Πόσες φορές έχετε ακούσει τη φράση «τι τα θες εσύ αυτά; Εσύ έχεις τη μαμά και τον μπαμπά»;
Τι τη θες την ψυχοθεραπεία, εσύ έχεις τη μανούλα και τον πατερούλη. Εμείς είμαστε δυνατοί, δεν χρειαζόμαστε ψυχολόγους. Πες στη μανούλα το πρόβλημα και θα σου βρω εγώ τη λύση. Μη ακούς κανέναν άλλον, εγώ ξέρω!. Εμένα να ακούς, εγώ σε ξέρω. Σε γέννησα!.
Άμα κάτσουμε να σκεφτούμε λίγο περισσότερο, θα βρούμε και άλλες τέτοιες ατάκες που έχει ακούσει στη ζωή του ένα παιδί, έφηβος και αργότερα ενήλικας, μεγαλώνοντας σε μια ελληνική παραδοσιακή οικογένεια. Είτε τα έχεις ακούσει εσύ ο ίδιος, είτε –αν είσαι τυχερός- τα έχεις ακούσει από άλλους. Η κεντρική ιδέα όμως είναι η ίδια: Η ασφάλειά σου είναι η οικογένεια.
Θα πει κάποιος, «και που είναι το πρόβλημα στο αίσθημα ασφάλειας;». Πουθενά. Το πρόβλημα είναι, ποιο είναι το κόστος. Υπάρχει «τυράκι» στην υπερπροστασίακακοποιητική ψυχικάοικογένεια από την ημέρα της γέννησής του και φυσικά εν αγνοία του για τους όρους και τις συνέπειες;
Το κλειδί, που φαίνεται πως συμφωνούν οι ειδικοί που μιλήσαμε, είναι αυτή ακριβώς η υπερπροστασία.
Σχεδόν η πλειοψηφία των ελληνικών παραδοσιακών οικογενειών έχουν αυτό το κοινό χαρακτηριστικό. Σπάνια θα δεις αυτό που συμβαίνει συχνά στο εξωτερικό, έναν νέο ή νέα στα 18 του χρόνια, δηλαδή μόλις έχει ενηλικιωθεί, να καλείται να πάρει τη ζωή του στα χέρια του, τόσο οικονομικά όσο και κοινωνικά. Γιατί για την πλειοψηφία, κάποιος που είναι 18 ετών, είναι ακόμα παιδί.
Διαβάστε σχετικά: Τι λένε οι Έλληνες στους ψυχοθεραπευτές τους
«Έχεις εμάς, άρα ανήκεις»
’Τι τα θες αυτά, έχεις τη μαμά και τον μπαμπά”, ”η ψυχοθεραπεία είναι για τους αδύναμους, εσύ έχεις την οικογένειά σου”. Οι φράσεις που διαλέξατε είναι αποκαλυπτικές, μου λέει η καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συγγραφέας, Φωτεινή Τσαλίκογλου σε μια συζήτηση που κάναμε για το θέμα.
”Έχεις τη μαμά και τον μπαμπά” που σημαίνει, στο ταξίδι της ζωής σου έχεις έναν οδηγό πλοήγησης. Μια παντοδύναμη αυθεντία για να σε κατευθύνει: Eμας. Με άλλα λόγια: Ανήκεις. ”Η ψυχοθεραπεία είναι για τους αδύναμους” που σημαίνει η αδυναμία είναι αμάρτημα, κακοδαιμονία. Οι ρωγμές, οι αναζητήσεις, τα ανοιχτά ερωτήματα, είναι για τους αναξιοπαθούντες.
Εμείς είμαστε εδώ για σένα, για να βουλώνουμε τις ρωγμές, τις τρύπες, να τις καλύπτουμε, να κάνουμε ότι δεν υπάρχουν. Αυτό λοιπόν σημαίνει οικογένεια; Αυτός ο τρομαχτικός όσο και ψευδής κατευνασμός; Αυτή η πλασματική παντοδυναμία; Τα κουρέλια που κρύβουν τη γύμνια του βασιλιά;
Η Ειρήνη Κανονίδου είναι ψυχολόγος σε μια μικρή επαρχιακή πόλη (το Αλιβέρι της Εύβοιας), με ότι αυτό συνεπάγεται για το στίγμα και το ταμπού που συνοδεύουν την ψυχοθεραπεία σε μια κλειστή κοινωνία.
