Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, επαγγελματική εξουθένωση (burn out) είναι ένα σύνδρομο που προκύπτει από χρόνιο εργασιακό στρες το οποίο δεν έχει τύχει σωστής διαχείρισης. Συμπεριλαμβάνει αίσθηση απώλειας ενέργειας και κούραση, νοητική αποστασιοποίηση από την εργασία, αρνητισμό η/και κυνισμό ως προς την εργασία και μειωμένη απόδοση.
Το ζήτημα με την έννοια του burnout είναι ότι έχει μια μηχανιστική λογική (ο άνθρωπος με τις μπαταρίες του που αδειάζουν), η οποία ατομικοποιεί συστημικά προβλήματα (το άτομο που λύγισε και χρήζει παρέμβασης για να συνεχίσει) και εστιάζει στο συγκεκριμένο πλαίσιο εργασίας παραβλέποντας ή υποτιμώντας την αξία των υπολοίπων (οι εργαζόμενοι στο ανθρωπιστικό πλαίσιο εργασίας είναι αναμενόμενο να «καούν»). Τέτοιες μεροληψίες δεν επαρκούν ούτε να εξηγήσουν το λόγο που οι άνθρωποι εξουθενώνονται στην εργασία τους αλλά ούτε και να προτείνουν τρόπους επαρκείς και βιώσιμους για να αποφευχθεί αυτό το φαινόμενο.
Είναι απαραίτητο να διευρυνθεί ο φακός, τόσο ως προς την ερμηνεία του φαινομένου όσο και προς την αντιμετώπισή του.
Δρώντας δίκαια. Με τα λόγια της Carol Hanisch, το προσωπικό είναι πολιτικό. Στα επαγγέλματα του ανθρωπιστικού τομέα είναι το πιο συχνό να ερχόμαστε αντιμέτωποι και να καλούμαστε να διαχειριστούμε συμπτώματα ευρύτερων πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών αιτιών. Αν δε ληφθούν υπόψη αυτές οι αιτίες, η παρέμβαση ενέχει συνήθως κάποια ματαίωση καθώς οι ευρύτεροι παράγοντες θα συνεχίσουν να γεννούν συμπτώματα ή να δυσχεραίνουν οποιαδήποτε παρέμβαση.
Όσο και αν εξυμνείται η αντικειμενικότητα, η ουδετερότητα και η αποστασιοποίηση, εάν το ζήτημα είναι η ολιστική παρέμβαση και η ουσιαστική υποστήριξη, ο επαγγελματίας δε είναι δυνατόν να παραμένει αμέτοχος στα κοινά.
Ο διαχωρισμός μεταξύ της προσωπικής, της επαγγελματικής και της κοινωνικής ταυτότητας του επαγγελματία δε συντηρείται δίχως κόστος, καθώς οι αντιφάσεις που προκύπτουν απαιτούν συνεχή επένδυση ψυχικής ενέργειας και η έλλειψη αρμονίας είναι μια σταθερή πηγή στρες. Η κριτική σκέψη, ο ακτιβισμός, το ενεργό ενδιαφέρον για το συνάνθρωπο πέρα από το εργασιακό πλαίσιο, η αντίσταση σε φαινόμενα κοινωνικής αδικίας, δεν είναι αντίθετα ως προς τον επαγγελματισμό των εργαζομένων αλλά η φυσική τους βάση και προέκταση.
Όσο απαιτείται από τον επαγγελματία να δουλεύει παρά τις προσωπικές του αξίες ή ενάντια σε αυτές, ως ένας διαχειριστής ανθρωπίνου πόνου, αυτή η ψυχική δυσφορία της αντίφασης καλλιεργείται και μεγαλώνει. Η απάντηση σε αυτήν την αντίφαση, εάν παραμείνει άλυτη και δεν αντιμετωπισθεί με ριζικές, συστημικές αλλαγές, είναι η εγκαθίδρυση ενός αποστασιοποιημένου κυνισμού ή η απομάκρυνση από την αντίφαση μέσω παραίτησης ή μετάθεσης.
