Το να σκεφτούμε, σε σχέση με το σύμπτωμα, τη συσχέτιση, τη σύζευξη του αληθινού και του πραγματικού, είναι τελικά φλέγον ζήτημα. Με αυτή την έννοια, το σύμπτωμα είναι ένας Ιανός, έχει δύο όψεις, μια όψη αλήθειας και μια όψη πραγματικού. Αυτό που ανακάλυψε ο Φρόιντ και προκάλεσε αίσθηση στην εποχή του, είναι ότι το σύμπτωμα ερμηνεύεται όπως το όνειρο, ερμηνεύεται σε συνάρτηση με μια επιθυμία, και ότι είναι ένα επιτέλεσμα αλήθειας.
Το να ξέρει κανείς να διαβάζει [Savoir lire]
Όσοι διαβάζουν τον Λακάν θα αναγνώρισαν ασφαλώς εδώ τον απόηχο μιας διατύπωσής του από το γραπτό του «Ραδιοφωνία» (Radiophonie) που θα βρείτε στη συλλογή Άλλα Γραπτά (Autres Écrits), στη σελίδα 428. Εκεί υπογραμμίζει ότι ο Εβραίος είναι αυτός που ξέρει να διαβάζει[1]. Αυτό το να ξέρει κανείς να διαβάζει [savoir lire] πρόκειται να εξετάσουμε στο Ισραήλ, το να ξέρει να διαβάζει στην πρακτική της ψυχανάλυσης.
Θα έλεγα αμέσως ότι το να ξέρει να διαβάζει, όπως το εννοώ, συμπληρώνει την ορθοέπεια [bien dire] που έχει γίνει ένα σλόγκαν στους κύκλους μας. Θα υποστήριζα ευχαρίστως ότι η ορθοέπεια στην ψυχανάλυση, δεν είναι τίποτε χωρίς το να ξέρει κανείς να διαβάζει, ότι η ορθοέπεια που χαρακτηρίζει την ψυχανάλυση θεμελιώνεται στο να ξέρει να διαβάζει. Εάν σταθούμε στην ορθοέπεια, δεν προσεγγίζουμε παρά μόνο το ήμισυ του ζητήματος. Η ορθοέπεια και το να ξέρει κανείς να διαβάζει βρίσκονται από την πλευρά του αναλυτή, αποτελούν το προνόμιό του, το ζήτημα όμως είναι, αυτή η ορθοέπεια και αυτό το να ξέρει να διαβάζει να μεταβιβαστούν κατά τη διάρκεια της αναλυτικής εμπειρίας στον αναλυόμενο. Να μάθει δηλαδή με κάποιον τρόπο, έξω από κάθε παιδαγωγία, την ορθοέπεια καθώς και το να ξέρει να διαβάζει.
Η τέχνη της ορθοέπειας ορίζει την παραδοσιακή πρακτική της ρητορικής. Η ψυχανάλυση συγγενεύει σίγουρα με τη ρητορική, αλλά δεν ανάγεται σε αυτήν. Μου φαίνεται πως αυτό που κάνει τη διαφορά είναι το να ξέρει κανείς να διαβάζει. Η ψυχανάλυση δεν είναι μόνο ζήτημα ακρόασης, listening, είναι επίσης ζήτημα ανάγνωσης, reading. Μέσα στο πεδίο της γλώσσας, η ψυχανάλυση ξεκινάει βέβαια από τη λειτουργία της ομιλίας αλλά την παραπέμπει στη γραφή. Υπάρχει μια απόκλιση ανάμεσα στην ομιλία και στη γραφή, ανάμεσα στο speaking και στο writing. Η ψυχανάλυση δρα εντός αυτής της απόκλισης, εκμεταλλεύεται αυτήν ακριβώς τη διαφορά.
Θα προσθέσω κάτι πιο προσωπικό στην επιλογή αυτού του τίτλου, «Διαβάζοντας ένα σύμπτωμα», εφόσον ο Λακάν μου αναγνώρισε ακριβώς αυτό το ξέρει να διαβάζει. Μπορείτε να το βρείτε στην προμετωπίδα του γραπτού Τηλεόραση (Télévision), στη συλλογή των Άλλων Γραπτών, σελίδα 509, όπου του έθετα ορισμένες ερωτήσεις για λογαριασμό της τηλεόρασης, και έβαλε ως προμετωπίδα στο κείμενο το οποίο αναπαράγει με κάποιες τροποποιήσεις όσα είχε πει τότε, το εξής : «Αυτός που μου θέτει ερωτήσεις ξέρει επίσης να με διαβάζει.»[2] Ο Λακάν λοιπόν, με ξεχώρισε από το ξέρει να διαβάζει, από το ξέρει να διαβάζει τουλάχιστον τον Λακάν. Μου απένειμε ένα πιστοποιητικό χάρη στις σημειώσεις στο περιθώριο με τις οποίες έστιξα το λόγο του, και μάλιστα οι περισσότερες αναφέρονται στους τύπους του που αποκαλούμε μαθήμια [mathèmes]. Το ζήτημα, λοιπόν, του να ξέρει να διαβάζει, δεν μου είναι διόλου αδιάφορο.