Και είναι φράσεις που έχει ακούσει πολλές φορές. Ναι, υπάρχουν περιπτώσεις που μου έχουν πει ότι είπαν στην μητέρα τους ότι ξεκίνησαν ψυχοθεραπεία και τους είπε ”τι τα θέλεις εσύ αυτά”, ”τρως τα λεφτά σου”, ″μα γιατί, τι σου κάναμε;;;”, ”μα τι πρόβλημα έχεις εσύ, όλα καλά πάνε”. Έχω ακούσει διάφορες εκδοχές.
Σε μια κλειστή κοινωνία δε, που όλοι ξέρουν τους πάντες, υπάρχουν περιπτώσεις που στον πόλεμο κατά της ψυχοθεραπείας, το περιβάλλον βάζει στο στόχαστρο και τον ειδικό.
– Ειπώθηκε και αυτό κάποια στιγμή για εμένα προσωπικά: ”Τι πας να κάνεις σε αυτή; Αυτή είναι τρελή!”. Και ειπώθηκε από άτομο που δεν με ξέρει και δεν το ξέρω.
– Υπήρχαν περιπτώσεις που ο θεραπευόμενος δεν ανοιγόταν πολύ για την οικογένειά του γιατί είναι γνωστοί σας;
-Ναι, έχω παρατηρήσει τέτοια περιστατικά. Σε ένα κλειστό περιβάλλον, ο θεραπευόμενος ερχόμενος εδώ, ήδη φέρνει μία ντροπή, να μου ανοιχτεί και να μου κοινοποιήσει πράγματα που γίνονται μέσα στο σπίτι. Πολλές φορές νιώθει ενοχικά, ότι μπορεί να εκθέσει τους γονείς του, ενώ στο πίσω μέρος του μυαλού του έχει και τον φόβο ”μην βγει κάτι παραέξω”. Οπότε εγώ πρέπει συνεχώς να του επιβεβαιώνω το απόρρητο. Ότι έτσι κι αλλιώς, από εδώ δεν θα βγει τίποτα.
Όπως μου λέει επίσης, πολλοί άνθρωποι δεν εστιάζουν καθόλου στο κομμάτι της οικογένειας, σαν πηγή δυσκολιών για αυτούς. Γιατί δεν αντιλαμβάνονται τις κακοποιητικές συμπεριφορές ως τέτοιες. Νομίζουν ότι η υπερπροστασία για παράδειγμα είναι κάτι καλό, ενώ δεν είναι.
Έρχονται εδώ ανυποψίαστοι. Δεν θα έρθει εύκολα κάποιος να σου πει ”ξέρω ότι οι γονείς μου με μεγάλωσαν με αυτόν τον τρόπο”. Νομίζουν ότι κάτι τρέχει με τους ίδιους. ”Κάτι δεν κάνω εγώ καλά. Είμαι μπερδεμένος. Δεν ξέρω τι έχω”. Αυτή η επίγνωση, το πώς έχω διαμορφωθεί μέσα από την οικογένειά μου, πώς έχω γίνει αυτό που είμαι, έρχεται μετά. Πολύ μετά.
Μετά από αρκετές συνεδρίες και διακριτικότητα, έρχονται στην επιφάνεια τα μοτίβα που υπήρχαν στην οικογένεια και πώς αυτά τα μοτίβα -οι τρόποι συμπεριφοράς των γονιών- έχουν διαμορφώσει τον άνθρωπο και τις δυσκολίες τις οποίες τώρα αντιλαμβάνεται.
Και πρόκειται για μια πολύ ευαίσθητη διαδικασία, η οποία γίνεται ακόμα δυσκολότερη όταν εγώ που θα έρθω στον ψυχολόγο για να μιλήσω για τους γονείς μου, μετά θα επιστρέψω στο ίδιο περιβάλλον, εάν μένουμε μαζί, ή εάν μένουν στο πάνω σπίτι (πολύ σύνηθες ειδικά για επαρχία). Και να ξέρετε, όσο πιο κακοποιητικά έχουμε μεγαλώσει, τόσο περισσότερος χρόνος χρειάζεται για να αγγιχτεί αυτό το ζήτημα. Είναι σαν μία εξίσωση.
Διαβάστε σχετικά: «Όταν δεν ξέρεις πού πηγαίνεις, κοίτα από πού έρχεσαι!»