Συλλογική ηθική. Είναι σημαντικό το να είναι ανοιχτό προς συζήτηση η διαφορά μεταξύ θεωρίας και πράξης καθώς και οι ηθικές αρχές που διακατέχουν τόσο τον εργαζόμενο όσο και το πλαίσιο στο οποίο εργάζεται.
Η θεωρία είναι πολύ σημαντικό εφόδιο και ένα ερμηνευτικό πλαίσιο το οποίο καθοδηγεί την πράξη. Ωστόσο μια ζώσα πραγματικότητα δεν μπορεί να αποτυπωθεί και να προβλεφθεί πλήρως από ένα θεωρητικό σύστημα. Αυτή η απόσταση μπορεί να είναι σοκαριστική, ειδικά για νεότερους επαγγελματίες, οι οποίοι αισθάνονται ότι πρέπει να αντιμετωπίσουν αντιξοότητες πλέοντας στο άγνωστο.
Εδώ αναδεικνύεται η αξία μιας συλλογικής ηθικής εντός του εργασιακού πλαισίου. Ποιες είναι οι αξίες αυτού του χώρου; Ποιο είναι το όραμα της αλλαγής; Οι διαδικασίες είναι σύμφωνες με αυτές τις αξίες και το όραμα; Υπάρχει μια κουλτούρα συλλογικότητας ή είναι απλά ατομικότητες που συνυπάρχουν για κάποιες ώρες δίχως να συναντώνται ουσιαστικά και να συνδιαμορφώνονται;
Η συζήτηση καταλήγει νομοτελειακά σε μια αναδιάρθρωση των επαγγελματικών σχέσεων, σε μια μετακίνηση από όρους ανταγωνισμού ή ουδέτερης συνύπαρξης σε όρους συνεργασίας, αυθεντικότητας, αλληλοϋποστήριξης και συνδιαμόρφωσης ενός νέου συστήματος με τις ιδιαίτερες αρχές και αξίες που δίνουν έμφαση στον άνθρωπο, είτε είναι εργαζόμενος είτε ωφελούμενος.
Καλλιεργώντας συλλογική βιωσιμότητα: Θα ήταν χρήσιμο να αντικαταστήσουμε τη βάση του πώς να μην εξουθενώνονται οι επαγγελματίες από μια που δίνει έμφαση στη βελτίωση του ρόλου και της υποστήριξης που παρέχουν. Έτσι ενισχύεται η πιθανότητα για βιωσιμότητα δομών, προγραμμάτων, επαγγελματιών και σχέσεων με τον εξυπηρετούμενο πληθυσμό.
Ξεκινώντας από τους επαγγελματίες, είναι χρήσιμο να γίνουν δυο βασικές παραδοχές, οι οποίες μπορεί να φαίνονται αντιφατικές με μια πρώτη ανάλυση αλλά στην ουσία είναι συμπληρωματικές. Η πρώτη είναι ότι κάθε επαγγελματίας είναι αναντικατάστατος. Ζούμε σε μια εποχή καπιταλιστικής παραγωγής όπου οι εργασιακές σχέσεις διαβρώνονται, συρρικνώνονται και απογυμνώνονται από το πλαίσιο τους, με σκοπό να είναι αναλώσιμες και εύκολα αντικαθιστάμενες.
Για έναν επαγγελματία σε μια επισφαλή θέση, όπου η απειλή της απώλειας της εργασίας είναι υπαρκτή για διάφορους λόγους, καλλιεργείται η αίσθηση της ανασφάλειας ενώ είναι πιο δύσκολο να δημιουργηθούν σχέσεις με τους ωφελούμενους όταν δεν υπάρχει μακροχρόνια προοπτική.