Το μυστικό της οντολογίας
Μετά από αυτή την εισαγωγή, θα αναφερθώ στο σημείο όπου βρίσκομαι στο φετινό μου μάθημα και που οδηγεί ακριβώς σε αυτό το ζήτημα ανάγνωσης, ανάγνωσης του συμπτώματος. Αυτές τις μέρες, αρθρώνω την εννοιολογική αντίθεση ανάμεσα στο είναι και την ύπαρξη. Και είναι ένας σταθμός στη διαδρομή κατά την οποία σκοπεύω να διακρίνω και να αντιπαραθέσω το είναι και το πραγματικό, being and the real.
Το ζήτημα για μένα είναι να αναδείξω τα όρια της οντολογίας, της θεωρίας του είναι. Η οντολογία είναι μια εφεύρεση των Ελλήνων. Αλλά και οι ίδιοι αντιλήφθηκαν τα όριά της, εφόσον ορισμένοι ανέπτυξαν ένα λόγο που αφορούσε ρητά το πέραν του είναι, beyond being. Σε αυτό το πέραν του είναι, του οποίου, όπως φαίνεται, αισθάνθηκαν την αναγκαιότητα, τοποθέτησαν το Ένα, the One. Και ιδίως εκείνος που ανέπτυξε τη λατρεία του Ενός, ως πέραν του είναι, είναι ο επονομαζόμενος Πλωτίνος. Το ανέσυρε, αιώνες αργότερα, από την ανάγνωση του Πλάτωνα, και πιο συγκεκριμένα από τον Παρμενίδη του Πλάτωνα. Το ανέσυρε επειδή ήξερε να διαβάζει τον Πλάτωνα. Και πριν από τον Πλάτωνα υπάρχει ο μαθηματικός Πυθαγόρας – μυστικιστής μαθηματικός. Ο Πυθαγόρας που θεοποίησε τον αριθμό και ιδίως το Ένα, δεν κατασκεύασε μια οντολογία, αλλά αυτό που αποκαλούμε με τεχνικούς όρους στα ελληνικά μια ενολογία, δηλαδή μια θεωρία του Ενός. Η θέση μου είναι ότι το επίπεδο του είναι εγκαλεί, καθιστά αναγκαίο ένα πέραν του είναι.
Οι Έλληνες που ανέπτυσσαν μια οντολογία αισθάνθηκαν την αναγκαιότητα ενός σημείου στήριξης, ενός ακλόνητου θεμελίου που το είναι, ακριβώς δεν τους πρόσφερε. Το είναι δεν προσφέρει ένα ακλόνητο θεμέλιο στην εμπειρία, στη σκέψη, επειδή ακριβώς υπάρχει μια διαλεκτική του είναι. Την ίδια στιγμή που θέτουμε το είναι, θέτουμε και το μηδέν. Και θέτοντας ότι το είναι είναι αυτό, θέτουμε ταυτόχρονα ότι δεν είναι εκείνο – επομένως είναι και εκείνο όντας το αντίθετό του. Στο είναι, εν ολίγοις, λείπει ιδιαίτερα η ύπαρξη – όχι τυχαία, αλλά ουσιαστικά. Η οντολογία καταλήγει πάντοτε σε μια διαλεκτική του είναι.
Ο Λακάν το γνώριζε τόσο καλά που ορίζει ακριβώς το είναι του υποκειμένου του ασυνειδήτου ως έλλειμμα του είναι. Εκμεταλλεύεται έτσι τις διαλεκτικές δυνατότητες της οντολογίας. Η μετάφραση της γαλλικής έκφρασης «manque-à-être» με το want-of-Being προσθέτει κάτι το εξαιρετικά πολύτιμο, την έννοια της επιθυμίας. To want δεν είναι μόνο η πράξη, μέσα στο want υπάρχει η επιθυμία, υπάρχει η βούληση και, συγκεκριμένα, η επιθυμία να κάνουμε να υπάρξει αυτό που δεν υπάρχει, που δεν είναι. Η επιθυμία διαμεσολαβεί ανάμεσα στο being και το nothingness.
Ξαναβρίσκουμε αυτήν την επιθυμία στην ψυχανάλυση στο επίπεδο της επιθυμίας του αναλυτή, που εμψυχώνει την αναλυτική πράξη στο βαθμό που αυτή η επιθυμία στοχεύει να φέρει το ασυνείδητο στο είναι, να φανερώσει αυτό που είναι απωθημένο, όπως έλεγε ο Φρόιντ. Ασφαλώς, αυτό που είναι απωθημένο είναι κατεξοχήν ένα want to be. Αυτό που είναι απωθημένο δεν είναι ένα επίκαιρο είναι, δεν είναι μια λέξη που πράγματι ειπώθηκε. Αυτό που βρίσκεται απωθημένο είναι ένα δυνητικό ον σε μια εν δυνάμει κατάσταση, το οποίο μπορεί να φανερωθεί ή όχι. Η πράξη που φέρνει το ασυνείδητο στην ύπαρξη δεν είναι η πράξη του Αγίου Πνεύματος, είναι μια γλωσσική πράξη που η ψυχανάλυση θέτει σε λειτουργία.
