Περισσότεροι από δύο εκατομμύρια άνθρωποι στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν διαγνωστεί με σχιζοφρένεια και η θεραπεία για τους περισσότερους από αυτούς περιλαμβάνει κυρίως ισχυρές δόσεις αντιψυχωτικών φαρμάκων που αμβλύνουν τις παραισθήσεις και τις ψευδαισθήσεις αλλά μπορούν να επιφέρουν αφόρητες παρενέργειες, όπως σημαντική αύξηση του βάρους ή εξουθενωτικές συσπάσεις.
Τώρα, τα αποτελέσματα μιας έρευνας-ορόσημο χρηματοδοτημένης από το κράτος, προσεγγίζουν με αμφισβήτηση αυτή τη θεραπεία. Τα ευρήματα, τα οποία είχαν μακράν τις πιο αυστηρές δοκιμές μέχρι σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, έδειξαν ότι οι ασθενείς με σχιζοφρένεια που έλαβαν μικρότερη δόση αντιψυχωτικών φαρμάκων και τους δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στην κατά πρόσωπο ψυχοθεραπεία και στη στήριξη στην οικογένεια, έδειξαν μεγαλύτερη προόδο στην ανάρρωση μέσα στα δύο πρώτα χρόνια της θεραπείας σε σχέση με τους ασθενείς που έλαβαν τη συνηθισμένη θεραπεία, επικεντρωμένη μόνο στη φαρμακευτική αγωγή.
Η Έκθεση, πρόκειται να δημοσιευτεί στο επιστημονικό περιοδικό “The American Journal of Psychiatry” και χρηματοδοτήθηκε από το Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας, στο πλαίσιο διαπραγμάτευσης της μεταρρύθμισης στην ψυχική υγεία και παράλληλα στο πλαίσιο συζήτησης σχετικά με την αποτελεσματικότητα των πολιτικών και τη σύνδεση με την ψυχική ασθένεια στις μαζικές εκτελέσεις στα πανεπιστήμια.
Το 2014, η κυβέρνηση των ΗΠΑ έδωσε 25 εκατομμύρια δολάρια σε επιδοτήσεις στις πολιτείες ως ενίσχυση για προγράμματα έγκαιρης παρέμβασης για την ψυχική υγεία. Από τότε, 32 πολιτείες έχουν ξεκινήσει να χρησιμοποιούν αυτές τις επιδοτήσεις για να χρηματοδοτούν τις υπηρεσίες συνδυαστικής θεραπείας, ανέφερε ο Dr. Heinssen.
Οι ειδικοί λένε ότι τα ευρήματα θα μπορούσαν να βοηθήσουν ώστε να δοθεί μια νέα μορφή φροντίδας σε ένα τομέα της ιατρικής, που κάποιοι θεωρούν θλιβερά ανεπαρκή: στην αντιμετώπιση του πρώτου επεισοδίου ψύχωσης, στο οποίο στην αρχή υπάρχει αποκοπή από την πραγματικότητα και στο οποίο οι ασθενείς (συνήθως άνθρωποι στο τέλος της εφηβείας ή νέοι στα 20 έτη τους) φοβούνται και γίνονται υπερβολικά καχύποπτοι. Η έρευνα βρήκε ότι όσο πιο νωρίς οι ασθενείς άρχισαν τη συνδυαστική θεραπεία μετά το πρώτο επεισόδιο, τόσο περισσότερο παρουσίασαν σημάδια βελτίωσης. Ο μέσος χρόνος μεταξύ του πρώτου επεισοδίου και της λήψης της ιατρικής φροντίδας- για αυτούς που τη χρειάζονται- είναι τώρα περίπου 1,5 έτος.
Η πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση που μελέτησε η έρευνα, βασίζεται κυρίως σε προγράμματα στην Αυστραλία, τη Σκανδιναβία και οπουδήποτε έχουν βελτιωθεί οι ζωές των ασθενών για δεκαετίες σε αυτές τις χώρες. Αυτή η μελέτη είναι το πρώτο τεστ αυτής της προσέγγισης στις ΗΠΑ – στον «πραγματικό κόσμο» όπως τον περιέγραψαν οι ερευνητές, ένα μήνυμα που μεταδόθηκε μέσω των υπαρκτών υποδομών από τα κοινοτικά κέντρα ψυχικής υγείας.
