Υπάρχει ένα ρητό, του οποίου η κεντρική ιδέα είναι ότι, ήρωας δεν είναι αυτός που έχει καταφέρει να απολαμβάνει μια τέλεια ζωή, αλλά εκείνος που παρά τις ατελείς συνθήκες, βρίσκει τη δύναμη να σηκωθεί κάθε πρωί από το κρεβάτι και να λειτουργεί ‘κανονικά’.
Τι περιλαμβάνει αυτή η κοινωνικά κατασκευασμένη κανονικότητα; Σε γενικές γραμμές, το να σηκώνεται κανείς το πρωί, να πηγαίνει στη δουλειά του, να θεωρείται εκεί λειτουργικός. Να βρίσκει νόημα, όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει, όσο βαρύ κι αν νιώθει το κλίμα, όση ματαίωση κι αν βιώνει. Ή, αν δε μπορεί να βρει με τίποτα νόημα, να αντλήσει από κάπου τη δύναμη ώστε να αναζητήσει μια νέα εργασία, την υπομονή για να αντέξει όσα περιλαμβάνει αυτή η αναζήτηση και το θάρρος να μπει στο καινούριο – επειδή δε μπορεί να ξέρει πώς θα είναι στο καινούριο, όσο καλό κι αν φαίνεται αυτό.
Η κανονικότητα επιτάσσει μια ομαλή σχέση με την οικογένεια, την πατρική ή αυτή που δημιουργούμε μόνοι μας. Αυτό προϋποθέτει ένα πλαίσιο χωρίς πολλές διακυμάνσεις -φωνές, καυγάδες, διεκδικήσεις. Έτσι πέφτει συχνά κανείς στην παγίδα να κρύβει το θυμό και τα απωθημένα του, ώστε να μην πειράξει την πολυπόθητη ομαλότητα στις σχέσεις του.
Ακόμη, η κοινωνική ζωή, η περιποίηση του σπιτιού, οι παντός είδους υποχρεώσεις και κάπου εκεί στριμωγμένα τα όνειρα και οι επιθυμίες που έχουμε συχνά οι άνθρωποι. Όλα μαζί, απαιτούν τέτοια ψυχική και σωματική ενέργεια, που συχνά μας αφήνουν χωρίς αποθέματα. Χρειάζεται κανείς να βρει τη δική του μοναδική ισορροπία, να ορίσει τα όριά του και να σεβαστεί τις αντοχές του, ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της κανονικότητας. Δημιουργείται ένα κόστος που ζητά άμεσα πληρωμή.
Αν σε όλα τα παραπάνω εισάγουμε τον παράγοντα της ψυχικής υγείας, το κόστος αυτό αυξάνεται σημαντικά.
Άνθρωποι με κατάθλιψη, διπολική διαταραχή, φοβίες, ιδεοψυχαναγκασμούς. Άνθρωποι που αισθάνονται λίγοι, αισθάνονται ότι ο κόσμος τους φοβίζει, τους απειλεί, τους καταδιώκει. Άνθρωποι που πιστεύουν ότι δεν αξίζουν να αγαπηθούν, που δε μπορούν να ελέγξουν τις αλλαγές στη διάθεσή τους, που δε βρίσκουν κανένα νόημα στη ζωή, που συχνά σκέφτονται ότι ίσως ο θάνατος να τους λύτρωνε. Άνθρωποι που παρ’ όλα αυτά, βρίσκουν τη δύναμη καθημερινά να ανταποκριθούν στην έννοια της κανονικότητας που έχει φορεθεί σε όλους μας σαν κακοραμμένο κοστούμι. Άνθρωποι που, παρόλο που μπορεί να τους βλέπουμε συχνά να γελάνε, ή και ακόμη συχνότερα να κάνουν τους άλλους να γελούν, μέσα τους δε σταματούν ποτέ να πονούν.
Τι μας ωθεί λοιπόν να προχωράμε μπροστά, παρά τον πόνο μας; Να ζητάμε βοήθεια, από ειδικούς και μη; Τι ωθεί τους ανθρώπους να έρχονται στα γραφεία μας βδομάδα με τη βδομάδα, σταθεροί και πιστοί στην ώρα τους, ενώ μας λένε ότι πιστεύουν ότι δε μπορούν να βοηθηθούν;
Ίσως υπάρχει μια φωνή μέσα μας, που συχνά υπερκαλύπτεται από άλλες, πιο δυνατές, πιο επικριτικές, πιο επιτακτικές φωνές. Μια φωνή που καταλαμβάνει ελάχιστο ψυχικό τόπο, ωστόσο δε σταματά να ελπίζει και να μας σπρώχνει να συνεχίσουμε την προσπάθεια, ακόμη κι όταν όλα μοιάζουν να έχουν χαθεί. Με αυτήν τη φωνή επιλέγουμε να συμμαχήσουμε οι ειδικοί ψυχικής υγείας.
Ίσως λοιπόν, οι πραγματικοί ήρωες να είναι όλοι εκείνοι, που παρά το διαρκή πόνο, το φόβο, την αγωνία που αισθάνονται, κάθε πρωί σηκώνονται από το κρεβάτι. Δουλεύουν, μιλάνε με κόσμο, χαμογελούν, πληρώνουν λογαριασμούς, βοηθούν άλλους ανθρώπους.
Υπάρχουν. Ελπίζουν και προσπαθούν, κόντρα στη ματαιότητα που αισθάνονται.
Τι πιο ηρωικό από αυτό;