Η γλώσσα είναι η λειτουργία που κάνει να υπάρχει αυτό που δεν υπάρχει. Οι θεωρητικοί της μαθηματικής λογικής αναγκάστηκαν να το διαπιστώσουν, και απελπισμένοι από το γεγονός ότι η γλώσσα είναι ικανή να κάνει να υπάρχει αυτό που δεν υπάρχει, προσπάθησαν να οριοθετήσουν τη χρήση της με κανόνες, με την ελπίδα ότι η τεχνητή τους γλώσσα θα ονομάτιζε μόνο αυτό που υπάρχει. Στην πραγματικότητα όμως πρέπει να αναγνωρίσουμε εδώ, όχι ένα σφάλμα της γλώσσας, αλλά τη δύναμή της. Η γλώσσα είναι δημιουργός και ειδικότερα δημιουργεί το είναι. Εν ολίγοις, το ον για το οποίο μιλούν ανέκαθεν οι φιλόσοφοι δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα γλωσσικό όν. Αυτό είναι το μυστικό της οντολογίας.
Ένας λόγος που θα ήταν του πραγματικού
Υπάρχει εκεί για τους ίδιους τους φιλόσοφους ένας ίλιγγος που είναι ο καθαυτό ίλιγγος της διαλεκτικής, επειδή το είναι είναι το αντίθετο του φαίνεσθαι αλλά κι επειδή το είναι δεν είναι τίποτε άλλο από το φαίνεσθαι, ένας ορισμένος τρόπος του φαίνεσθαι. Και αυτή η εγγενής ευθραυστότητα του είναι δικαιολογεί την επινόηση ενός όρου που συνενώνει το είναι και το φαίνεσθαι, δηλαδή του όρου προσποιητό [semblant]. Το προσποιητό είναι μια λέξη που χρησιμοποιούμε στην ψυχανάλυση και μέσω της οποίας προσπαθούμε να ορίσουμε με αδιάρρηκτο τρόπο το είναι και το φαίνεσθαι. Είχα επιχειρήσει παλιά να μεταφράσω αυτή τη λέξη στα αγγλικά με την έκφραση make believe. Και πράγματι, εάν το πιστεύουμε, δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι. Είναι θέμα πίστης.
Η θέση μου λοιπόν για τη φιλοσοφία, με αφετηρία την ψυχαναλυτική εμπειρία, είναι ότι οι Έλληνες, επειδή ακριβώς βρέθηκαν σε ύψιστο βαθμό αντιμέτωποι με αυτόν τον ίλιγγο, αναζήτησαν ένα πέραν του είναι, ένα πέραν του προσποιητού. Αυτό που αποκαλούμε πραγματικό είναι αυτό το πέραν του προσποιητού, ένα πέραν που είναι προβληματικό. Υπάρχει άραγε ένα πέραν του προσποιητού; Το πραγματικό θα ήταν, εάν θέλετε, ένα είναι, που δεν θα ήταν όμως γλωσσικό ον, που θα ήταν απρόσβλητο από τα διφορούμενα της γλώσσας και αδιάφορο στο make believe.
Αυτό το πραγματικό, πού άραγε το έβρισκαν οι Έλληνες; Το έβρισκαν στα μαθηματικά και άλλωστε από τότε που τα μαθηματικά συνεχίστηκαν όπως συνεχίστηκε και η φιλοσοφία, οι μαθηματικοί αυτοαποκαλούνται ευχαρίστως πλατωνικοί, με την έννοια ότι δεν πιστεύουν διόλου πως δημιουργούν το αντικείμενό τους, αλλά θεωρούν ότι διαβάζουν ένα πραγματικό που προϋπάρχει. Και αυτό μας εμπνέει σκέψεις και όνειρα, ενέπνεε τουλάχιστον στον Λακάν.
Ο Λακάν έκανε κάποτε ένα σεμινάριο με τίτλο Για ένα λόγο που δεν θα ήταν του προσποιητού (D’un discours qui ne serait pas du semblant)[3]. Η διατύπωση αυτή παρέμεινε μυστηριώδης ακόμα και μετά τη δημοσίευση του σεμιναρίου, επειδή ο τίτλος αυτού του σεμιναρίου παρουσιάζεται με μια δυνητική και συγχρόνως αρνητική μορφή. Με αυτή τη μορφή, όμως, υποδηλώνει ένα λόγο που θα ήταν του πραγματικού, αυτό θέλει να πει. Ο Λακάν είχε τη λεπτότητα να μην το πει με τη μορφή που αποκαλύπτω, το είπε μονάχα με μια δυνητική και αρνητική μορφή: για ένα λόγο που θα ήταν του πραγματικού, ένα λόγο που θα είχε την αφετηρία του στο πραγματικό, όπως τα μαθηματικά. Ήταν το όνειρο του Λακάν να τοποθετήσει την ψυχανάλυση στο επίπεδο των μαθηματικών.
