Δεν αποτελεί μυστικό για κανέναν ότι η δουλειά του θεραπευτή είναι δύσκολη.
Ειδικότερα η εργασία σε δημόσια θεραπευτικά πλαίσια, δεν έχει κατάλληλες οικονομικές απολαβές, έχει εξαντλητικά ωράρια και υψηλές προσδοκίες προς ανέφικτα «πρότυπα παραγωγικότητας» (μέχρι 30 ώρες συνεδριών κάθε εβδομάδα και άλλες τόσες για αναπληρώσεις ραντεβού). Οι ειδικοί υποβάλλονται σε συνεχή πίεση με γραφειοκρατικά θέματα και συχνά αντιμετωπίζουν περικοπές και απειλές απολύσεων. Επιπλέον, η φύση του κλινικού πλαισίου έχει αρκετή ένταση και ακόμη και το άγχος που προκαλεί, εκθέτει τους επαγγελματίες σε υψηλά επίπεδα ανθρώπινης αντοχής.
Και σαν μην έφτανε αυτό, η κοινωνία γενικότερα δεν φαίνεται να θαυμάζει ειδικότερα τους θεραπευτές ή να καταλαβαίνει τι είναι αυτό που κάνουν. Αυτό είναι σαφές εάν σκεφτείτε τις απεικονίσεις των ψυχολόγων σε γνωστές ταινίες, όπως τον Jack Nicholson στη ταινία Anger Management ή την Barbara Streisand στο Meet the Fockers. Σίγουρα υπάρχουν καλά παραδείγματα ικανών ψυχολόγων, αλλά είναι κατά πολύ λιγότερα από εκείνα που τους παρουσιάζουν ως τρελούς, νάρκισσους, μιλώντας συνέχεια με ψυχολογικούς όρους. Οπότε, έχοντας αυτά τα πρότυπα, γιατί θα επέλεγε κανείς να ασχοληθεί με τη θεραπεία επαγγελματικά ή να μπει σε ψυχοθεραπευτική διαδικασία;
Για να το ξεκαθαρίσουμε, οι περισσότεροι από εμάς δεν επέλεξαν αυτή τη δουλειά, επειδή νομίζαμε ότι θα γινόμασταν πλούσιοι και διάσημοι. Μια μεγάλη, 20 ετής, πολυεθνική μελέτη 11.000 ψυχοθεραπευτών που διεξήχθη από τους ερευνητές David Orlinsky του Πανεπιστημίου του Σικάγο και Michael Helge Rønnestad του Πανεπιστημίου του Όσλο, όχι μόνο έχει τις απαντήσεις, αλλά χτυπάει στον πυρήνα των προσδοκιών μας και ίσως στην ψυχή της επαγγελματικής μας ταυτότητας.
Για το βιβλίο τους που δημοσιεύθηκε το 2005 “How Psychotherapists Develop”, συνέλεξαν και ανέλυσαν λεπτομερείς εκθέσεις από σχεδόν 5.000 ψυχοθεραπευτές για τον τρόπο που βίωναν τη εργασία και την επαγγελματική τους εξέλιξη. Από τότε, 6.000 ακόμη ψυχοθεραπευτές έχουν συμμετάσχει στη μελέτη. Βρήκαν ότι οι ψυχοθεραπευτές παραμένουν στο επάγγελμα, όχι λόγω των υλικών ανταμοιβών ή την προοπτική της επαγγελματικής ανέλιξης, αλλά επειδή, πάνω από όλα, εκτιμούν τη βαθιά σύνδεση με τους πελάτες και τους βοηθούν να βελτιωθούν. Εκτός αυτού, οι κλινικοί ψυχολόγοι που ερωτήθηκαν, ανέφεραν σταθερά μια ισχυρή επιθυμία να συνεχίσουν να εκπαιδεύονται και να μαθαίνουν περισσότερα για το επάγγελμά τους, ανεξάρτητα από το πόσο καιρό το ασκούσαν. Η επαγγελματική ανάπτυξη αναφέρθηκε ως ένα ισχυρό κίνητρο και ένα σημαντικός ρυθμιστικός παράγοντας για την επαγγελματική εξουθένωση σε όλους τους τομείς.
