φροντίδα απέναντι στους ηλικιωμένους καταγράφονται στην Ιρλανδία, τη Γερμανία και την Αγγλία.
Αν τώρα δούμε όλα τα ερωτήματα ανάλογα με τα κοινωνικά – δημογραφικά χαρακτηριστικά, η κατηγορία που παρουσιάζει τις πιο έντονες διαφοροποιήσεις είναι εκείνη που κατατάσσει τους νέους ανάλογα με το θρήσκευμα. Οι ορθόδοξοι – στη διαμόρφωση αυτού του ποσοστού συμβάλλουν προδήλως τα Ελληνόπουλα – περισσότεροι από κάθε άλλον (49%) δεν προτιμούν να αφήνουν τους ηλικιωμένους τους σε οίκους ευγηρίας. Όπως επίσης περισσότερο από κάθε άλλον (29%) και ότι η πολιτεία οφείλει να μεριμνά για τη φρονττίδα των ηλικιωμένων. Οι προτεστάντες εκτιμούν ότι οι ηλικωμένοι οφείλουν να είναι δυναμικοί και δεν πρέπει να παραιτούνται από τη ζωή.
Οι μεγάλες προκλήσεις
α) Συμβολική τάξη
Οι σύγχρονες κοινωνίες είναι στραμμένες προς τη μεταβολή, την καινοτομία και τη συνεχή υπέρβαση των προτύπων. Σε αυτό το πνεύμα, η νεότητα αποκτά μια σημαντική συμβολική ισχύ (αρκεί να παρατηρηθεί με ποιους τρόπους η “νεότητα” χρησιμοποιείται στην προώθηση των προϊόντων και τη δημιουργία κοινωνικών αναπαραστάσεων), ενώ η “τρίτη ηλικία” μπορεί να προκαλεί ακόμη το σεβασμό, δεν μπορεί ωστόσο να διεκδικήσει το ρόλο του ορόσημου και της αναφοράς για τα τεκταινόμενα και τα μελλούμενα.
Παρ’όλη την υποχώρηση στο συμβολικό επίπεδο οι τεχνολογικά προηγμένες χώρες μέχρι και πρόσφατα είχαν κατορθώσει να στηρίζουν την “τρίτη ηλικία”. Τα τελευταία χρόνια όμως διαπιστώνεται ότι ακριβώς αυτή η επιτυχία αρχίζει να γίνεται ένας δύσκολος περιορισμός στην κοινωνική πολιτική. Το γεγονός αυτό αρχίζει να διαβρώνει την προηγούμενη εικόνα και να θέτει το δίλημμα για την υπόσταση της “τρίτης ηλικίας”, τόσο στο συμβολικό όσο και στο άμεσα υλικό.
β) Οι δύο ημερομηνίες
Ποια είναι όμως τα γεγονότα που καθορίζουν τη μελλοντική τροχιά της “τρίτης ηλικίας” στο πλαίσιο των σύγχρονων κοινωνιών; Επιλεκτικά δίνονται ορισμένα στοιχεία για να φανεί η υφή των νέων προκλήσεων:
(i). Η αύξηση του ποσοστού της “τρίτης ηλικίας” στον πληθυσμό θα συνεχισθεί και θα φθάσουν στη φάση της σύνταξης οι γενιές μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο – το γνωστό “baby boom 1945-50”.
(ii). Οι επιτυχίες της ιατρικής επιστήμης και της Δημόσιας Υγείας έχουν επιτρέψει την αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης ταυτόχρονα όμως η ελάττωση της γονιμότητας (1,8 ως μέσος όρος) θα επιδεινώσει την όλη κατάσταση. Αν δε, ο δείκτης γονιμότητας πέσει στο 1,4 (όπως φαίνεται να γίνεται για ορισμένες χώρες της Ευρώπης), τότε η κατάσταση μπορεί να γίνει και δραματική – δηλαδή να φθάσει το ποσοστό της “τρίτης ηλικίας” στο 27% του πληθυσμού το 2050.
(iii). Έρευνα που έγινε στο παρελθόν (ΕΜΠ) διαπίστωνε ήδη ότι το 1993 η Αθήνα γηράσκει καθώς οι ηλικιωμένοι αυξήθηκαν κατά 23% σε δέκα χρόνια κι αυτό είχε σημαντικές επιπτώσεις στη λειτουργία της πόλης.
