psychologist-banner-2
thumb

7.5 δισεκατομμύρια πανδημίες: Μερικές σκέψεις για την εξατομίκευση του πανανθρώπινου

- Κοινωνική Ψυχολογία
21 Ιανουαρίου 2021

Είναι πραγματικά σπάνιο (αν όχι εντελώς πρωτοφανές) στην ανθρώπινη ιστορία, το είδος μας να συντονίζεται κάτω από μια κοινή περίσταση. Αυτή η διάσταση της πανδημίας COVID-19, δηλαδή η βιωμένη οικουμενικότητά της, είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της από ψυχολογική άποψη. Και εν μέρει είναι ενδιαφέρον ακριβώς επειδή ποτέ στο παρελθόν δεν δόθηκε η αφορμή στις κοινωνικές επιστήμες να μελετήσουν από κοντά ένα τόσο μαζικό φαινόμενο.


Τι αντίκτυπο έχει άραγε στην ανθρώπινη ψυχολογία η γνώση πως η δυσκολία που αντιμετωπίζω αφορά ολόκληρη σχεδόν την ανθρώπινη φυλή και έχει ένα όνομα που αναγνωρίζεται το ίδιο σε όλες τις γλώσσες του κόσμου; Πώς επηρεάζει αυτή η γνώση τον τρόπο με τον οποίο δομώ την ταυτότητά μου, αναπαριστώ τον εαυτό μου, τοποθετώ τα όρια της ατομικότητάς μου έναντι του συνόλου και στοχάζομαι για την ανθρώπινη κατάσταση;

Η τέχνη έχει εξερευνήσει αυτή την ιδέα, τοποθετώντας συχνά τον ανθρώπινο πολιτισμό ενωμένο στην αντιμετώπιση μιας εξωγενούς απειλής (για παράδειγμα σε ταινίες καταστροφής ή επιστημονικής φαντασίας). Δεν χρειάζεται να πούμε πως η καλλιτεχνική παραγωγή καθρεφτίζει τις ανάγκες της εποχής της, ίσως περισσότερο και από την προσωπικότητα ή τις προθέσεις του καλλιτέχνη.

banner1

Έτσι, αυτή «φαντασίωση» ενός κόσμου αδελφωμένου υπό τις ακραίες συνθήκες που θα επέτρεπαν μια τέτοια συναδέλφωση φαίνεται να εκφράζει μια συλλογική επιθυμία – έναν ευσεβή πόθο σε έναν κόσμο που, παρά τη συνδεσιμότητά του, εξακολουθεί να βιώνεται ως ακραία κατακερματισμένος.


Διαβάστε σχετικά: Είμαστε νευρολογικά εξοπλισμένοι για κοινωνική αλληλεπίδραση;


Η ευχή μας για πραγματική σύνδεση, για τη βίωση ενός αυθεντικού αισθήματος κοινότητας και αλληλεγγύης, φάνηκε να πραγματοποιείται κυρίως στην πρώτη φάση της πανδημίας. Πολλοί από εμάς ένιωσαν, μέσα στην απομόνωση και τον τρόμο του αγνώστου, μια πρωτόγνωρη προσέγγιση με τους ανθρώπους από τους οποίους τόσο ξαφνικά έπρεπε να αποκοπούν.

Ο Άλλος έγινε αυτοστιγμεί πιο πολύτιμος (ακόμα περισσότερο στο μέτρο που έγινε απρόσιτος) και ταυτόχρονα πιο οικείος, αφού η καθημερινότητά του συνέπιπτε με τη δική μας και η απάντηση στην ερώτηση «τι κάνεις αυτό τον καιρό» ήταν για πρώτη φορά «ξέρεις τι κάνω, γιατί το ίδιο κάνεις κι εσύ». H αίσθηση μιας «κοινής μοίρας» μείωσε διαπροσωπικά ψυχολογικά χάσματα, επινόησε κοινούς κώδικες, ενίσχυσε την αίσθηση του ανήκειν και μας βοήθησε να επανεστιάσουμε σε συλλογικές αξίες.