Ποια είναι αυτά τα μοτίβα συμπεριφοράς
Ποιες είναι όμως αυτές οι πρακτικές που χρησιμοποιούνται συχνά από τις οικογένειες; Όπως μας λέει η κ. Τσαλίκογλου, οι οικογενειακά προσανατολισμένες έρευνες στην ψυχοπαθολογία, έχουν μελετήσει τους μηχανισμούς εκείνους που χρησιμοποιεί η οικογένεια για να γίνει ο κύριος διαμορφωτής του «είναι» του ατόμου, δηλαδή της ταυτότητας του, της αυτονομίας, της οντολογικής του ασφάλειας.
Αυτές είναι για παράδειγμα η ενδοβολή (να καταπίνεις τα πρέπει και τις απαγορεύσεις αμάσητα, που όμως αυτό θα κάτσει σαν πέτρα μέσα σου, δεν θα ενσωματωθεί και κάποια στιγμή θα το βγάλεις), η προβολή (όταν ο γονιός προβάλει στο παιδί τα δικά του θέλω), η εσωτερίκευση οικογενειακών καταστάσεων που αφορούν παλιές γενιές κ.α.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι όταν λέει η μητέρα στο παιδί της ″τώρα μεγάλωσες και πρέπει να ανεξαρτητοποιηθείς”, ενώ κάνει ότι περνάει από το χέρι της για να μην ανεξαρτητοποιηθεί. Μία ακραία περίπτωση είναι η μάνα να το λέει αυτό στο παιδί της, ενώ παράλληλα το ταΐζει στο στόμα με το κουτάλι.
Το τάισμα έχει πολύ μεγάλη σημασία στην ψυχοθεραπεία Γκεστάλτ, θα υπερθεματίσει η κ. Κανονίδου, η οποία ειδικεύεται σε αυτή τη θεραπευτική προσέγγιση.
Είναι σαν η μαμά να μπουκώνει το παιδί της με φαγητό και να του λέει ”μα πεινάς”. Έτσι δεν αφήνει τον άνθρωπο ελεύθερο να αποφασίσει και να έρθει σε επαφή με τις ανάγκες του. Κατ’ επέκταση δεν τον αφήνει να διαφοροποιηθεί. Του επιβάλλει τα δικά της πρέπει. Και έτσι τον βάζει σε μία γυάλα, δεν έχει δικαίωμα να αποφασίσει ο ίδιος για τον εαυτό του.
Αυτό για μένα είναι το πρώτο σύμπτωμα της υπερπροστασίας. Και όλοι νομίζουν ότι η υπερπροστασία είναι κάτι καλό. Δεν είναι καθόλου καλό. Η υπερπροστασία είναι κι αυτή ένα είδος κακοποίησης. Και είμαστε ανυποψίαστοι απέναντι σε αυτή την κακοποίηση. Το θέμα δεν είναι μόνο να πάρεις εσύ το κουτάλι και να ταϊστείς.
Το θέμα είναι να σου δώσω την ελευθερία να αποφασίσεις πότε πείνας. Στις περισσότερες ελληνικές παραδοσιακές οικογένειες, από την εμπειρία μου, δεν αφήνουν τα παιδιά τους να αποφασίσουν ποτέ πεινάνε.
Όπως μας λέει η κ. Τσαλίκογλου, μεγαλώνω σημαίνει αντέχω την αβεβαιότητα, τις ανοιχτές ερωτήσεις, την αναζήτηση, τον πειραματισμό, τις απώλειες και το ρίσκο. Και μια τέτοια οικογένεια κάνει ότι μπορεί για να εμποδίσει το μεγάλωμα του παιδιού της.
Η κρίση που θέριεψε το πρόβλημα
Άλλη μια τραγική πραγματικότητα είναι ότι η κρίση ενέτεινε το φαινόμενο.
Μάλιστα, έρευνα της διαΝΕΟσις για το τι πιστεύουν οι Έλληνες (2018) δείχνει ότι ενώ οι Έλληνες έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους σε πολλούς θεσμούς, η μόνη εξαίρεση είναι ο θεσμός της οικογένειας (σε ποσοστό 85%). Επίσης 8 στους 10 Έλληνες συμφωνούν πως μια από τις κύριες επιδιώξεις τους στη ζωή είναι «να κάνω τους γονείς μου υπερήφανους».