Ωστόσο, όταν φεύγει ένας επαγγελματίας, χάνεται από το πεδίο το αξιακό του σύστημα, η πρακτική εμπειρία που έχει αποκτήσει και διαμορφώσει, και πιο σημαντικό, οι σχέσεις που έχει χτίσει με τους ωφελούμενους και την κοινότητα, μια παράμετρος η οποία δεν αντικαθίσταται ποτέ με τον ίδιο τρόπο.
Η δεύτερη είναι ότι είναι επιβαρυντικό να σκεφτόμαστε με όρους ιδιαιτερότητας ή μοναδικότητας. Τείνει να υπάρχει μια αναπαράσταση από ανθρώπους εκτός του ανθρωπιστικού τομέα για τα επαγγέλματα αυτά που εκφράζεται με όρους «Είσαι ήρωας» ή «Ποτέ δε θα μπορούσα να κάνω αυτό που κάνεις».
Παρά τη γοητεία που μπορεί να ασκεί μια τέτοια αντιμετώπιση εξιδανίκευσης και ηρωοποίησης, η μοναδικότητα αυτού του είδους, η οποία μπορεί να υπάρχει μόνο εις βάρος κάποιου άλλου («Εγώ που μπορώ να το κάνω είμαι άρα πιο άνθρωπος από εσένα»), ενέχει και μεγάλη μοναξιά και τεράστια αίσθηση ευθύνης.
Στον ήρωα δεν του επιτρέπεται να λυγίσει, να είναι αδύναμος, να ζητήσει βοήθεια. Ο ήρωας μόνος του πρέπει να σώσει τον κόσμο και αν δε σωθεί τότε η ευθύνη τον βαραίνει. Μακριά από τέτοιες λογικές, ο επαγγελματίας του ανθρωπιστικού τομέα παραμένει μέρος του ανθρωπίνου είδους, και ως μέρος του έχει πρόσβαση στα κοινά δικαιώματα της ευαλωτότητας, του σφάλματος, της κούρασης και της υποστήριξης, δίχως να του στερεί κάτι από την αξία του επαγγελματισμού του.
Σημαντικό βήμα προς τη βιωσιμότητα, είναι η ρεαλιστική και σαφής περιγραφή των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων των επαγγελματιών. Στα πλαίσια περιορισμένων χρηματοδοτήσεων και εξοικονόμησης πόρων, είναι ευρέως διαδεδομένο το να επωμίζονται επαγγελματίες έναν εργασιακό φόρτο ο οποίος κανονικά θα έπρεπε να διαμοιράζεται μεταξύ περισσότερων.
Πρόκειται για μια τακτική η οποία είναι προορισμένη ν’ αποτύχει, της οποίας την αποτυχία ωστόσο χρεώνεται ο επαγγελματίας ο οποίος δεν μπόρεσε ν’ ανταπεξέλθει πλήρως και μακροπρόθεσμα, ενώ η ουσία είναι ότι εξαρχής δε θα έπρεπε να χρειαστεί ν’ ανταπεξέλθει. Η συστημική ανεπάρκεια μετουσιώνεται σε ατομική.
Συνεχίζοντας αναφορικά με την περιγραφή του ρόλου και των καθηκόντων, είναι απαραίτητο να υπάρχει η δυνατότητα και η αίσθηση στον επαγγελματία ότι υπάρχει ένας χώρος ελευθερίας, δημιουργικότητας και ανανέωσης.
Η επαναληψιμότητα οδηγεί σε εθισμό και αυτοματοποίηση, παράμετροι οι οποίοι μπορεί να είναι χρήσιμοι σε γραμμές παραγωγής (υπέρ της παραγωγής ωστόσο, ποτέ υπέρ του εργαζόμενου και της ψυχικής του υγείας), αλλά που στ’ ανθρωπιστικά επαγγέλματα είναι τροχοπέδη στη γνήσια σύνδεση και υποστήριξη των ανθρώπων.