Ως προς αυτό, πρέπει να πούμε ότι μόνο στα μαθηματικά το πραγματικό δεν μεταβάλλεται – αν και στο περιθώριο μεταβάλλεται ωστόσο. Στη μαθηματική φυσική, που στηρίζεται από τα μαθηματικά και τα ενσωματώνει, η έννοια του πραγματικού ολισθαίνει, επειδή παραμένει παρ’ όλα αυτά κληρονόμος της παλιάς ιδέας της φύσης, και μπορούμε να πούμε ότι, με την κβαντική μηχανική, δηλαδή με τις έρευνες του είναι πέραν του ατόμου, το πραγματικό στη φυσική έχει καταστεί αβέβαιο. Στο πεδίο της φυσικής, οι αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους φυσικούς είναι ακόμα πιο έντονες από ό,τι στην ψυχανάλυση. Αυτό που για κάποιον είναι πραγματικό, για τον άλλο δεν είναι παρά μόνο προσποιητό. Κάνουν προπαγάνδα για τη δική τους έννοια του πραγματικού, διότι από κάποια στιγμή και μετά αρχίσαμε να λαμβάνουμε υπόψη την παρατήρηση. Από εκείνη τη στιγμή παρεμβάλλεται το σύμπλεγμα αποτελούμενο από τον παρατηρητή και τα εργαλεία παρατήρησης, και τότε το πραγματικό γίνεται σχετικό, σχετικό με το υποκείμενο, παύει δηλαδή να είναι απόλυτο. Μπορούμε να πούμε ότι με αυτόν τον τρόπο το υποκείμενο επικαλύπτει το πραγματικό. Αυτό δεν συμβαίνει στα μαθηματικά. Με ποιο τρόπο και με ποιο εργαλείο έχουμε στα μαθηματικά πρόσβαση στο πραγματικό; Ασφαλώς, έχουμε πρόσβαση σε αυτό με τη γλώσσα, αλλά μια γλώσσα που δεν επικαλύπτει το πραγματικό, μια γλώσσα που είναι το πραγματικό. Είναι μια γλώσσα που περιορίζεται στην υλικότητά της, μια γλώσσα που περιορίζεται στη σημαίνουσα ύλη της, μια γλώσσα που περιορίζεται στο γράμμα. Στο γράμμα, σε αντίθεση με την ομοηχία[4], δεν είναι το είναι, being, που βρίσκουμε, in the letter is not being that you find, είναι το πραγματικό, the Real.
Αστραπιαίος χαρακτήρας του ασυνειδήτου και επιθυμία του αναλυτή
Προτείνω, λοιπόν, να εξετάσουμε την ψυχανάλυση με βάση τα προαναφερθέντα. Πού είναι το πραγματικό στην ψυχανάλυση; Είναι ένα φλέγον ζήτημα, στο βαθμό που ένας ψυχαναλυτής δεν μπορεί να μην αισθανθεί τον ίλιγγο του είναι, από τη στιγμή που στην πρακτική του κατακλύζεται από τις δημιουργίες και από τα πλάσματα της ομιλίας. Πού είναι το πραγματικό σε όλα αυτά;
Είναι άραγε το ασυνείδητο πραγματικό; Όχι, δεν είναι! Και αυτή είναι η πιο εύκολη απάντηση που μπορούμε να δώσουμε. Το ασυνείδητο είναι μια υπόθεση – που παραμένει ως θεμελιακή προοπτική, ακόμα κι αν μπορούμε να την επεκτείνουμε, να την μεταβάλλουμε. Σας υπενθυμίζω ότι για τον Φρόιντ το ασυνείδητο είναι το αποτέλεσμα ενός παραγωγικού συλλογισμού [déduction]. Ο Λακάν το αποδίδει πολύ πιστά υπογραμμίζοντας ότι το υποκείμενο του ασυνειδήτου είναι ένα υποτιθέμενο, υποθετικό υποκείμενο. Συνεπώς, δεν είναι ένα πραγματικό. Και αναρωτιόμαστε εάν είναι της τάξης του είναι. Γνωρίζετε ότι ο Λακάν προτιμάει να πει ότι είναι μια επιθυμία για είναι παρά ένα είναι. Το ασυνείδητο δεν έχει περισσότερο είναι από το ίδιο το υποκείμενο. Αυτό που ο Λακάν γράφει διαγραμμένο S είναι κάτι που δε διαθέτει είναι, που δεν έχει παρά το είναι της έλλειψης, και που πρέπει να επέλθει. Και το γνωρίζουμε καλά, αρκεί απλά να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας. Γνωρίζουμε καλά ότι το ασυνείδητο στην ψυχανάλυση υπόκειται σε ένα οφείλει να είναι. Υπόκειται σε μια προσταγή την οποία αντιπροσωπεύουμε ως ψυχαναλυτές. Και υπό αυτήν ακριβώς την έννοια ο Λακάν λέει ότι το καθεστώς του ασυνειδήτου είναι ηθικό. Εάν το καθεστώς του ασυνειδήτου είναι ηθικό, σημαίνει ότι δεν είναι της τάξης του πραγματικού. Το καθεστώς του πραγματικού δεν είναι ηθικό. Στις εκδηλώσεις του, το πραγματικό είναι μάλλον unethical, μη ηθικό, δεν συμπεριφέρεται σωστά όπως θα θέλαμε. Το να πούμε ότι το καθεστώς του ασυνειδήτου είναι ηθικό σημαίνει ακριβώς ότι είναι σχετικό με την επιθυμία, και πρώτα-πρώτα με την επιθυμία του αναλυτή που προσπαθεί να εμπνεύσει στον αναλυόμενο να πάρει τη σκυτάλη αυτής της επιθυμίας.
