PsychologyNow Team

Όταν ο ψυχοθεραπευτής κάθεται στο ντιβάνι

Όταν ο ψυχοθεραπευτής κάθεται στο ντιβάνι

PsychologyNow Team
θεραπευτής σε συνεδρία που κάθεται στο ντιβάνι
Image credit: DCStudio / freepik.com

Πως οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας «ξεκλειδώνουν» τις δεξιότητές τους και μαθαίνουν να ξεπερνούν τον φόβο της αποτυχίας ώστε να σταθούν με επάρκεια και αξιοπιστία στα καθήκοντά τους.


Η ψυχοθεραπεία είναι ένας πολύ ευαίσθητος και πολύ σοβαρός χώρος. Παρεμβαίνεις σε ένα άτομο το οποίο δυσλειτουργεί, δεν τα βγάζει πέρα στη ζωή και ασθενεί. Κανείς, δεν μπορεί να παίζει με αυτόν τον τρόπο παρέμβασης.

Η Αναστασία Καλαντζή, ομότιμη καθηγήτρια κλινικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, συμπυκνώνει σε αυτή τη φράση τη σημασία της ολοκληρωμένης εκπαίδευσης των ψυχοθεραπευτών, προκειμένου να μπορέσουν αργότερα να σταθούν με επάρκεια και αξιοπιστία στα καθήκοντά τους. Δεν αρκεί ο εκπαιδευόμενος να παίρνει άριστα στο θεωρητικό κομμάτι της εκπαίδευσης. Το σημαντικότερο, όπως μάς εξηγεί, είναι η πρακτική εξάσκηση, η στιγμή που οι εκπαιδευόμενοι θα έρθουν για πρώτη φορά σε επαφή με τους ασθενείς και στη συνέχεια θα μεταφέρουν τις σκέψεις και τους προβληματισμούς τους στους επόπτες.

Συχνά οι εκκολαπτόμενοι συνάδελφοι απογοητεύονται γρήγορα. Σκέφτονται: “Πέρασε ένας μήνας, δεν μπορώ να κινητοποιήσω τον ασθενή, άρα φταίω εγώ. Δεν τα καταφέρνω”. Δημιουργείται δηλαδή μία ενοχή ότι δεν είναι επαρκείς, περιγράφει η κ. Καλαντζή που ειδικεύεται στη γνωσιακή – συμπεριφοριστική ψυχοθεραπεία. Στον αντίποδα, αναφέρει τις περιπτώσεις εκπαιδευόμενων που βασιζόμενοι στη θεωρητική εκπαίδευση αντιμετωπίζουν με επιπολαιότητα τις πρώτες τους περιπτώσεις. Και βέβαια σε αυτήν την περίπτωση “σπάνε” τα μούτρα τους, λέει αφοπλιστικά. Υπάρχουν πάντως αυτά τα δύο άκρα που συναντούμε κατά την εποπτεία και είναι λογικό εξαιτίας της έλλειψης εμπειρίας. Μας λένε “δοκίμασα αυτό γιατί το διάβασα στη θεωρία” και εμείς τους παροτρύνουμε να σκεφτούν “έξω” από αυτά που έχουν διαβάσει, να αφήσουν ελεύθερη τη δημιουργική τους σκέψη.

Συχνά οι εκκολαπτόμενοι συνάδελφοι απογοητεύονται γρήγορα. Σκέφτονται: “Πέρασε ένας μήνας, δεν μπορώ να κινητοποιήσω τον ασθενή, άρα φταίω εγώ. Δεν τα καταφέρνω”. Δημιουργείται δηλαδή μία ενοχή ότι δεν είναι επαρκείς.

Ο «ακρογωνιαίος» λίθος της κλινικής πρακτικής

Μέσω της συστηματικής εποπτείας, οι εκπαιδευόμενοι διδάσκονται από την εμπειρία των επαγγελματιών. Με την καθοδήγησή τους διακρίνουν τα λάθη τους, «ξεκλειδώνουν» τις δεξιότητες και τα επόμενα βήματα, μαθαίνουν πώς να ξεπερνούν τον φόβο της αποτυχίας απέναντι στους θεραπευόμενούς τους, αλλά και να προσπερνούν προσωπικές ψυχολογικές δυσκολίες, όπως η απώλεια σημαντικού προσώπου ή κάποια ασθένεια, που γίνονται εμπόδιο στη δουλειά τους.