Εφόσον έχει δημιουργηθεί εντός ενός οργανισμού ή μιας δομής μια κουλτούρα συλλογικότητας, αυτός ο χώρος μπορεί να προκύψει μέσω συνδιαμόρφωσης. Ο σχεδιασμός μιας νέας δράσης, κάποια καινούρια πρακτική, είναι ανανεωτικές κινήσεις που δε διαταράσσουν την εσωτερική τάξη ενώ παράλληλα προσφέρουν νέα νοήματα και ενδιαφέρον στους εμπλεκόμενους.
Διαβάστε σχετικά: Το Σύνδρομο Επαγγελματικής Εξουθένωσης: Τι δεν πρέπει να αγνοούμε
Αποφεύγοντας τον κυνισμό και προωθώντας την ελπίδα: Η βασιλική οδός προς τον κυνισμό είναι η αίσθηση πως τα συστήματα που δημιουργούν ή διαιωνίζουν τις παθολογίες δεν πρόκειται ν’ αλλάξουν οτιδήποτε και να κάνει ο επαγγελματίας. Το ψυχικό κόστος μιας συστηματικής ματαίωσης δεν είναι βιώσιμο μακροπρόθεσμα, οπότε εγκαθιδρύεται σταδιακά μια διεκπεραιωτική στάση ψυχρότητας και σκληρότητας. Απαραίτητη προϋπόθεση για ν’ ανακαμφθεί αυτός ο κυνισμός είναι να υπάρχει εξαρχής ένα ενδιαφέρον για το ρόλο και τους ανθρώπους και να μην είναι απλά μια δουλειά.
Χρειάζεται υπενθύμιση ότι τα συστήματα δεν είναι αυθύπαρκτες, θεϊκές ή φυσικές κατασκευές, αλλά ανθρώπινα δημιουργήματα. Κάθε άνθρωπος, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό έχει μια δύναμη επ’ αυτών. Όσο περισσότεροι συσπειρώνονται, όσο πιο συλλογική γίνεται η δράση (εντός δομής, τοπικής κοινότητας κλπ) τόσο αυξάνεται αυτή η δυνατότητα για αλλαγή. Η συνάντηση των ανθρώπων είναι το αντίδοτο σ’ αυτήν την αίσθηση του απόλυτου και του αδιέξοδου.
Επίσης, πρέπει ν’ αναγνωριστεί ότι η αλλαγή δε συντελείται απαραίτητα άμεσα, εμφανώς ή με τον τρόπο που περιμένουμε. Το ότι μια παρέμβαση ή μια δράση δε φαίνεται να φέρνει αποτελέσματα ή αν τα αποτελέσματα που φέρνει δεν αντικατοπτρίζονται με μια ποσοτική ανάλυση, δε θα πρέπει να μας πτοεί. Η αλλαγή μπορεί να είναι μη μετρήσιμη ή βραδυφλεγής και ν’ αποδώσει καρπούς ύστερα από αρκετό χρόνο, όταν οι συνθήκες ευδοκιμήσουν.
Αλλά και στο δια ταύτα, ειδικά σε περιπτώσεις που δε διαφαίνεται η δυνατότητα αλλαγής, δε θα πρέπει να υποτιμάται το απλό ανθρώπινο ενδιαφέρον και η ζεστή, διακατεχόμενη από ενσυναίσθηση σχέση. Ακόμα και αν κάτι δεν μπορεί να θεραπευθεί ή να επιλυθεί, το ελάχιστο και το πιο ουσιώδες των ανθρωπιστικών επαγγελμάτων είναι το να αντιμετωπίσεις τον άλλον ως ανθρώπινο ον και όχι ως μια ενοχλητική ή περιορισμένη ύπαρξη επειδή βρέθηκε σε μια θέση που χρειάζεται περισσότερη υποστήριξη.