Σε ποια στιγμή, στην πρακτική της ψυχανάλυσης, βρισκόμαστε υποχρεωμένοι να συμπεράνουμε το ασυνείδητο; Πολύ απλά, για παράδειγμα, όταν βλέπουμε να επανέρχονται στο λόγο του αναλυόμενου παλιές αναμνήσεις που είχε μέχρι τότε ξεχάσει. Δεν μπορούμε να μην υποθέσουμε ότι αυτές οι αναμνήσεις, στο μεταξύ, βρίσκονταν κάπου, σε έναν ορισμένο τόπο του είναι, έναν τόπο που παραμένει άγνωστος, απρόσιτος στη γνώση, και για τον οποίο λέμε ακριβώς πως δε γνωρίζει το χρόνο. Και για να μιμηθούμε ακόμα περισσότερο το οντολογικό καθεστώς του ασυνειδήτου, ας πάρουμε τα μορφώματά του, όπως τα αποκαλεί ο Λακάν, που αναδεικνύουν ακριβώς το φευγαλέο καθεστώς του είναι. Τα όνειρα εξαλείφονται. Πρόκειται για όντα χωρίς συνεκτικότητα, από τα οποία στην ψυχανάλυση δεν έχουμε παρά μικρά θραύσματα. Το γλωσσικό ολίσθημα, η παραπραξία, το ευφυολόγημα, είναι στιγμιαία όντα, αστραπιαία, στα οποία δίνουμε στην ψυχανάλυση ένα νόημα αλήθειας, αλλά που εξαφανίζονται αμέσως.
Αντιμετωπίζοντας τα συμπτωματικά υπολείμματα
Ανάμεσα λοιπόν σε αυτά τα μορφώματα του ασυνειδήτου υπάρχει το σύμπτωμα. Γιατί θέτουμε το σύμπτωμα ανάμεσα σε αυτά τα μορφώματα του ασυνειδήτου, αν όχι επειδή το φροϋδικό σύμπτωμα είναι επίσης αλήθεια; Του δίνουμε ένα νόημα αλήθειας, το ερμηνεύουμε. Διακρίνεται όμως από όλα τα άλλα μορφώματα του ασυνειδήτου λόγω της μονιμότητάς του. Έχει μια άλλη τροπικότητα του είναι. Για να υπάρχει σύμπτωμα με τη φροϋδική έννοια του όρου, πρέπει βέβαια να διακυβεύεται κάποιο νόημα. Πρέπει να είναι εφικτή η ερμηνεία. Και σε αυτό ακριβώς έγκειται η διαφορά, σύμφωνα με τον Φρόιντ, ανάμεσα στο σύμπτωμα και την αναστολή. Η αναστολή είναι πολύ απλά ο περιορισμός μιας λειτουργίας. Μια αναστολή δεν έχει ως τέτοια νόημα αλήθειας. Για να υπάρχει σύμπτωμα πρέπει επίσης το φαινόμενο να έχει διάρκεια. Για παράδειγμα, το όνειρο αλλάζει καθεστώς όταν πρόκειται για επαναληπτικό όνειρο. Όταν το όνειρο είναι επαναληπτικό συμπεραίνουμε ένα τραύμα. Η παραπραξία, όταν επαναλαμβάνεται, γίνεται συμπτωματική, μπορεί μάλιστα να κατακλύσει ολόκληρη τη συμπεριφορά. Τότε της προσδίδουμε το καθεστώς του συμπτώματος. Με αυτή την έννοια το σύμπτωμα είναι ό,τι πιο πραγματικό μάς δίνει η ψυχανάλυση.
Το να σκεφτούμε, σε σχέση με το σύμπτωμα, τη συσχέτιση, τη σύζευξη του αληθινού και του πραγματικού, είναι τελικά φλέγον ζήτημα. Με αυτή την έννοια, το σύμπτωμα είναι ένας Ιανός, έχει δύο όψεις, μια όψη αλήθειας και μια όψη πραγματικού. Αυτό που ανακάλυψε ο Φρόιντ και προκάλεσε αίσθηση στην εποχή του, είναι ότι το σύμπτωμα ερμηνεύεται όπως το όνειρο, ερμηνεύεται σε συνάρτηση με μια επιθυμία, και ότι είναι ένα επιτέλεσμα αλήθειας. Υπάρχει όμως, όπως γνωρίζετε, ένας δεύτερος χρόνος αυτής της ανακάλυψης, η επιμονή του συμπτώματος μετά την ερμηνεία. Ο Φρόιντ την ανακάλυψε ως ένα παράδοξο. Είναι πράγματι ένα παράδοξο εάν το σύμπτωμα είναι απλά και μόνο ένα γλωσσικό ον. Όταν έχουμε να κάνουμε με γλωσσικά όντα στην ψυχανάλυση, τα ερμηνεύουμε, δηλαδή τα συρρικνώνουμε. Επαναφέρουμε τα γλωσσικά όντα στο τίποτε, στο μηδέν. Το παράδοξο εδώ είναι ότι υπάρχει ένα υπόλειμμα. Υπάρχει ένα x που παραμένει πέραν της φροϋδικής ερμηνείας. Ο Φρόιντ το προσέγγισε με διάφορους τρόπους. Εισήγαγε την αρνητική θεραπευτική αντίδραση, την ενόρμηση θανάτου και διεύρυνε την προοπτική έως το σημείο να πει πως στο τέλος της ψυχανάλυσης παραμένουν πάντοτε αυτά που αποκαλούσε συμπτωματικά υπολείμματα. Σήμερα η πρακτική μας επεκτάθηκε πολύ πέραν του φροϋδικού σημείου, πολύ πέραν του σημείου όπου για τον Φρόιντ η ψυχανάλυση έφτανε στο τέλος της. Για την ακρίβεια, ήταν ένα τέλος για το οποίο ο Φρόιντ έλεγε