Οι ερευνητέςεπινόησαν τον όρο «θεραπευτική συμμετοχή», εννοώντας τόσο αυτό που οι θεραπευτές επιδιώκουν στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία, όσο και την ικανοποίηση που λαμβάνουν από την εργασία που κάνουν. Αυτή η έννοια περιγράφει τις προαναφερθείσες εμπειρίες των θεραπευτών ως: προσωπική εμπλοκή στη θεραπεία, επικοινωνία σε ένα υψηλότερο επίπεδο ενσυναίσθησης και αίσθηση ικανότητας και αποτελεσματικότητας αντιμετώπισης των δυσκολιών. Η θεραπευτική συμμετοχή αντιπροσωπεύει τους ψυχοθεραπευτές όταν κάνουν καλά τη δουλειά τους: είναι εκείνες οι στιγμές όταν είναι συντονισμένοι με τους θεραπευόμενούς και γίνεται ορατή η διαδρομή που απαιτείται για τη θεραπευτική αλλαγή. Εκείνες τις στιγμές που μπορούμε σχεδόν να αισθανθούμε την «υφή» της θεραπευτικής σύνδεσης και γνωρίζουμε ότι κάτι ισχυρό συμβαίνει. Αλλά τι είναι αυτό που την προκαλεί και πιο συγκεκριμένα, πώς μπορούμε να το κάνουμε να συμβεί πιο συχνά;
Όλοι γνωρίζουμε ότι η θεραπευτική συμμετοχή δεν προκύπτει απλά όταν κάθεσαι σε ένα γραφείο με ταραγμένους και ζορισμένους ανθρώπους για πολλά χρόνια. Σύμφωνα με τους ερευνητές, προκύπτει από τη συσσυσωρευτική εξέλιξη της πορείας των ψυχοθεραπευτών, καθώς βελτιώνουν τις κλινικές τους δεξιότητες, αυξάνουν την επιδεξιότητά τους, ξεπερνώντας σταδιακά τους περιορισμούς και αποκτώντας μια θετική αίσθηση της κλινικής ανάπτυξής τους μέσα από την πορεία της σταδιοδρομίας τους.
Αλλά ένας ακόμη πιο ισχυρός παράγοντας για την προώθηση της θεραπευτικής συμμετοχής, είναι αυτό που οι ερευνητές αποκαλούν «αίσθηση της τρέχουσας εξέλιξης του ψυχοθεραπευτή»: την αίσθηση ότι μαθαίνουμε από την καθημερινή κλινική εργασία μας, εμβαθύνοντας και ενισχύοντας την κατανόησή μας σε κάθε συνεδρία. Οι ερευνητές υποδηλώνουν ότι αυτή η αναζωογονητική εμπειρία της βιωματικής εξέλιξης είναι θεμελιώδους σημασίας για τη διατήρηση του θετικού εργατικού ήθους και του κλινικού πάθους.
Σύμφωνα με τη μελέτη τους, η διαδρομή για τη βιωματική εξέλιξη, είναι σαφής. Είναι στενά συνδεδεμένη με εμπειρίες ψυχοθεραπευτών με τους θεραπευόμενους και το τι μαθαίνουν από αυτούς, κάτι που δεν σχετίζεται με τα εργαστήρια και τα βιβλία που διατυμπανίζουν τις τελευταίες και μεγαλύτερες εξελίξεις στον τομέα μας.
Σχεδόν το 97% των ψυχοθεραπευτών που μελετήθηκαν, ανέφερε ότι η μάθηση από τους θεραπευόμενους ήταν μια σημαντική επιρροή στην αίσθηση της ανάπτυξής τους, με το 84% να βαθμολογεί την επιρροή ως «υψηλή». Φαίνεται ότι οι ψυχοθεραπευτές πραγματικά πιστεύουν ότι οι θεραπευόμενοι είναι οι καλύτεροι δάσκαλοι.
Όμως η διαπίστωση που εντυπωσίασε περισσότερο τους ερευνητές ήταν το άσβεστο πάθος των ψυχοθεραπευτών να γίνουν όσο καλύτεροι μπορούν σε αυτό που κάνουν. Ένα ποσοστό του 86% των ψυχοθεραπευτών στη μελέτη ανέφερε ότι ήταν «υψηλά κινητοποιημένοι» να αναζητήσουν επαγγελματική εξέλιξη. Φαίνεται ότι όσο καιρό και να ήταν στο επάγγελμα, οι ψυχοθεραπευτές εξακολουθούσαν να θέλουν να μάθουν περισσότερα και να γίνουν καλύτεροι.
Στην ερώτηση «Γιατί είναι τόσο σημαντική για εμάς η εξέλιξη;» οι ερευνητές συσχέτισαν στενά τη θεραπευτική συμμετοχή και την τρέχουσα βιωματική εξέλιξη.