Τα φάρμακα που συνήθιζαν να θεραπεύουν τη σχιζοφρένεια, τα επονομαζόμενα αντιψυχωτικά, που λειτουργούν πάρα πολύ καλά σε κάποιους ανθρώπους, περιορίζουν την ψύχωση με λίγες παρενέργειες, αλλά οι περισσότεροι που τα λαμβάνουν αντιμετωπίζουν τις αρνητικές τους παρενέργειες, είτε παίρνουν βάρος, έχουν υπερβολική υπνηλία ή συναισθηματικό μούδιασμα και είναι δύσκολο να ζουν με αυτές. Σχεδόν τα ¾ των ανθρώπων στους οποίους συνταγογραφήθηκαν τα φάρμακα για τη διαταραχή, σταμάτησαν να τα παίρνουν μέσα σε ενάμιση χρόνο, όπως έδειξαν οι μελέτες.
«Όσο για τη θεραπεία, βίωσα ήδη κάθε παρενέργεια, από ρίγη και τρέμουλο μέχρι τρίξιμο των δοντιών», είπε η Maggie, 20 ετών που συμμετείχε στην έρευνα και που ζήτησε να μην αναφερθεί το επώνυμό της. Τα πήγε καλά με τη δοκιμή και τώρα είναι φοιτήτρια της Νοσηλευτικής Σχολής.
Οι γιατροί επαίνεσαν τα ευρήματα της έρευνας.
«Είμαι εκπληκτικά εντυπωσιασμένος για το ό,τι ήταν ικανοί να διεξάγουν τόσο αποτελεσματικά την έρευνα και αυτή δείχνει ξεκάθαρα τη σημασία της έγκαιρης παρέμβασης», είπε ο γιατρός William T. Carpenter, καθηγητής Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Ιατρικής Maryland, που δε συμμετείχε στην έρευνα.
Άλλοι γιατροί, όπως η Mary E. Olson, Επίκουρη Καθηγήτρια Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Ιατρικής στη Μασαχουσέτη, που έχει δουλέψει στην προώθηση προσεγγίσεων για την ψύχωση που σχετίζονται λιγότερο με τα φάρμακα, είπε ότι η συνδυαστική θεραπεία έχει πολλά κοινά με τον ανοιχτό διάλογο, ένα Φινλανδικό πρόγραμμα που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1980. «Υπάρχουν ιδέες της τάξεως του zeitgeist και νομίζω ότι είναι συναρπαστικό που η δοκιμή είχε τέτοια καλά αποτελέσματα» ανέφερε η Όλσον.
Στη νέα έρευνα, οι γιατροί χρησιμοποίησαν τη φαρμακευτική θεραπεία ως μέρος της θεραπείας και προσπάθησαν να κρατήσουν τις δόσεις όσο το δυνατόν χαμηλότερα -σε μερικές περιπτώσεις κατά 50% λιγότερο- ελαχιστοποιώντας τις αρνητικές συνέπειες.
Η ερευνητική ομάδα, υπό την καθοδήγηση του γιατρού John M. Kane, Προέδρου του Ψυχιατρικού Τμήματος στη σχολή Ιατρικής στη Βόρεια Ακτή του Hofstra, επέλεξε τυχαία 34 κλινικές κοινοτικής φροντίδας σε 21 πολιτείες των ΗΠΑ για την παροχή είτε της συνηθισμένης θεραπείας, είτε του συνδυαστικού πακέτου.
Η ομάδα προετοίμασε τα μέλη του προσωπικού στις επιλεγμένες κλινικές για να παραδώσουν αυτό το πακέτο προσέγγισης και σε αυτό συμπεριλαμβάνονταν 3 στοιχεία επιπρόσθετα στη θεραπεία:
1. Βοήθεια στη δουλειά ή το σχολείο όπως διευκόλυνση για την επιλογή μαθημάτων ή ευκαιριών που είναι πιο κατάλληλες, δεδομένων των συμπτωμάτων των ασθενών
2. Εκπαίδευση για τα μέλη της οικογένειας με στόχο την καλύτερη κατανόηση της ασθένειας.
3. Και τέλος: ατομική ψυχοθεραπεία, στην οποία το άτομο παράλληλα με τη διάγνωση, μαθαίνει πώς να χτίζει μια κοινωνική σχέση, να μειώνει τη χρήση των ουσιών και να δέχεται βοήθεια στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων, τα οποία περιλαμβάνουν ζητήματα σε σχέση με τη διάθεση όπως οι ψευδαισθήσεις και οι παραισθήσεις.