(iv). Σε μια άλλη ερευνητική εργασία Κοδοσάκη (Πανεπιστήμιο Πειραιώς) είχε προβλεφθεί ότι το 2000 στη χώρα μας ο πληθυσμός άνω των 60 χρόνων θα φθάσει το 17%. (Είχε μάλιστα εντοπίσει 1765 άτομα 406 άνδρες και 1359 γυναίκες, που έζησαν 100-115 χρόνια). Το 1998, το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας έδινε ότι το ποσοστό 20,2 του συνολικού πληθυσμού είναι άτομα ηλικίας άνω των 60 και 3,2 % άνω των 80, ποσοστά από τα μεγαλύτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (όπως ήδη αναφέρθηκε).
(v). Ένα από τα σενάρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει :
• μια ελάττωση του πληθυσμού των νέων κάτω των 20 ετών κατά 9,5 εκατομμύρια δηλαδή 11% του σημερινού αριθμού
• μια ελάττωση του πληθυσμού των ενηλίκων σε ηλικία εργασίας (20-59 χρονών) κατά 13 εκ. ή 6% του σημερινού αριθμού
• μια αύξηση του πληθυσμού των ενηλίκων σε σύνταξη (πάνω από 60 χρονών) κατά 37 εκ. Ή 50% του σημερινού αριθμού.
Η γήρανση αυτή του πληθυσμού έχει σημαντικές επιπτώσεις, οικονομικο-κοινωνικής υφής, και μπορεί να θεωρηθεί ως μια σοβαρή απειλή της κοινωνικής πολιτικής, όπως αυτή αναπτύχθηκε στην Ευρώπη. Οι συντάξεις και η φροντίδα της υγείας για την “τρίτη ηλικία” θα πρέπει να αναθεωρηθούν με τον κίνδυνο κοινωνικού αποκλεισμού της “τρίτης ηλικίας”. Η κατάσταση φαίνεται εύγλωττα από τα ακόλουθα στοιχεία:
1955: 10 εργαζόμενοι για 1 συνταξιούχο
1980: 3 εργαζόμενοι για 1 συνταξιούχο
1998: 2 εργαζόμενοι για 1 συνταξιούχο
Η διακομματική επιτροπή της Ελληνικής Βουλής διαπιστώνει ότι η αναλογία εργαζομένων-συνταξιούχων και στη χώρα μας είναι 2 προς 1. Και ότι σε 11 νομούς της χώρας μας παρουσιάζεται ελάττωση του πληθυσμού μέχρι και 11%.
(vi). Στην Αγγλία υπολογίστηκε το 1982 ότι είναι αναγκαία η αύξηση των δαπανών για το σύστημα Υγείας κατά 1% κατ’ έτος σε σταθερές τιμές λόγω της ετήσιας αύξησης των ηλικιωμένων. Τελικά η Κοινοβουλευτική Επιτροπή πρότεινε 2% αύξηση: 1% για την αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων, 0,5% για τις νέες τεχνολογίες και 0,5% για τους ειδικούς κυβερνητικούς στόχους.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η επιτυχής λειτουργία του κοινωνικού κράτους που (μαζί με άλλους παράγοντες) απολήγει στην αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης και του μέσου όρου ζωής, υπονομεύει την ανάπτυξη, αν όχι και την ίδια τη λειτουργία του κοινωνικού κράτους μέσω της αύξησης του αριθμού των δαπανηρών και μη παραγωγικών χρηστών του.
Οι προηγούμενες ενδείξεις και τάσεις επιτρέπουν να λεχθούν ότι η “τρίτη ηλικία” αρχίζει να παρουσιάζεται ως πρόβλημα – ζήτημα και το πρόβλημα της γήρανσης – των καλών γηρατειών (well ageing) αρχίζει να μοιάζει ως δύσκολος στόχος. Σ’ αυτή την προοπτική είναι το έτος 2025, καθώς η δημογραφική δομή του πληθυσμού, η πυραμίδα των ηλικιών και η κοινωνική πολιτική θα βρεθούν σε αναντιστοιχία κι αυτό μπορεί να προκαλέσει δραματικές ανακατατάξεις στο χώρο της κοινωνικής αλληλεγγύης και συνοχής των ευρωπαϊκών χωρών. Μια τέτοια ανακατάταξη θα ‘χει σημαντικές συνέπειες στο πως αντιλαμβάνονται τις “ηλικίες”, “τις γενιές”, την “αναπαραγωγή”, “το θάνατο”.