Η συνεχιζόμενη αίσθηση ότι μαθαίνουμε και αναπτυσσόμαστε σε κάθε συνεδρία, δίνει την αίσθηση της δέσμευσης, της αισιοδοξίας και του διεξόδου, από τη μονότονη καθημερινότητα των καθημερινών συνεδριών.
Προωθεί το συνεχή επαγγελματικό προβληματισμό, ο οποίος, με τη σειρά του, μας δίνει το κίνητρο να αναζητήσουμε την κατάρτιση, την εποπτεία, την προσωπική θεραπεία ή ό,τι χρειάζεται για να είμαστε σε θέση να αισθανθούμε ότι η εξελικτική διαδικασία συνεχίζεται. Δανειζόμενοι έναν όρο από τους αείμνηστους ψυχιάτρους Johns Hopkins και Jerome Frank, όταν έχουμε την αίσθηση της τρέχουσας εμπειρικής εξέλιξης αναπτερώνεται το ηθικό των θεραπευτών, θεραπεύοντας τις εκδορές και τους στρεσογόνους παράγοντες της εργασίας και ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο να πέσουν σε μια ρουτίνα και να απογοητευθούν. «[Αυτό] είναι το βάλσαμο που κρατά το ψυχολογικό δέρμα μας ανοιχτό και προσβάσιμο», δήλωσε ο Orlinsky. «Πολλοί πιστεύουν ότι καθώς ακούμε συνεχώς προβλήματα, μπορεί να εξελιχθούμε σε συναισθηματικά αναίσθητους, παχύδερμους ανθρώπους». Αλλά αυτό δε συμβαίνει με τους θεραπευτές. Χρειαζόμαστε «λεπτό δέρμα», ανοιχτό, ευαίσθητο, ζωντανό, που ανταποκρίνεται, για να συνδεθούμε με τους θεραπευόμενους. «Η τρέχουσα βιωματική εξέλιξη, λοιπόν, είναι ο μεγαλύτερος σύμμαχός μας για να εξαφανίσουμε το εμπόδιο της επαγγελματικής εξουθένωσης και χρειαζόμαστε να αισθανθούμε ότι αναπτυσσόμαστε για να αντιμετωπίσουμε την απογοήτευση».
Η σημασία της μέτρησης των αποτελεσμάτων
Για να πετύχουμε τη θεραπευτική συμμετοχή, απαιτείται μια συνεχή αξιολόγηση για το πού βρισκόμαστε τώρα σε σχέση με το παρελθόν. Πρέπει να συνεχίσουμε να εξετάζουμε την κλινική εμπειρία μας, ψάχνοντας για ενδείξεις της θεραπευτικής μας δεξιοτεχνίας και να αναζητούμε εξονυχιστικά στις συνεδρίες μας τις στιγμές εκείνες που μας γεμίζουν. Αλλά αν η αίσθηση της θεραπευτικής συμμετοχής με τους θεραπευόμενους, είναι συνδεδεμένη με τη συνεχή ανάγκη του εαυτού μας να γινόμαστε καλύτεροι, πώς ξέρουμε ότι πραγματικά βοηθούμε; Πώς γνωρίζετε πότε η ψυχοθεραπεία είναι επωφελής; Τα θεραπευτικά αποτελέσματα είναι δύσκολο να καθοριστούν και ακόμη πιο δύσκολο να μετρηθούν.
Η ερευνητική βιβλιογραφία προσφέρει ισχυρές ενδείξεις ότι οι ψυχοθεραπευτές δεν είναι καλοί κριτές των δικών τους επιδόσεων. Σε μια μελέτη από τον ερευνητή Leonard Bickman και τους συνεργάτες του από το Πανεπιστήμιο Vanderbilt που δημοσιεύθηκε το 2005 στο Journal of Clinical Psychology: InSession, οι κλινικοί γιατροί όλων των τύπων κλήθηκαν να βαθμολογήσουν τις επιδόσεις στη δουλειά τους από Α + μέχρι F. Περίπου το 66% κατέταξε τον εαυτό τους ως Α ή καλύτερο. Ούτε ένας ψυχοθεραπευτής δεν βαθμολόγησε τον εαυτό του κάτω από το μέσο όρο!
