‘Τεμπέλης’, ‘αδιάφορος’, ‘νευρικός’, είναι μερικά μόνο παραδείγματα από το πώς αυτοπροσδιοριζόμαστε συχνά. Αν πάμε πίσω και προσπαθήσουμε να θυμηθούμε πότε νιώσαμε για πρώτη φορά έτσι, πότε κατηγορηθήκαμε για τεμπελιά, αδιαφορία, νευρικότητα, θα δούμε ότι θα φτάσουμε στην παιδική μας ηλικία και σε όσα μας έλεγαν οι γονείς και η οικογένειά μας.
Οι ειδικοί της ψυχικής υγείας, βλέπουμε συχνά στην κλινική μας πρακτική, ανθρώπους που η οπτική τους για τον εαυτό τους και τη ζωή, μοιάζει αιχμηρή. ‘Τεμπέλης’, ‘αδιάφορος’, ‘νευρικός’, είναι μερικά μόνο παραδείγματα από το πώς αυτοπροσδιοριζόμαστε συχνά.
Αν πάμε πίσω και προσπαθήσουμε να θυμηθούμε πότε νιώσαμε για πρώτη φορά έτσι, πότε κατηγορηθήκαμε για τεμπελιά, αδιαφορία, νευρικότητα, θα δούμε ότι θα φτάσουμε στην παιδική μας ηλικία και σε όσα μας έλεγαν οι γονείς και η οικογένειά μας. Πιθανόν μάλιστα, να ανακαλέσουμε ότι ως ένα σημείο αντιστεκόμασταν σε αυτές τις ‘ταμπέλες’. Συνήθως διαπιστώνουμε ότι κάποια ακαθόριστη στιγμή, σταματήσαμε να αντιστεκόμαστε. Αυτό συνέβη επειδή εσωτερικεύσαμε τις φωνές των άλλων. Τώρα πια δε χρειάζεται να είναι κανείς απέναντί μας για να μας αποδώσει αυτούς τους χαρακτηρισμούς. Το κάνουμε οι ίδιοι στον εαυτό μας.
Μερικές φορές λοιπόν, οι οικογένειές μας, μας βάζουν σε μια θέση από πολύ μικρή ηλικία, μας δίνουν μια ταμπέλα που χωρίς να το καταλαβαίνουμε, κουβαλάμε ίσως και σε όλη μας τη ζωή. Αναπόφευκτα, αυτή η συνθήκη μεταφέρεται και στη θεραπευτική διαδικασία. Για παράδειγμα, έβλεπα μια συμβουλευόμενη η οποία ερχόταν στα ραντεβού μας πολύ πριν την καθορισμένη ώρα και μάλιστα συστηματικά.
Αυτό, όταν το ανοίξαμε στη συμβουλευτική διαδικασία, φάνηκε να είναι μια υποσυνείδητη προσπάθεια ώστε να πάρει κάτι παραπάνω από αυτή τη σχέση, επειδή έχει στερηθεί φροντίδας. Το έκανε όμως με έναν τρόπο που δε θα μπορούσε να πετύχει. Έτσι, ήταν σα να ‘προκάλεσε’ να εισπράξει απόρριψη και να χαρακτηριστεί ‘φορτική’ όπως συνέβαινε στην οικογένειά της όποτε ζητούσε το ο, τιδήποτε.
Σε ένα άλλο παράδειγμα, ένας θεραπευόμενος είχε νιώσει λύπη σχετικά με την ανατροφοδότηση που είχε πάρει στο πλαίσιο της θεραπείας. Αυτή τη λύπη έκανε καιρό να τη μοιραστεί. Καθώς στην παιδική του ηλικία είχε κακοποιηθεί από τους γονείς του, με το πρόσχημα ότι ήταν για το καλό του, για να πάψει να είναι επιθετικό παιδί, δεν εμπιστευόταν ότι μπορεί να διαπραγματευτεί μέσα στη θεραπευτική σχέση κάτι που τον δυσκόλεψε.
Στις συνεδρίες που ακολούθησαν, ήταν συχνά απότομος και νευρικός, αντιδρούσε δε σε όσα άκουγε από το θεραπευτή του. Όταν αποφάσισε να μιλήσει, φάνηκε ότι είχε αμφιθυμία για τη διαδικασία και όσα λάμβαναν χώρα σε αυτήν, όπως συμβαίνει συχνά να έχουν οι άνθρωποι που έχουν κακοποιηθεί. Αυτό προκύπτει, επειδή έχουν κατηγορηθεί που κακοποιήθηκαν – τους δόθηκε η εικόνα ότι έκαναν κάποιο λάθος και άξιζαν να τιμωρηθούν.
Ο θεραπευόμενος λοιπόν, επανέλαβε τελικά στη θεραπευτική διαδικασία τη συνθήκη που είχε μάθει: επειδή δεν πίστευε ότι κάποιος θα ακούσει τη λύπη του – και λογικό, αφού δεν το ‘χε δει ποτέ να γίνεται, γινόταν επιθετικός μέχρι να ‘τιμωρηθεί’, ώστε να επιβεβαιώσει την ταμπέλα του και την πεποίθηση ότι αξίζει την τιμωρία.
Τι μπορεί να κάνει λοιπόν ο επαγγελματίας ψυχικής υγείας για να βοηθήσει σε αυτές τις περιπτώσεις;
Στην παραπάνω περίπτωση, ο θεραπευτής καθρέφτισε στο θεραπευόμενο τη δυσκολία που έδειχνε η στάση του και ρώτησε πώς και φαίνεται να αισθάνεται έτσι – χωρίς επικρίσεις, χαρακτηρισμούς και φυσικά χωρίς τιμωρίες. Ο θεραπευόμενος, βιώνοντας την άνευ όρων αποδοχή, ανοίχτηκε και εξέφρασε τη λύπη του. Εμπιστεύτηκε ότι σε αυτό το πλαίσιο ίσως να ακουστεί. Και δεν έπεσε έξω.
Αυτό που πραγματικά έχουμε ανάγκη οι άνθρωποι, είναι κάποιον να δει πίσω από την ταμπέλα που μας φορέθηκε κάποτε και πλέον κουβαλάμε από μόνοι μας. Καθώς εμείς υποσυνείδητα αναπαράγουμε τη συνθήκη που μας έβαλαν τότε, χρειαζόμαστε κάποιον να την αντέξει ώστε να βγούμε από αυτόν το φαύλο κύκλο και να επαναξιολογήσουμε την οπτική μας.