Για παράδειγμα, κάποιοι ασθενείς μπορούν να μάθουν να αντιμετωπίζουν τις φωνές που ακούν- εξαρτάται βέβαια αυτό από τη σοβαρότητα του επεισοδίου– με το να τις αγνοούν ή να απαντούν σε αυτές. Η ομάδα συμπεριελάμβανε 404 ασθενείς με το πρώτο επεισόδιο ψύχωσης να διαγιγνώσκεται στα τέλη της εφηβείας ή στα 20 έτη περίπου. Σχεδόν οι μισοί έλαβαν τη συνδυαστική θεραπευτική προσέγγιση όπως γινόταν συνήθως. Οι κλινικοί παρακολούθησαν και τις δύο ομάδες χρησιμοποιώντας ψυχομετρικά εργαλεία που μετρούν τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων και την ποιότητα της ζωής, όπως πότε το άτομο δουλεύει και πόσο καλά τα πάει με τα μέλη της οικογένειας.
Η ομάδα που ξεκίνησε τη συνδυαστική θεραπεία τα πήγε, κατά μέσο όρο, πιο άσχημα και στις δύο μετρήσεις στην αρχή της δοκιμής. Μέσα σε δύο χρόνια και οι δύο ομάδες έδειξαν σταθερή βελτίωση. Αλλά μέχρι το τέλος, αυτοί οι οποίοι συμμετείχαν στο συνδυαστικό πρόγραμμα είχαν μεγαλύτερη ανακούφιση από τα συμπτώματα και λειτουργούσαν επίσης καλύτερα. Επίσης έπαιρναν δόσεις φαρμάκων που ήταν 20-50% μικρότερες είπαν οι γιατροί της έρευνας.
«Ένας τρόπος για να σκεφτείτε το αποτέλεσμα της έρευνας είναι εάν παρατηρήσετε τα άτομα που είχαν την καλύτερη απόδοση – εκείνους που αναλάβαμε νωρίτερα μετά το πρώτο επεισόδιο- θα δείτε ότι η βελτίωση τους μέχρι το τέλος ήταν πιο εύκολα παρατηρήσιμη από τους φίλους και την οικογένεια» είπαν οι γιατροί. Τα οφέλη για τους ασθενείς που ακολούθησαν την τυπική θεραπεία, ήταν εξίσου φανερά στους γιατρούς, αλλά πολύ λιγότερο προφανή στο περιβάλλον τους.
Ο γιατρός Kenneth Duckworth, ο διευθυντής ιατρικής για την Εθνική Συμμαχία της Ψυχικής Ασθένειας, σε μια ομάδα συνηγορίας, ονόμασε τα ευρήματα «Μια αλλαγή παιχνιδιού για το πεδίο μάχης», σε μια διαδικασία που συνδυάζει πολλαπλές, εξατομικευμένες θεραπείες, που ταιριάζουν στην περίπτωση της ψύχωσης.
Η μελέτη, αν και ξεκίνησε το 2009, σχεδόν κατέρρευσε από το βάρος της ίδιας της φιλοδοξίας της. Η αρχική πρόταση σχετιζόταν με δύο παράλληλες δοκιμές, που η καθεμία συμπεριελάμβανε εκατοντάδες θεραπευόμενους που βρίσκονταν στην αρχή των ψυχωσικών επεισοδίων τους. Αλλά η ενσωμάτωση των ασθενών ήταν τόσο αργή για μία από τις δοκιμές που τελικά εγκαταλείφθηκε.
«Ήταν μακρύς ο δρόμος», ανέφερε η γιατρός Heinssen που συμμετείχε από την αρχή στην έρευνα, «αλλά αξίζει να παρατηρηθεί ότι χρειάζονται συνήθως περίπου 17 χρόνια για μια νέα ανακάλυψη, ώστε να μπει στην κλινική πρακτική. Όμως τελικά, αυτή η διαδικασία πήρε μόνο επτά χρόνια».
Πηγή: nytimes.com
Aπόδοση: Χρύσα Καριεντίδου
Φοιτήτρια Ψυχολογίας, Μέλος ΑΚΠΣΑ
Επιμέλεια: PsychologyNow.gr