ότι υπάρχει πάντα ένα υπόλειμμα και επομένως πρέπει πάντοτε να ξαναρχίζουμε την ψυχανάλυση, μετά από ένα μικρό χρονικό διάστημα, τουλάχιστον όσον αφορά τον ψυχαναλυτή. Μια μικρή παύση και μετά ξαναρχίζουμε. Ήταν ο ρυθμός stop and go, όπως το λέμε στα γαλλικά σήμερα. Δεν είναι όμως αυτή η πρακτική μας. Η πρακτική μας επεκτείνεται πέραν του σημείου όπου ο Φρόιντ θεωρούσε ότι υπάρχει κάθε φορά ένα τέλος της ψυχανάλυσης, έστω κι αν έπρεπε αργότερα να την ξαναρχίσουμε. Η πρακτική μας πηγαίνει πέραν του σημείου που ο Φρόιντ θεωρούσε ως τέλος της ψυχανάλυσης. Στην πρακτική μας, γινόμαστε τότε μάρτυρες της αντιπαράθεσης του υποκειμένου με τα συμπτωματικά υπολείμματα. Περνάμε βέβαια από τη στιγμή της αποκρυπτογράφησης της αλήθειας του συμπτώματος, αλλά φτάνουμε στα συμπτωματικά υπολείμματα και εκεί δεν σταματάμε, δεν λέμε στοπ. Ο ψυχαναλυτής δεν λέει stop και ο αναλυόμενος δεν λέει stop. Η ψυχανάλυση, σε αυτή τη φάση, συνίσταται στην άμεση αντιπαράθεση του υποκειμένου με αυτά που ο Φρόιντ αποκαλούσε συμπτωματικά υπολείμματα και στα οποία προσδίδουμε ένα εντελώς διαφορετικό καθεστώς. Υπό το όνομα «συμπτωματικά υπολείμματα» ο Φρόιντ σκόνταψε πάνω στο πραγματικό του συμπτώματος, πάνω σε αυτό που, μέσα στο σύμπτωμα, είναι εκτός νοήματος.
Η απόλαυση του ομιλούντος όντος
Ο Φρόιντ, στο έργο Αναστολή, σύμπτωμα και άγχος, στο δεύτερο κεφάλαιο, χαρακτήριζε ήδη το σύμπτωμα, με αφετηρία αυτό που αποκαλούσε ενορμητική ικανοποίηση, «ως σήμα και υποκατάστατο (Anzeichen und Ersatz) μιας ενορμητικής ικανοποίησης που δεν πραγματοποιήθηκε»[5]. Το εξηγούσε στο τρίτο κεφάλαιο με αφετηρία την ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση και την παράνοια σημειώνοντας πως το σύμπτωμα, που εμφανίζεται πρώτα ως ένα ξένο σώμα σε σχέση με το εγώ, τείνει όλο και περισσότερο να γίνει ένα με το εγώ, δηλαδή να ενσωματωθεί στο εγώ. Έβλεπε μέσα στο σύμπτωμα το αποτέλεσμα της διαδικασίας της απώθησης. Προτείνω βεβαίως προς μελέτη τα δύο αυτά κεφάλαια καθώς και το σύνολο του βιβλίου, ενόψει του επόμενου συνεδρίου.
Θα ήθελα να υπογραμμίσω το εξής: η εν λόγω απόλαυση, είναι άραγε πρωταρχική; Υπό μια έννοια, ναι. Μπορούμε να πούμε ότι η απόλαυση είναι το ίδιον του σώματος, ότι είναι ένα φαινόμενο του σώματος. Υπό αυτή την έννοια, ένα σώμα είναι αυτό που απολαμβάνει, αλλά σε σχέση με τον εαυτό του. Ένα σώμα είναι αυτό που απολαμβάνει από τον εαυτό του και αυτό ακριβώς ο Φρόιντ αποκαλούσε αυτοερωτισμό. Αλλά αυτό ισχύει για κάθε ζωντανό σώμα. Μπορούμε να πούμε ότι το καθεστώς του ζωντανού σώματος συνίσταται στο να απολαμβάνει από τον εαυτό του. Αυτό που διακρίνει το σώμα του ομιλούντος όντος είναι ότι η απόλαυσή του υφίσταται την επίπτωση της ομιλίας. Και ένα σύμπτωμα μαρτυρά ακριβώς ότι έλαβε χώρα ένα συμβάν που σημάδεψε την απόλαυσή του με τη φροϋδική έννοια του Anzeichen, και που εισάγει ένα Ersatz, μια μη αρμόζουσα απόλαυση, μια απόλαυση που διαταράζει την αρμόζουσα απόλαυση, δηλαδή την απόλαυση από τη φύση του ως σώμα. Επομένως, υπό αυτή την έννοια, όχι, η εν λόγω απόλαυση στο σύμπτωμα δεν είναι πρωταρχική. Παράγεται από το σημαίνον. Και αυτή ακριβώς η σημαίνουσα επίπτωση καθιστά την απόλαυση του συμπτώματος συμβάν, και όχι μόνο φαινόμενο. Η απόλαυση του συμπτώματος μαρτυρά ότι έλαβε χώρα ένα συμβάν, ένα σωματικό συμβάν μετά από το οποίο η σε εισαγωγικά φυσική απόλαυση που μπορούμε να φανταστούμε ως μια φυσική απόλαυση του ζωντανού σώματος, διαταράχτηκε και παρέκκλινε. Αυτή η απόλαυση δεν είναι πρωταρχική, είναι όμως πρώτη σε σχέση με το νόημα που της προσδίδει το υποκείμενο, και της το προσδίδει με το σύμπτωμά του ως ερμηνεύσιμο.
