Οι Απόκριες έχουν μια ιεροτελεστική, σχεδόν μυστηριακή διάσταση, στη διάρκεια της οποίας μπαίνουμε σε μια περίοδο συμβολικής παράβασης, επιτρέπουμε δηλαδή το «κακό», την πιο ζωώδη φύση μας, να εμφανιστεί, να εξελιχθεί και στο τέλος το «καίμε», για να ξεκινήσει μια πνευματική πορεία προς την αναγέννηση.
Τα έθιμα των αποκριών έρχονται από πολύ παλιά και κουβαλούν ποικίλους συμβολισμούς. Στις παραδοσιακές κοινωνίες ο ρόλος του καρναβαλιού δημιουργούσε ένα αντίβαρο καθώς οι άνθρωποι μπαίνανε σε ρόλους απαγορευμένους στην κανονικότητα, όπως παραδείγματος χάρη το ότι οι γυναίκες παίρνανε την εξουσία στα χέρια τους ή οι άντρες ντυνόντουσαν γυναίκες και μιλούσαν ελεύθερα για το σεξ.
Οι εθιμικές αυτές συνήθειες δείχνουν πως οι Απόκριες αποτελούσαν μια περίοδο όπου οι άνθρωποι «απελευθερώνονταν» αφενός από τα κοινωνικά ταμπού κι αφετέρου από τα δεσμά της εξουσίας. Ένα από τα βασικά ταμπού ήταν το σεξ, οπότε αναμενόμενο ήταν πολλά από τα δρώμενα να αναπτύσσονται γύρω από αυτό. Αναμενόμενο ήταν επίσης να κυριαρχεί το στοιχείο της αντιστροφής και της «εξέγερσης». Οι άνθρωποι εξομοιώνονται, απαλλάσσονται από τους ρόλους τους (κοινωνικούς, ταξικούς, κ.α.) και επενδύονται ένα μεταφορικό πρόσωπο διά μέσου της μάσκας.
Δίνεται, δηλαδή, η πρόσκαιρη δυνατότητα διαφυγής από τις επιταγές τόσο της ψυχής, όσο και των κοινωνικών συμβάσεων, καθώς και αυτή της διασάλευσης της τάξης. Ωστόσο, κατανοούμε πως ενώ οι Απόκριες έχουν το στοιχείο της ανατροπής είναι ενταγμένες στο κανονιστικό πλαίσιο των κοινωνιών. Παρότι ασκούν κριτική στην εξουσία, αυτή το επιτρέπει, σα να γνωρίζει πως οι ανθρώπινες κοινωνίες έχουν ανάγκη από παλινδρομικές κινήσεις προκειμένου να παραμείνουν σταθερές. Από την άλλη οι καρναβαλιστές μπαίνουν σε ένα διαφορετικό σύμπαν απαλλαγμένο από τους κανόνες της καθημερινότητας, αντιστρέφουν τους ρόλους, σατιρίζουν τα πάντα, ενώ ταυτόχρονα χαίρονται και αισθάνονται ανέμελοι.
Για λίγες στιγμές υποδύονται μια άλλη μορφή και δημιουργούν την ψευδαίσθηση μιας άλλης ταυτότητας, ενώ παράλληλα απελευθερώνονται από τις κοινωνικές συμβάσεις. Δίνει, επομένως, το καρναβάλι την δυνατότητα να εκφράσει ο άνθρωπος μια καταπιεσμένη του ανάγκη μέσα από ένα τρόπο διασκεδαστικό. Σημαντικό ρόλο στην έκφραση αυτή παίζει η χρήση της μάσκας. Ο Oscar Wilde έλεγε πως Ο άνθρωπος είναι λιγότερο ο εαυτός του όταν μιλάει ως ο εαυτός του. Δώσ’ του μια μάσκα και θα σου πει την αλήθεια.
Με άλλα λόγια, θα λέγαμε πως οι απόκριες λειτουργούν σαν μια κοινωνική βαλβίδα ασφαλείας μέσω της οποίας οι άνθρωποι εκτονώνουν τις καταπιεσμένες ανάγκες τους. Πρόκειται δηλαδή για μια νομιμοποιημένη παράβαση της κανονικότητας, σαν οι απόκριες να είναι μια επινόηση της κοινωνίας ως ένα μέσο αυτοσυντήρησής της.
