Μου κτύπησε την πόρτα δειλά δειλά ένα πρόβλημα και εγώ του άνοιξα. Κοιτούσε στο κενό, κοντοστάθηκε, πήγε να φύγει αλλά έμεινε και κάθισε ενώπιον μου.
– τι ζητάς για να λυθείς; το ρωτάω
– μα δεν θέλω να λυθώ, μου απαντά
– ε τότε τι ζητάς από εμένα; απορημένη το κοιτάω
– ζητώ να μου δώσεις νόημα για να συνεχίζω να είμαι το πρόβλημα χωρίς λύση.
– έχασες λοιπόν, το νόημα του να υπάρχεις αρνούμενο την λύση σου;
– δεν ξέρω γιατί υπάρχω, ξέρω μονάχα ότι θέλω να υπάρχω χωρίς λύση. Η λύση θα είναι το τέλος μου!
– Δουλεύω μόνο με προβλήματα που θέλουν να λυθούν, του απαντώ
– και εγώ τι θα απογίνω; με κοιτάει για πρώτη φορά
– τι θες να απογίνεις;
– θέλω να μην λυθώ ποτέ! Είναι το μόνο που έμαθα! Έμαθα να ζω έτσι!
– Σκέφτηκες ότι θα μπορούσες να ζεις, με την λύση σου, καλύτερα;
– μα δεν θα είμαι πρόβλημα αν βρω την λύση μου, μου απαντά θυμωμένο.
– θα είσαι ένα πρόβλημα που προκάλεσε την λύση του και ύστερα θα είσαι μια ερώτηση που διατυπώθηκε σωστά και τέλος θα γίνεις το νόημα για έναν άνθρωπο που σε αντιμετώπιζε ως πρόβλημα! του λέω
– Τι θα πάθω αν επιμένω να μην λυθώ; συνεχίζει πεισματάρικα
– θα είσαι απλά μια στάση ζωής σε μια ζωή που κοιτάει την σκιά της να τρέχει ενώ η ίδια μένει πάντα στο ίδιο σημείο!
– Πώς θα κοιτάω την σκιά μου να τρέχει ενώ θα μένω στάσιμο;
– Αυτή ακριβώς είναι η αντίφαση! Θα είσαι ένα διχασμένο πρόβλημα που είναι δέσμιο στη μη λύση για να κρατιέται ζωντανό ενώ φυτοζωεί!
– Αυτό δεν μου αρέσει! λέει θυμωμένα
– Ήρθες εδώ για να σε πείσω να λυθείς, θα ξανά έρθεις όταν αποφασίσεις να λυθείς! Σου έδωσα τροφή για σκέψη για όσο διάστημα σου πάρει μέχρις ότου το αποφασίσεις!