Μπορούμε να ανατρέξουμε για να το κατανοήσουμε καλύτερα, στην αντίθεση της μεταφοράς και της μετωνυμίας. Υπάρχει μια μεταφορά της απόλαυσης του σώματος, η μεταφορά αυτή αποτελεί συμβάν, το συμβάν που ο Φρόιντ αποκαλεί καθήλωση [fixation]. Προϋποθέτει τη δράση του σημαίνοντος όπως κάθε μεταφορά, ενός σημαίνοντος όμως που δρα εκτός νοήματος. Και μετά τη μεταφορά τής απόλαυσης υπάρχει η μετωνυμία της απόλαυσης, δηλαδή η διαλεκτική της. Τότε αποκτά σημασία. Ο Φρόιντ μιλάει για αυτό στο Αναστολή, σύμπτωμα και άγχος, μιλάει για τη symbolische Bedeutung, τη συμβολική σημασία που σημαδεύει ορισμένα αντικείμενα.
Από την ακρόαση του νοήματος στην ανάγνωση του εκτός νοήματος
Μπορούμε να πούμε ότι έχει αντίκτυπο στην ψυχαναλυτική θεωρία. Στην ψυχαναλυτική θεωρία, λέγαμε, για καιρό, μια ιστοριούλα σχετικά με την απόλαυση, μια ιστοριούλα όπου έπρεπε να αναζητήσουμε την πρωταρχική απόλαυση στη σχέση με τη μητέρα, όπου η επίπτωση του ευνουχισμού οφειλόταν στον πατέρα, και όπου η ενορμητική απόλαυση έβρισκε υποκατάστατα αντικείμενα, Ersatz, τα οποία επιπωμάτιζαν τον ευνουχισμό. Δομήθηκε ένας πολύ στέρεος μηχανισμός, που ταιριάζει στο σχήμα της ψυχαναλυτικής πράξης. Δεν παύει ωστόσο να είναι – για να το περιγράψω πιο αδρά – μια μυθική υπερδομή με την οποία καταφέραμε για ένα διάστημα να εξαλείψουμε πράγματι τα συμπτώματα ερμηνεύοντάς τα μέσα στο πλαίσιο αυτής της υπερδομής. Ερμηνεύοντας όμως το σύμπτωμα μέσα στο πλαίσιο αυτής της υπερδομής, επεκτείνοντας δηλαδή αυτό που αποκάλεσα μετωνυμία της απόλαυσης, διογκώσαμε το σύμπτωμα, το τροφοδοτήσαμε δηλαδή με νόημα. Και εδώ είναι που εγγράφεται το δικό μου «Διαβάζοντας ένα σύμπτωμα».
Η ανάγνωση ενός συμπτώματος πηγαίνει προς την αντίθετη κατεύθυνση, συνίσταται δηλαδή στο να στερήσουμε το σύμπτωμα από το νόημά του. Και αυτός άλλωστε είναι ο λόγος για τον οποίο ο Λακάν αντικατέστησε το μηχανισμό ερμηνείας του Φρόιντ — το Οιδιπόδειο τρίγωνο που ο ίδιος ο Λακάν είχε τυποποιήσει και διασαφηνίσει — από την τριαδικότητα του Πραγματικού, του Συμβολικού και του Φαντασιακού που δεν παράγει νόημα. Μετατοπίζοντας όμως την ερμηνεία από το οιδιπόδειο πλαίσιο προς το βορρόμειο πλαίσιο, η ίδια η λειτουργία της ερμηνείας αλλάζει και περνάει από την ακρόαση του νοήματος στην ανάγνωση του εκτός νοήματος.
Όταν λέμε πως η ψυχανάλυση είναι ζήτημα ακρόασης, θα πρέπει να συμφωνήσουμε τι εννοούμε. Αυτό που ακούμε είναι πράγματι πάντοτε το νόημα. Και το νόημα καλεί το νόημα. Κάθε είδους ψυχοθεραπεία στέκεται σε αυτό το επίπεδο. Καταλήγει πάντοτε, σε τελική ανάλυση, στο ότι ο ασθενής είναι αυτός που πρέπει να ακούσει, να ακούσει τον θεραπευτή. Το ζήτημα αντίθετα είναι να διερευνήσουμε τι είναι η ψυχανάλυση, και ποιες είναι οι δυνατότητές της στο καθαυτό επίπεδο της ανάγνωσης, όταν απομακρυνόμαστε από τη σημασιολογία[6]. Σας παραπέμπω εδώ στις πολύτιμες υποδείξεις σχετικά με αυτή την ανάγνωση που βρίσκονται στο γραπτό του Λακάν με τίτλο « L’étourdit » – στα Άλλα Γραπτά (Autres écrits), από τη σελίδα 491 και μετά -, αναφορικά με τα τρία σημεία της ομοφωνίας, της γραμματικής και της λογικής.