Όχι τυχαία, οι περισσότερες από τις πολιτισμικές εικόνες της περιόδου (τηλεοπτικά σποτ, κοινωνικά μηνύματα, βιβλία και ταινίες) είχαν να κάνουν, σε βαθμό ίσως μεγαλύτερο από το φόβο, με μια σχεδόν πανηγυρική επανεφεύρεση του Άλλου ως συνοδοιπόρου, ως προστάτη, ως ήρωα, ως ιδανικού.

Καθώς τα σώματά μας γίνονταν φορείς κινδύνου, οι εικόνες μας εξιδανικεύονταν, εξαϋλώνονταν και με τη βοήθεια του διαδικτύου αντικαθιστούσαν μαζικά και αποτελεσματικά τη φυσική μας παρουσία. Έτσι κυριολεκτικά, παρόλο που ήμασταν μακριά, ήρθαμε πιο κοντά από ποτέ.

Σήμερα, ένα χρόνο σχεδόν μετά από το πρώτο «σοκ», η εικόνα είναι κάπως διαφορετική. Με τους περισσότερους τομείς της οικονομίας να έχουν μπει ξανά σε κίνηση (με τον έναν ή τον άλλο τρόπο) οι περισσότεροι από εμάς έχουμε επιστρέψει σε μια (έστω νέα) κανονικότητα.

Τα lockdown δεν ερημώνουν πια τις πόλεις, οι δρόμοι είναι γεμάτοι, οι παύσεις δεν συνεπάγονται ακινησία και οι καθημερινότητές μας έχουν σταματήσει να είναι ταυτόσημες, ενώ γινόμαστε μάρτυρες και υποκείμενα ενός νέου κατακερματισμού που ξεκινά από το φόβο και την κούραση και υποδαυλίζεται συστηματικά από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα social media.

Όσο η επαναφορά στην κανονική ροή της ζωής μας απομακρύνει από την αρχική κατάσταση συνταύτισης μέσα στην οποία όλα όσα αναφέραμε παραπάνω ήταν εφικτά, ο κόσμος εξακολουθεί να ζει μια κοινή, αλλά όχι πλέον ταυτόσημη εμπειρία.

Χωρίς πλέον να μας ενώνει δια του κοινού φόβου ή των μηχανισμών ταύτισης, η συνεχής αναφορά στον ιό, την πανδημία και τις συνακόλουθες δυσκολίες κινδυνεύει να γίνει ένα κοινότοπο σύστημα μαζικών αναφορών και νοημάτων μέσα στο οποίο οι ατομικές διαφορές αμβλύνονται και ξεθωριάζουν με αποτέλεσμα η επικοινωνία να εκπίπτει, αντί να ενισχύεται. Πιο απλά, καταλήγουμε να μιλάμε ακατάπαυστα για το ίδιο πράγμα χωρίς όμως πλέον να ζούμε το ίδιο πράγμα.

Με αυτό τον τρόπο ένα γεγονός που έχει τη δύναμη να μετακινήσει άρδην τις προτεραιότητές μας και να μεταμορφώσει θετικά την κοινωνία, γίνεται τελικά μια ανώδυνη καθημερινή παραδοχή της πραγματικότητας που λειτουργεί κατευναστικά, όπως η ψιλή κουβέντα για τον καιρό ή για τα ζώδια.

Μουδιασμένοι, ψαλμωδούμε μαζικά ένα νέο «φλέγον» αλλά ξεθυμασμένο θέμα που μας δίνει απλώς το διαπροσωπικό (και ενδοπροσωπικό) άλλοθι να διαφεύγουμε σε περισσότερο ή λιγότερο ακίνδυνες γενικολογίες κατά τη συνάντησή μας με τον Άλλο (ή και τον εαυτό μας).