Οι πιθανές απαντήσεις
Οι προβλέψεις είχαν ήδη διατυπωθεί από τη δεκαετία του 1980. Έκτοτε αναζητούνται λύσεις και έχουν διατυπωθεί διάφορα σενάρια για την ανέλιξη του όλου προβλήματος. Σε μια πρόσφατη ευρωπαϊκή προσπάθεια τέθηκε το ερώτημα το πώς η επιστήμη, η τεχνολογία και η καινοτομία θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση του ζητήματος της γήρανσης του πληθυσμού. Η Επιτροπή των εμπειρογνωμόνων πρότεινε τρεις χώρους, τρεις άξονες για καινοτομικές δράσεις :
α) Επιμήκυνση του χρόνου εργασίας.
β) Στήριξη δραστηριοτήτων, κινητικότητας και της ποιότητας ζωής των ηλικιωμένων.
γ) Ιατρική και κοινωνική φροντίδα των ηλικιωμένων με τρόπο συνολικό και συνεκτικό, με τη βοήθεια νέων τεχνολογιών (τηλεπικοινωνίας και πληροφορίας).
Στο πλαίσιο αυτών των αξόνων προτάθηκαν επίσης οι ακόλουθες προτεραιότητες για μια δραστηριότητα έρευνας, καινοτομίας και τεχνολογίας:
α) Τεχνικές συνεχούς ή δια βίου εκπαίδευσης.
β) Τεχνολογίες και οργανωτικοί μέθοδοι για πιο “ευλύγιστες” (flexible) μορφές εργασίας.
γ) Σχεδιασμός προϊόντων και διεργασιών για όλες τις ηλικίες – για την αποφυγή έμμεσης μείωσης της ηλικίας.
δ) Νέες υποδομές για την μετακίνηση και τις μεταφορές.
ε) Εφαρμογές των τεχνολογιών επικοινωνίας και πληροφόρησης
στ) Μελέτη και διεπιστημονική κατανόηση των μηχανισμών γήρανσης (βιοχημική, επιδημιολογική, κοινωνική και Δημόσια Υγεία).
ζ) Τεχνολογίες για νέες μορφές πρόληψης και περίθαλψης.
η) Ιατρικές τηλεπικοινωνίες για αποκεντρωμένες υπηρεσίες υγείας.
Είναι σαφές ότι το προηγούμενο σύνολο αξόνων και προτεραιοτήτων απαιτεί ένα συντονισμό δράσεων σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο και απαιτεί επίσης τη σύμπραξη πολλών θεσμών και ομάδων (ερευνητών, τραπεζών, βιομηχανίας κ.α.). Το προτεινόμενο σχέδιο δεν είναι παρά ένα σημείο αναφοράς και μια αφετηρία. Ως τέτοιο μπορεί να είναι το πρώτο βήμα για ειδική συμβολή της έρευνας, τεχνολογίας και καινοτομίας στο όλο πρόβλημα. Πάντως, το ζήτημα παραμένει ανοιχτό, και για να λυθεί έχει ανάγκη από τη σύζευξη λύσεων όχι μόνο ερευνητικών ή τεχνολογικών αλλά και πρωτοβουλιών κοινωνικής και πολιτιστικής υφής (π.χ. νέες μορφές αλληλεγγύης, νέες μορφές συμμετοχής στη διαμόρφωση οικονομικής πολιτικής). Η “τρίτη ηλικία” στο πλαίσιο των σύγχρονων κοινωνιών, σ’ έναν κόσμο ανακατατάξεων και ανατροπών καλείται να βρει έναν νέο τόπο που δεν θα ‘ναι κρίσιμος για την ίδια, αλλά ταυτόχρονα για την πορεία των σύγχρονων κοινωνιών. Με μια άλλη έκφραση, καθώς η “τρίτη ηλικία” αλλάζει, την ίδια στιγμή θέτει το ερώτημα της μορφής και του νοήματος της υπόστασης της όχι μόνο γι’ αυτήν, αλλά για την κοινωνία και την ανθρωπότητα: δηλαδή, θέτει ερωτήματα: τι είναι αυτό που αλλάζει; και εν τέλει πώς το παρόν ανοίγεται σ’ αυτό το απροσδιόριστο μέλλον ;
Αλληλεγγύη
Σε μια εποχή πλήρους απορρύθμισης των οικονομικών και εργασιακών σχέσεων, καθώς οι κοινωνικοί δεσμοί πλήττονται θανάσιμα από την κυριαρχία του ατομικιστικού πνεύματος σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής ζωής, τι μπορεί να σημαίνει η λέξη αλληλεγγύη;
Αλληλεγγύη είναι μια λέξη φορτισμένη με ποικίλα νοήματα, μια λέξη την οποία κάθε άνθρωπος αντιλαμβάνεται διαφορετικά: άλλοτε ως ατομική φιλανθρωπία και ανιδιοτελή προσφορά προς τον πάσχοντα συνάνθρωπο, άλλοτε ως υπεράσπιση των ιδιαίτερων συμφερόντων και δικαιωμάτων μιας επαγγελματικής ομάδας και άλλοτε ως δέσμευση «σιωπής» ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας).