Δεν είναι ότι είμαστε αφελείς, είναι απλά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να εκτιμήσουμε με ακρίβεια την αποτελεσματικότητά μας με βάση τον καθημερινό θεραπευόμενο. Για το σκοπό αυτό, θα πρέπει να έχετε κάποιο ποσοτικό πρότυπο ως σημείο αναφοράς, χρειάζεται να μετρήσετε τα αποτελέσματα σας. Σας ακούω τώρα να γκρινιάζετε, αλλά εγώ δεν μιλώ για τη μέτρηση αποτελεσμάτων για χάρη της γραφειοκρατικής «λογοδοσίας» σε πηγές χρηματοδότησης, ούτε για να δικαιολογήσετε την ύπαρξή σας με την «απόδειξη της αξίας» ή «την απόδοση των επενδύσεων».
Αντίθετα, η μέτρηση των αποτελεσμάτων σας επιτρέπει να κόψετε δρόμο μέσα από την ασάφεια της θεραπείας, χρησιμοποιώντας αντικειμενικά στοιχεία από την πρακτική σας για να σας βοηθήσουν να διακρίνετε τη κλινική ανάπτυξή σας χωρίς να υποκύψετε σε αυτόν τον αιώνιο μπαμπούλα της θεραπευτικής προσπάθειας: τους ευσεβείς πόθους. Η μέτρηση των αποτελεσμάτων σχετίζεται άμεσα τόσο με την επίγνωση της δεξιοτεχνίας μας με την πάροδο του χρόνου όσο και με την εμπειρία μιας αίσθησης της συνεχούς εξέλιξης.
Πώς μπορούν τα αποτελέσματα να μετρήσουν τη συσσωρευμένη ανάπτυξη της καριέρας σας και την τρέχουσα βιωματική εξέλιξη, δύο κλειδιά για την καλύτερη θεραπευτική συμμετοχή με τους θεραπευόμενους; Κατ’ αρχάς, η συσσωρευμένη ανάπτυξη της καριέρας σας είναι ένας άλλος τρόπος για να πούμε ότι γινόμαστε «όλο και καλύτεροι, όλη την ώρα». Η συστηματική συλλογή των δεδομένων των αποτελεσμάτων επιτρέπει τον προσδιορισμό της αποτελεσματικότητας σας με την πάροδο του χρόνου και σας δίνει μια βάση για να προσπαθήσετε να αξιολογήσετε με ακρίβεια νέες στρατηγικές. Αρχίστε απλά με το να εισάγετε τα δεδομένα των αποτελεσμάτων σας σε μια βάση δεδομένων και παρακολουθήστε τα σε συνεχή βάση: intake και μετρήσεις τελικής συνεδρίας, μέσο όρο αλλαγής (η διαφορά μεταξύ του intake και των μετρήσεων της τελευταίας συνεδρίας) και, σε τελική ανάλυση, το ποσοστό των θεραπευομένων που επωφελούνται. Εάν μπορείτε να επανεξετάσετε και να αξιολογήσετε την κλινική εργασία σας μετην πάροδο του χρόνου, μπορείτε πραγματικά να μάθετε από την εμπειρία σας, αντί απλά να επαναλαμβάνεστε ελπίζοντας για το καλύτερο.
Φυσικά, η ανακάλυψη της αποτελεσματικότητάς σας, μπορεί να είναι ένα ρίσκο. Τι θα κάνετε αν μάθετε ότι δεν είστε τόσο καλοί; Τι θα κάνετε αν ανακαλύψετε ότι ανήκετε, απλά στον μέσο όρο; Η μέτρηση των αποτελεσμάτων χρειάζεται θάρρος, αλλά το ίδιο χρειάστηκε και όταν μπήκατε σε μια συνεδρία για πρώτη φορά για να βοηθήσετε κάποιον που ένιωθε αγωνία και το ίδιο χρειάζεται να κάνετε καθημερινά.
Η μελέτη των Orlinsky και Rønnestad περιέχει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με το ποιοι είμαστε και τι πρέπει να κάνουμε για να παραμείνουμε μια ζωτική δύναμη στη ζωή των θεραπευόμενών μας. Αυτό δείχνει ότι η επαγγελματική μας ανάπτυξη είναι ένα απαραίτητο μέρος της ταυτότητάς μας, όπως είναι η ανάγκη μας να μαζέψουμε τις εμπειρίες που μας αναπληρωνούν. Δεν είναι αρκετό να είναι κανείς συμπονετικός και γεμάτος κατανόηση. Οι θεραπευτές πρέπει να έχουν μια έντονη αίσθηση της πραγματικότητας και να βεβαιωθούν ότι το έργο τους εξακολουθεί να είναι επιτυχημένο.
Πηγή: psychotherapynetworker.org
Συγγραφέας: Barry Duncan