Η παράβαση των ορίων όμως που εμπεριέχουν τα έθιμα της αποκριάς έχει κι ένα άλλο ισχυρό νόημα. Σηματοδοτεί την ανάγκη επανασύνδεσης του ανθρώπου με την φύση του. Είναι η γιορτή που ακουμπά στα ένστικτα του και επιτρέπει την αναγκαία παλινδρόμηση στις ενστικτώδεις αναφορές του. Μοιάζει κατά κάποιον τρόπο σαν μια κατάδυση στις αρχέγονες πλευρές του, στον ενστικτώδη εαυτό του, από όπου αντλεί πληροφορίες, ως βασική προϋπόθεση για να τον ανακαλύψει και να αναγεννηθεί. Είναι σαν την κίνηση προς τα πίσω, όταν παίρνουμε φόρα για να πάμε μπροστά. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, που οι Απόκριες τοποθετούνται χρονικά μεταξύ της γιορτής των Χριστουγέννων και του Πάσχα και ακριβώς πριν την «νηστεία» του 40ήμερου. Μεταξύ της γέννησης (δημιουργίας) και της ανάστασης (αναγέννησης) υπάρχει μια σκοτεινή περίοδος, λες και για να βρεις το φως πρέπει πρώτα να τυφλωθείς.
Οι Απόκριες έχουν μια ιεροτελεστική, σχεδόν μυστηριακή διάσταση, στη διάρκεια της οποίας μπαίνουμε σε μια περίοδο συμβολικής παράβασης, επιτρέπουμε δηλαδή το «κακό», την πιο ζωώδη φύση μας, να εμφανιστεί, να εξελιχθεί και στο τέλος το «καίμε», για να ξεκινήσει μια πνευματική πορεία προς την αναγέννηση.
Η πορεία αυτή περνά, βεβαίως, μέσα από την συγχώρεση -η Κυριακή των αποκριών λέγεται και Κυριακή της συγχώρεσης- και την εσωτερική κάθαρση, τον εξαγνισμό –που συμβολίζει η καθαρά Δευτέρα. Οι εν λόγω συμβολισμοί αυτών των εθιμικών δρώμενων, στο ψυχικό-συναισθηματικό επίπεδο, μιλούν για την αξία της παράβασης, ως παλινδρόμησης, δηλαδή ως κίνητρο για αλλαγή και δίνουν στους ανθρώπους την αίσθηση της νίκης του καλού έναντι του κακού, της ζωής έναντι του θανάτου, της γονιμότητας και της δημιουργίας.
Διερωτώμαι βέβαια σήμερα σε τι αντανακλούν οι σύγχρονοι εορτασμοί με άρματα, έτοιμες στολές και ασυλόγιστη μέθη; Ποιον καρνάβαλο καίμε, ποιο «κακό» ξορκίζουμε; Αναρωτιέμαι, επίσης σήμερα που δεν υπάρχει καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, τι εκτονώνουμε τις Απόκριες; Και σε τι στοχεύει η σάτιρα των ημερών; Κρύβουν αληθινή χαρά και γνήσιο ξεφάντωμα, ή αποτυπώνουν μια ακόμη εμπορευματοποιημένη γιορτή, θεατών που παρακολουθούν, αλλά δεν βιώνουν.
Στις μέρες μας δυστυχώς ο συμβολισμός της Αποκριάς ατονεί και συνήθως οδηγεί σε μια ακόρεστη μέθη κι όχι σε «εκστατικές» εμπειρίες. Είναι λες και ο σύγχρονος άνθρωπος εστιάζει μέσα από τα έθιμα των αποκριών μόνο στην αίσθηση της χαράς, της ευφορίας και στην ηδονή κι όχι στην εκστατική διάσταση της αναγέννησης, μέσα από τον κύκλο: παράβαση – συγχώρεση – κάθαρση – αναγέννηση.
Ζει επομένως ο σύγχρονος άνθρωπος ούτως ή άλλως σε μια διαρκή αποκριά, όπου αποπροσωποποιείται, χάνει δηλαδή την υπόστασή του και απλά υποδύεται ρόλους, αρνούμενος πεισματικά να μπει στον κύκλο της αλλαγής, κολλημένος πολλές φορές στην παράβαση και την ενοχή που την συνοδεύει.
Τέλος, η σημασία της καρναβαλικής παράβασης ενσαρκώνεται στο ψυχοκοινωνικό επίπεδο της καθημερινότητας σε κάθε είδους παράβαση της κανονικότητας και παίρνει διάφορες μορφές συμπτωμάτων, όπως λόγου χάρη οι αταξίες των παιδιών, οι τσακωμοί των συντρόφων, οι απιστίες, κ.α. Το βασικό νόημα αυτών των παραβάσεων – συμπτωμάτων είναι να τα δει κανείς ως μια παλινδρομική κίνηση που μπορεί να τον ωθήσει προς τα μπρος και να τα αξιοποιήσει ούτως ώστε μέσω της συγχώρεσης και της εσωτερικής κάθαρσης να οδηγηθεί στην αναγέννηση. Αυτό είναι και το σπουδαίο μήνυμα της Αποκριάς.