Έτσι, το γεγονός ότι ζούμε όλοι την ίδια δυσχερή συνθήκη (αλλά όχι την ίδια πραγματικότητα) ανοίγει μπροστά μας το απειλητικό ενδεχόμενο της μαζοποίησης και συνακόλουθα του κομφορμισμού και της συντηρητικοποίησης. Πώς μπορούμε να αποφύγουμε αυτό το βύθισμα, που κινδυνεύει να μετατρέψει τη συγκλονιστική μας συγκυρία σε μια ακόμα κοινοτοπία;

Εδώ ίσως έχουμε να διδαχθούμε κάποια χρήσιμα πράγματα από το δωμάτιο της ψυχοθεραπείας. Στην «θεραπευτική συνάντηση» πράγματι συνηθίζουμε να κινούμαστε από το γενικό στο ειδικό, δηλαδή να ασχολούμαστε με την κοινή ανθρώπινη κατάσταση όπως αυτή εκφράζεται μέσα από κάθε μοναδική ιστορία.

Για παράδειγμα ο έρωτας, η απώλεια, ο φόβος, η ανάγκη για αποδοχή, η αναζήτηση για ασφάλεια, ο τρόμος του θανάτου, η μοναξιά, ο αγώνας για αυτονομία, είναι πανανθρώπινες και οικουμενικές ψυχολογικές πραγματικότητες που μας αφορούν όλους. Κάθε μια από αυτές ωστόσο βιώνεται με εντελώς διαφορετικό τρόπο από διαφορετικούς ανθρώπους.

Κανείς δεν αναπαριστά, δεν αντιλαμβάνεται και δεν εκφράζει αυτές τις κοινές ψυχικές αλήθειες με τον ίδιο τρόπο με κάποιον άλλο και αυτό γιατί πολύ απλά, κανείς δε ζει την ίδια ζωή με κάποιον άλλο. Ακόμα και μονοζυγωτικά δίδυμα που έχουν μεγαλώσει κάτω από την ίδια στέγη, αναπτύσσουν διαφορετικές προσωπικότητες και ακολουθούν το δικό τους μοναδικό ψυχολογικό μονοπάτι.

Στην ψυχοθεραπεία (παρά τα όσα πιστεύει πολύς κόσμος) δεν υπάρχουν πολλά αξιώματα ή αρχές που να «ξεκλειδώνουν» ή να «ρυθμίζουν» την ανθρώπινη εμπειρία όπως ρυθμίζεται μια μηχανή. Ο κανόνας είναι η εξατομίκευση και η υποκειμενικότητα μέσα από την οποία το όλον επιμερίζεται στη μονάδα – με τέτοιο τρόπο που η μονάδα (δηλαδή το άτομο) τελικά ανάγεται σε εκφραστή του συνόλου.

Έτσι, το γεγονός ότι μετέχουμε όλοι στα πανανθρώπινα ζητήματα μπορεί να μας εξισώνει αλλά δεν μας ισοπεδώνει. Το άτομο συνδέεται με την κοινή μοίρα αλλά, επειδή διατηρεί την εστίασή του στην ατομικότητά του, ποτέ δεν μαζοποιείται.

Χωρίς να είμαστε όλοι ψυχοθεραπευτές, μπορούμε με απλό τρόπο να εφαρμόσουμε αυτή την απλή αρχή στη σχέση μας με το «παν-πολιτισμικό» ζήτημα που μας απασχολεί. Να αντιληφθούμε δηλαδή πως, τελικά, δεν ζούμε όλοι την ίδια πανδημία αλλά αντίθετα ζούμε τη δική μας, μοναδική και ανεπανάληπτη εκδοχή αυτής της περιπέτειας. Θα μπορούσαμε να πούμε (με μια δόση ποιητικής αδείας οπωσδήποτε) ότι αυτή τη στιγμή στον κόσμο εκτυλίσσονται όχι μία αλλά 7,5 δισεκατομμύρια πανδημίες.


