Ένα στα πέντε άτομα από ομάδες εθνικών μειονοτήτων αναφέρει ότι έχει υποστεί φυλετικές διακρίσεις και σύμφωνα με ερευνητές του UCL και του King’s College στο Λονδίνο, αυτά τα άτομα είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν κακή ψυχική και σωματική υγεία.
Η έρευνα, η οποία δημοσιεύτηκε στο BMC Public Health, εντόπισε για πρώτη φορά μια σύνδεση μεταξύ του ρατσισμού και τις αρνητικές αλλαγές στη σωματική υγεία, με βάση έναν πληθυσμό του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η έρευνα εξέτασε πάνω από 4.800 ενήλικες από ομάδες εθνοτικών μειονοτήτων (π.χ. μη Ινδοευρωπαίος) από τη Διαχρονική Μελέτη Νοικοκυριών του Ηνωμένου Βασιλείου (UKHLS) για μια περίοδο δύο ετών, μεταξύ του 2009 και του 2011. Κατά την έναρξη, οι συμμετέχοντες παρείχαν πληροφορίες σχετικά με τις εμπειρίες τους με φυλετικές διακρίσεις και την ψυχική και σωματική τους υγεία και συμπληρωματικές πληροφορίες για την υγεία τους δύο χρόνια αργότερα.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ένα στα πέντε άτομα από ομάδες εθνοτικών μειονοτήτων ανάφερε ότι έχει βιώσει φυλετικές διακρίσεις και αυτά τα άτομα ήταν πιο πιθανό να αναπτύξουν κακή ψυχική και σωματική υγεία μετά από αυτήν την εμπειρία.
Συγκεκριμένα, αυτοί που ανέφεραν ότι αντιλαμβάνονταν τις φυλετικές διακρίσεις (που περιλάμβαναν την αίσθηση ανασφάλειας, την αποφυγή από συγκεκριμένα μέρη, τη λεκτική και σωματική επίθεση) είχαν μεγαλύτερη ψυχολογική δυσφορία και ασθενέστερη διανοητική λειτουργία δύο χρόνια αργότερα.
Ήταν, επίσης, πιο πιθανό να χαρακτηρίσουν τη σωματική τους υγεία ως κακή και να αναφέρουν ότι έχουν μια μακροχρόνια ασθένεια που τους περιορίζει, ανεξάρτητα από την υγεία τους κατά τη στιγμή της εμπειρίας των φυλετικών διακρίσεων.
Διαβάστε σχετικά: Γιατί διακρίνουμε τον ρατσισμό στους άλλους αλλά όχι σε εμάς τους ίδιους;
Η επικεφαλής συγγραφέας, Δρ. Ρουθ Χάκετ δήλωσε: Τα αποτελέσματα της έρευνάς μας είναι ανησυχητικά, αφού υποδηλώνουν μια μακροχρόνια επιρροή των εμπειριών ρατσισμού στην ψυχική και σωματική υγεία. Τονίζουν την ανάγκη να αντιμετωπιστεί η φυλετική διάκριση – όχι μόνο ως ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και ως ζήτημα που μπορεί, επίσης, να έχει μόνιμο αντίκτυπο στην υγεία.
Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι τα ευρήματά τους δείχνουν ότι η φυλετική διάκριση είναι ένας χρόνιος στρεσογόνος παράγοντας, ο οποίος μπορεί να επιφέρει αλλαγές στη βιολογία και στις συμπεριφορές υγείας που σχετίζονται με το άγχος (π.χ. υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ), τα οποία μπορούν να οδηγήσουν σε κακή υγεία.
Το να αισθάνεται κανείς μεροληψία μπορεί, επίσης, να σημαίνει ότι οι άνθρωποι αποφεύγουν να ασχολούνται με υπηρεσίες υγείας ή ευεξίας. Σε ένα ευρύτερο διαρθρωτικό επίπεδο, οι φυλετικές διακρίσεις μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά την υγεία μέσω ανισοτήτων στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και την άδικη κατανομή κοινωνικών καθοριστικών παραγόντων υγείας, όπως η εκπαίδευση, η απασχόληση και η στέγαση.
Οι συγγραφείς προσθέτουν: Πρέπει να εκπαιδεύσουμε, να ευαισθητοποιήσουμε και να προωθήσουμε τον ακτιβισμό για να επιτύχουμε νομοθετικές και κοινωνικές αλλαγές που απαιτούνται για την εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων, τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο, όσο και παγκοσμίως.
Απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για να κατανοηθούν τα μονοπάτια που συνδέουν τις φυλετικές διακρίσεις και την υγεία, ώστε να αναπτυχθούν παρεμβάσεις και πολιτικές, οι οποίες θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην αντιμετώπιση κοινωνικοπολιτικών διαδικασιών που προωθούν τις φυλετικές διακρίσεις, συμπληρώνουν.
Έρευνα: Racial discrimination and health: a prospective study of ethnic minorities in the United Kingdom
Απόδοση: Σοφία Ανδριανάκη – Απόδοση και επιμέλεια ξενόγλωσσων άρθρων
Πηγή