Στην πορεία της Ιστορίας ποικίλα ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα έβαλαν τη σφραγίδα τους στις αναπαραστάσεις που έχουμε για την αλληλεγγύη. Ορισμένες από αυτές είναι: Οικογένεια και «υποχρέωση» να βοηθάει ο ένας τον άλλον στα δύσκολα, χριστιανισμός και φιλανθρωπία, συνδικαλισμός και εργατικές διεκδικήσεις, αλλά και εθνική ομοψυχία, όταν οι περιστάσεις το απαιτούν. Δεν είναι ίσως τυχαίο που, μέσα στη βαθιά κρίση που βιώνει η χώρα, ακόμη και οι πολιτικοί ηγέτες χρησιμοποιούν την ίδια λέξη για να ζητήσουν τη στήριξη άλλων κρατών στο πλαίσιο μιας -αμφισβητούμενης- ευρωπαϊκής οικογένειας.
Η ατομική αλληλεγγύη γίνεται κοινωνική στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, όταν το κράτος αναλαμβάνει να εγγυηθεί το δικαίωμα όλων στην υγεία, την εργασία, την εκπαίδευση. Η συνδρομή στους φτωχούς, τους αδύναμους, τους ασθενείς, τους άνεργους και στους ηλικιωμένους οργανώνεται και ρυθμίζεται από την κρατική εξουσία που, ακόμη και σήμερα, ιδρύει «Ταμεία Αλληλεγγύης» κάνοντας έκκληση στην ατομική και κοινωνική ευαισθησία των προνομιούχων απέναντι στους μη προνομιούχους.
Σήμερα που το κράτος πρόνοιας αδυνατεί να υπάρξει και μολονότι ο φόβος απέναντι στον Άλλο διογκώνεται, εξακολουθούν να υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι, έξω από κόμματα, ομάδες και ιδεολογίες, επιμένουν να προσφέρουν κάτι από τον εαυτό τους κόντρα στη Σαρτρική ρήση «Η κόλαση είναι οι άλλοι».Jean Paul Sartre
Ίσως επειδή, για να αντέξει κανείς την κόλαση, χρειάζεται να βρει το νήμα που τον ενώνει με τους άλλους, ένα νήμα που διαρκώς κόβεται από διαχωρισμούς και αποκλεισμούς, μικρές και μεγάλες απάτες, ορατές και αόρατες μορφές βίας. Ίσως, επειδή προβάλλει βασανιστικά η αναγκαιότητα να επαναπροσδιορίσουμε τι σημαίνουν κοινωνία και εαυτός ως ύστατη προσπάθεια να δώσουμε νόημα στο παρόν και το μέλλον.
Η ανάπτυξη του Εθελοντισμού είναι άρρηκτα συνυφασμένη και συνδεδεμένη με την ανάπτυξη της Κοινωνίας Πολιτών. Τι είναι Κοινωνία Πολιτών; Είναι ένας ενδιάμεσος χώρος ανάμεσα στο κράτος και τον πολίτη και ένα πλέγμα δια δράσεων ανάμεσα σε οργανώσεις που εκουσίως συστήνουν οι πολίτες. Η Κοινωνία Πολιτών είναι ένα αντιστήριγμα στην Πολιτική Κοινωνία, δηλαδή το κράτος και συγχρόνως χώρος εθελούσιας και ανιδιοτελούς συμμετοχής σε ένα πολιτικό και κοινωνικό σύνολο.
Βιλιογραφία:
- Κωσταρίδου –Ευκλείδη Α., 2008, ΘΕΜΑΤΑ ΓΗΡΟΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ, Ελληνικά Γράμματα.
- Δαρδαβέσης θ. & all, 1995, O οικονομικά ενεργός πληθυσμός των υπερηλίκων στην Ελλάδα, Κοινωνία Οικονομία και Υγεία.
- Γρηγοριάδου Α. & all , 1991, Ωρίμανση και γήρανση του ελληνικού πληθυσμού, Ελληνική Ιατρική.