Η κρίση έχει εντείνει την αίσθηση μιας απειλής, σε όλους μας. Είτε είναι πραγματική, είτε φανταστική. Ότι κινδυνεύουμε, ότι δεν ξέρουμε τι μας περιμένει την επόμενη μέρα. Αυτό το αίσθημα του αβοήθητου, του ανήμπορου -που βρίσκεται και στις καρδιά της κατάθλιψης- εντείνει και την προσφυγή προς την οικογένεια, την επιστροφή στη μήτρα. Εμπεριέχει όμως και αυτό το δίπολο: Παίρνεις και ταυτόχρονα χάνεις. Παίρνεις θαλπωρή και ασφάλεια, χάνεις αυτονομία και ελευθερία.
Θα θέσω ένα ερώτημα: Πως νιώθει άραγε ένας νέος 30, 40 χρονών, που είναι υποχρεωμένος λόγω κρίσης να ζει ακόμα με την οικογένεια του; Πόσο προστατευμένος και ταυτόχρονα πόσο απροστάτευτος είναι; Πόσο η άλλη θεμελιακή ανάγκη της ανεξαρτητοποίησης, του απογαλακτισμού, της διαφοροποίησης από τον οικογενειακό κλοιό, ικανοποιείται;, αναρωτιέται η κ. Τσαλίκογλου.
Διαβάστε σχετικά: Ο αποδιοπομπαίος τράγος στις δυσλειτουργικές οικογένειες: ένα αβάσταχτο φορτίο
Οι… παράπλευρες απώλειες της οικογενειακής ασφάλειας: ένας ψευδής εαυτός
Όπως φαίνεται και από τους ειδικούς, αυτή η υπερπροστασία, κρύβει και ένα… τυράκι.
Το δώρο είναι η στοργή και η ασφάλεια. Το αντίτιμο κάποιες φορές είναι ο ίδιος ο εαυτός σου, εξηγεί η κ. Τσαλίκογλου. Θα σε φροντίζουμε και θα σε αγαπάμε όσο μας είσαι αρεστός”. Αρεστός όμως σημαίνει να είσαι αυτό που θέλουμε εμείς να είσαι. Όχι μόνο να κάνεις αυτό που θέλουμε, άλλα και να είσαι αυτό που θέλουμε. Έτσι, ένας ψευδής εαυτός (false self) εκκολάπτεται μέσα στους κόλπους μιας τέτοιας οικογένειας και ετοιμάζεται να διαγράψει μια πορεία γραμμένη από άλλους.
Δεν διστάζω να πω ότι με μια έννοια η ελληνική οικογένεια -μιας και γι’ αυτήν μιλάμε- δεν αγαπά το παιδί της. Ή μάλλον, δεν αφήνει το παιδί της να αγαπήσει τον εαυτό του. Γιατί, τι σημαίνει ”με αγαπώ”; Σημαίνει μαθαίνω μια αλήθεια για τον εαυτό μου. Μαθαίνω, όχι ποιος είμαι, αλλά –κυρίως- ποιος μπορώ να γίνομαι. Είναι δηλαδή μια ανοιχτή στο μέλλον διαδικασία. Δεν έχει τίποτα το περίκλειστο και το παγιωμένο.
Με αυτή την έννοια, υπάρχουν οικογένειες που, παρά τα επιφαινόμενα και τις καταστροφικές ρητορείες του τύπου ”εμείς θυσιαζόμαστε για σένα”, ”δίνουμε τη ζωή μας”, δεν αγαπούν το παιδί τους. Αγαπούν ένα προδιαμορφωμένο από εκείνες πλάσμα. Αγαπούν ένα παιδί τρόπαιο, που θα καταφέρει ότι δεν κατάφερε ο γονιός του. Αγαπούν ένα παιδί που θα γίνει η ζωή που δεν έζησε ο γονιός του.
Υπάρχει περίπτωση να μην καταλαβαίνει ούτε το ίδιο το άτομο ότι δεν είναι ο εαυτός του;, ρωτάω την κ. Τσαλίκογλου, σχεδόν γνωρίζοντας την απάντηση.
Αυτό είναι όλο το θέμα αυτού που ονομάζεται false self. Φτάνει το άτομο σε ένα σημείο να μην αναγνωρίζει ποιες είναι οι ανάγκες του. Αυτά που επιθυμεί είναι δικά του; Αυτός είναι που τα επιθυμεί ή κάποιος άλλος; Έχει γίνει σαν δεύτερο δέρμα. Και για να ξεκολλήσει αυτό το δέρμα, χρειάζεται αυτογνωσία και διορθωτικές εμπειρίες στη διάρκεια της ζωής.
Πηγή: Hufffingtonpost.gr
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*