Στοχεύοντας το clinamen [την απόκλιση] της απόλαυσης
Η ανάγνωση, το να ξέρει κανείς να διαβάζει, συνίσταται στο να διαφοροποιούμε την ομιλία από το νόημα που μεταφέρει, με αφετηρία τη γραφή ως εκτός νοήματος, ως Anzeichen, ως γράμμα, με βάση την υλικότητά της. Ενώ η ομιλία είναι πάντοτε πνευματώδης, εάν μπορώ να το πω έτσι, και η ερμηνεία που στέκεται μονάχα στο επίπεδο της ομιλίας δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να διογκώνει το νόημα, η πρακτική της ανάγνωσης στοχεύει την υλικότητα της γραφής, το γράμμα, στο βαθμό που το γράμμα παράγει το συμβάν απόλαυσης που καθορίζει το σχηματισμό των συμπτωμάτων. Το να ξέρει κανείς να διαβάζει στοχεύει αυτό το αρχικό σοκ που είναι ένα είδος clinamen [απόκλισης] της απόλαυσης — clinamen είναι ένας όρος της φιλοσοφίας των στωικών. Για τον Φρόιντ, καθώς ξεκινούσε από το νόημα, παρουσιαζόταν ως ένα υπόλειμμα, αλλά στην πραγματικότητα το υπόλειμμα αυτό βρίσκεται στις ίδιες τις απαρχές του υποκειμένου, είναι κατά κάποιον τρόπο το πρωταρχικό συμβάν και ταυτόχρονα μόνιμο, επαναλαμβάνεται δηλαδή συνεχώς.
Είναι αυτό που ανακαλύπτουμε, αυτό που απογυμνώνεται στον εθισμό, το «ένα ποτήρι παραπάνω» για το οποίο μας μίλησαν προηγουμένως[7]. Ο εθισμός είναι η ρίζα του συμπτώματος που αποτελείται από την ακατάσβεστη επανάληψη του ίδιου Ενός. Είναι το ίδιο, που σημαίνει ακριβώς ότι δεν προστίθεται. Δεν έχουμε ποτέ το «ήπια τρία ποτήρια, επομένως φτάνει», πίνουμε πάντα το ίδιο ποτήρι ακόμη μια φορά. Αυτή είναι η καθαυτό ρίζα του συμπτώματος. Υπό αυτή την έννοια, ο Λακάν δήλωσε πως ένα σύμπτωμα είναι ένα και τα λοιπά, είναι δηλαδή η επιστροφή του ίδιου συμβάντος. Μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα με την επανάληψη του ίδιου. Μπορούμε για την ακρίβεια να πούμε ότι το σύμπτωμα, υπό αυτή την έννοια, είναι ένα είδος κλασματικού αντικειμένου [fractal], επειδή το κλασματικό αντικείμενο δείχνει ότι η επανάληψη του ίδιου μέσω των διαδοχικών εφαρμογών σάς δίνει τις πιο αλλοπρόσαλλες μορφές και μάλιστα, όπως ειπώθηκε, τις πιο πολύπλοκες που μπορεί να προσφέρει ο μαθηματικός λόγος.
Η ερμηνεία ως να ξέρει κανείς να διαβάζει στοχεύει στη συρρίκνωση του συμπτώματος στον πρωταρχικό του τύπο, δηλαδή στην υλική συνάντηση ενός σημαίνοντος και του σώματος, στο καθαρό σοκ της γλώσσας πάνω στο σώμα. Βέβαια, για να αντιμετωπίσετε το σύμπτωμα πρέπει όντως να περάσετε από την κινούμενη διαλεκτική της επιθυμίας, αλλά πρέπει επίσης να απαλλαχτείτε από τις απάτες της αλήθειας που σας προσφέρει αυτή η αποκρυπτογράφηση, και να στοχεύσετε, πέραν της παγίωσης της απόλαυσης, την αδιαφάνεια του πραγματικού.
Εάν ήθελα να κάνω το πραγματικό να μιλήσει, θα έβαζα στο στόμα του αυτό που λέει ο Θεός του Ισραήλ στη φλεγόμενη βάτο πριν εκφέρει τις εντολές που ντύνουν το πραγματικό του: «Είμαι αυτό που είμαι»[8].
Πηγή: Ελληνική Εταιρεία της Νέας Λακανικής Σχολής
Μετάφραση: Γιάννης Δημητράκος, Επαμεινώνδας Θεοδωρίδης
[1] Lacan J., « Radiophonie », Άλλα Γραπτά, Παρίσι, Seuil, 2001, σ. 428.
[2] Lacan J., « Télévision », Άλλα Γραπτά, Παρίσι, Seuil, 2001, σ. 509.
[3] Lacan J., Le Séminaire, Livre XVIII, D’un discours qui ne serait pas du semblant, Παρίσι, PUF, 2007.
[4] Το lettre (γράμμα) και το l’être (το είναι) είναι ομόηχα στα γαλλικά.
[5] Freud S., Αναστολή, σύμπτωμα και άγχος, 1926, Παρίσι, PUF, 1986, σ. 7.
[6] Lacan J., « L’étourdit », Άλλα Γραπτά, Παρίσι, Seuil, 2001, σ. 491-493
[7] Ο J.-A. Miller αναφέρεται στην παρέμβαση της συναδέλφου μας Gabriela van den Hoven από τη London Society of the NLS : «The Symptom in an Era of Disposable Ideals», Τα συμπτώματα την εποχή των ιδανικών μιας χρήσης.
[8] Ο Μωυσής είπε στον Θεό: Να, πάω να βρω του γιους του Ισραήλ και τους λέω: Ο Θεός των πατεράδων σας με έστειλε προς εσάς. Μα εάν με ρωτήσουν: Ποιο είναι το όνομα του; τι να τους πω; Ο Θεός είπε στον Μωυσή: Είμαι αυτό που είμαι – Ehyeh asher Ehyeh (Η Βίβλος, Έξοδος 3,13-14a)