Μεταμορφώσεις: Τα προσωπεία και οι ρόλοι αποτελούν ανελεύθερες, περιοριστικές κατασκευές. Εγκαθιδρυμένα ώστε να διαφυλάσσονται τα όρια της επαγγελματικής σχέσης καταλήγουν συχνά να εκτρέπονται και να τα καταπατούν. Ο ειδικός έχει εξουσία, ο ωφελούμενος ως αιτών βοήθεια όχι. Όταν χάνεται η ανθρώπινη διάσταση ή παραμερίζεται, υποβαθμίζεται η σχέση και προκύπτουν αγκυλώσεις και συγκρούσεις.
Ο μη άνθρωπος ειδικός υπάρχει μόνο ως παροχή υπηρεσίας και φέρει όλη την ευθύνη του να παρασχεθεί αυτή όπως αναμένεται, αγνοώντας πολυσύνθετα πλαίσια. Ο μη άνθρωπος ωφελούμενος είναι ένα απρόσωπο αίτημα, μια απαίτηση που, απογυμνωμένη από τα υπόλοιπα ανθρώπινα χαρακτηριστικά της, καταλήγει επιβαρυντική, ενοχλητική.
Απαιτείται λοιπόν μια ζωντανή σχέση προσώπων, μια συνάντηση Εγώ-Συ κατά Buber, η οποία θέτει στο επίκεντρο βέβαια το αίτημα για υποστήριξη και την επιστημονική/τεχνική ικανότητα του επαγγελματία αλλά δεν περιορίζεται σε αυτούς τους πυλώνες. Μια τέτοια σχέση είναι εν τέλει βοηθητική και για τα δύο μέρη, αφού τους επιτρέπει να ωριμάσουν μέσα από αυτή.
Η συνεχής αλληλεπίδραση με την ανθρώπινη αγωνία και πόνο, όταν δεν ορίζεται από μια διαχειριστική λογική και ένα καταναγκαστικό 8ωρο, είναι ικανή αντί να σκληρύνει και να καλλιεργήσει κυνισμό, να εμφυσήσει στον επαγγελματία την ελπίδα ότι στο εδώ και τώρα, με τον κάθε άνθρωπο που έχει απέναντί του βελτιώνει σε μια μικροκλίμακα τον κόσμο γενικότερα.
Η ιδανική και όμως εφικτή κατάληξη, είναι το μεγάλωμα του επαγγελματία όχι στο σημείο που έχει δει τα πάντα και τίποτα δεν τον δυσκολεύει ή τον προβληματίζει, αλλά στην ανοιχτά συναισθηματική νηφαλιότητα της εμπειρίας, όπου αναγνωρίζει τα όρια των δυνάμεών του, μπορεί να διαχωρίσει το ατομικό από το συστημικό και να κατευθύνει τη δράση του αντίστοιχα και σε κάθε περίπτωση να μπορεί να είναι παρών, συνοδεύοντας τους ανθρώπους αντί να διαχειρίζεται τεχνοκρατικά τα ζητήματά τους.
Απαραίτητη προϋπόθεση πάντα, είναι ενάντια στην απομόνωση να υπάρχει ένα δίκτυο συνοδοιπόρων σε αυτό το επαγγελματικό και ευρύτερο μεγάλωμα (οριζόντια αλληλοϋποστήριξη συναδέλφων, εποπτεία, δομημένο εργασιακό πλαίσιο με γνήσια ανθρωπιστικό αξιακό σύστημα, συλλογική δράση σε τοπική και ευρύτερη κοινότητα).
Εν κατακλείδι, χωρίς να δύναται να υπάρξει μια εξαντλητική ανάλυση του θέματος ή να δοθεί μια διαπλαισιακή συνταγή, είναι σημαντικό να συμπεριλαμβάνουμε στη συζήτηση, πέρα από το ατομικό, και το ευρύτερο πλαίσιο, προχωρώντας από μια λογική του ανθρώπου που «καίγεται» σε μια που εστιάζει στα συστήματα που «καίνε» ανθρώπους.
Βιβλιογραφία:
- Reynolds V. (2011). Resisting burn out with justice-doing. The International Journal of Narrative Therapy and Community Work, No 4
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*