Διαβάστε σχετικά: Πόση… αβεβαιότητα αντέχουμε στην ζωή μας;


Καθένας από εμάς επηρεάζεται με διαφορετικό τρόπο από την κοινωνική, την πολιτική, την οικονομική και την υγειονομική κατάσταση καθώς καθένας από εμάς βλέπει την πραγματικότητα από μια εντελώς ιδιωτική οπτική γωνία. Διαφορετική πραγματικότητα ζει για παράδειγμα η Άννα, που το Μάρτιο του 2020 ήταν έτοιμη να ανοίξει το δικό της γυμναστήριο και διαφορετική ο Παναγιώτης που η τηλε-εργασία τον έφερε πιο κοντά στην οικογένειά του.

Σε καθέναν τίθενται σε κίνηση διαφορετικές διεργασίες, ενεργοποιούνται διαφορετικά συστήματα νοηματοδότησης, ανασύρονται διαφορετικές μνήμες, έρχονται στην επιφάνεια διαφορετικά άγχη και φόβοι, διαφορετικές ελπίδες, διαφορετικά βιώματα, διαφορετικές αξίες – γι’ αυτό άλλωστε και δεν γίνεται να συμφωνούμε όλοι ως προς τα μέτρα, το βαθμό κινδύνου, την προτεραιότητα στην ασφάλεια ή στην ελευθερία κλπ.

Κάθε άνθρωπος είναι φορέας της δικής του ιστορίας, που επιβάλει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τη στάση και τη συμπεριφορά του απέναντι στην πανδημία. Και αυτές οι ιστορίες είναι πολύ ενδιαφέρουσες και πολύ μεστές νοήματος για να μην τις φέρνουμε προς συζήτηση με κάθε ευκαιρία.

Έχει σημασία λοιπόν, στη μεταξύ μας συνάντηση, να προσπαθήσουμε να αφήσουμε τις γενικότητες στην άκρη και να ασχοληθούμε με το πιο ουσιώδες, υποκειμενικό (και γι’ αυτό πιο δύσκολο) κομμάτι της συζήτησης. Αντί να ρωτήσουμε «πώς τα βλέπεις τα πράγματα», μπορούμε να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι και να διερωτηθούμε «τι σε φοβίζει;», «τι σου θυμίζει;», «τι έχεις χάσει;», «τι έχεις κερδίσει;», «τι ελπίζεις;», «τι σου λείπει;» κλπ.

Αντί να επιτεθούμε σε μια άποψη διαφορετική από τη δική μας και αντί να χαρακτηρίσουμε ή να κατηγοριοποιήσουμε (βλέπε «αποπροσωποποιήσουμε») όποιον διαφωνεί μαζί μας, μπορούμε να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε από που έρχεται αυτή η διαφωνία.

Και αντί να μιλάμε για τις νέες κλισέ λέξεις όπως πανδημία, κορονοϊός, lockdown κλπ., μπορούμε να ανακαλύψουμε τη μοναδική, ιδιαίτερη και διαφορετική εμπειρία που ζει ο Άλλος ή ακόμα και εμείς η ίδιοι. Μπορούμε να αναρωτηθούμε δηλαδή: «τι συμβαίνει με τη δική σου/μου πανδημία;».

Ίσως έτσι καταφέρουμε να δούμε ξανά το γενικό με πιο φρέσκια και ζωντανή ματιά και να ανακαλύψουμε σε αυτό και πάλι έναν τόπο συνάντησης αντί για μια ακόμα αιτία διαίρεσης.

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Παρακολούθηση σχολίων
Ειδοποίηση για
0 Σχόλια
Νεότερο
Το πιο παλιό Περισσότεροι ψήφοι
Inline Feedbacks
Δείτε όλα τα σχόλια