Η εποπτεία πρέπει να αναγνωριστεί ως ο ακρογωνιαίος λίθος της κλινικής πρακτικής, λέει στην «Κ» η Ντιάνα Χαρίλα, καθηγήτρια κλινικής ψυχολογίας και επόπτρια στη γνωσιακή – συμπεριφοριστική θεραπεία, υπογραμμίζοντας τη σημασία αυτής της διαδικασίας. Η εποπτεία κατά την εκπαίδευση, έχει τρεις βασικούς στόχους: Να ενδυναμώσει τον εκπαιδευόμενο στην επαγγελματική του λειτουργικότητα, να ρυθμίσει την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους θεραπευόμενους, αλλά και να λειτουργήσει ως “κλειδί” ασφαλείας για όλους εκείνους που εισέρχονται στο επάγγελμά μας, προσθέτει η ίδια.

Ακόμη, όμως, κι όταν η εκπαίδευση ολοκληρωθεί, η εποπτεία είναι απαραίτητο να συνεχιστεί, ειδικά κατά την πρώτη περίοδο άσκησης του επαγγέλματος.

Ο ψυχικός φόρτος που υπάρχει από την κλινική δουλειά είναι πολύ μεγάλος. Αν προσθέσουμε τα εκάστοτε προσωπικά ζητήματα στη ζωή των ίδιων των επαγγελματιών, την υποστελέχωση πολλών υπηρεσιών με αποτέλεσμα την εξυπηρέτηση μεγαλύτερου όγκου ωφελούμενων, τις σχέσεις με συναδέλφους που κάποιες φορές μπορεί να είναι δύσκολες, καταλαβαίνουμε την ανάγκη εκτόνωσης και στήριξης του θεραπευτικού έργου, εξηγεί η κ. Χαρίλα, διευκρινίζοντας ότι «στην εποπτεία δεν γίνεται θεραπεία του εποπτευόμενου από τον επόπτη για προσωπικά του θέματα, αλλά για διερεύνηση των συναισθημάτων, των σκέψεων και των συμπεριφορών του σε σχέση με τον συγκεκριμένο θεραπευόμενο για τον οποίο συζητά στην εποπτεία κάθε φορά».

Παρόλα αυτά η κ. Χαρίλα τονίζει ότι συχνά η εποπτεία δεν παρέχεται στους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, κυρίως εξαιτίας της έλλειψης πόρων, με αποτέλεσμα πολλοί να πρέπει να επιβαρύνονται οικονομικά, καταφεύγοντας σε λύσεις εκτός της υπηρεσίας τους. Σε αυτές, πάντως, περιλαμβάνεται και μία ανέξοδη λύση, αυτή της εποπτείας ανάμεσα σε ομότιμους επαγγελματίες (peer supervision).

Στην εποπτεία συναδέλφων δεν υπάρχει βεβαίως αξιολόγηση, ούτε επόπτης πιο έμπειρος, οι ρόλοι εναλλάσσονται. Στόχος είναι η αλληλοϋποστήριξη στην αντιμετώπιση δύσκολων κλινικών περιπτώσεων, καθώς και στη διαχείριση άγχους, ανασφάλειας, αβεβαιότητας και αρνητικών συναισθημάτων σε σχέση με τη δουλειά μας, τονίζει η Ντιάνα Χαρίλα που είναι η Πρόεδρος του Ινστιτούτου Έρευνας και Θεραπείας της Συμπεριφοράς.

«Ανάχωμα» στις αδυναμίες των εκπαιδευόμενων η εποπτεία

Στις βασικές αρχές που πρέπει να τηρεί ένας επαγγελματίας της ψυχικής υγείας συμπεριλαμβάνονται στοιχεία όπως το να είναι ανοιχτός σε ζητήματα διαφορετικότητας, να επιδεικνύει σεβασμό προς όλους, να αποφεύγει τις διακρίσεις και κάθε είδους αποκλεισμό. Η εποπτεία, εξηγεί η κ. Χαρίλα, μπορεί να συμβάλει στη συνειδητοποίηση οποιασδήποτε τέτοιας αδυναμίας. Όταν για παράδειγμα ένας ψυχολόγος υπερεμπλέκεται συναισθηματικά ή τού δημιουργούνται έντονα συναισθήματα με συγκεκριμένους θεραπευόμενους ή γίνεται επικριτικός στον τρόπο ζωής των θεραπευόμενών του, όλα αυτά δεν μπορεί παρά να επιδρούν αρνητικά στη θεραπευτική σχέση και το θεραπευτικό αποτέλεσμα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η εποπτεία μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά.

Όταν ένας ψυχολόγος υπερεμπλέκεται συναισθηματικά ή γίνεται επικριτικός στον τρόπο ζωής των θεραπευόμενών του, όλα αυτά δεν μπορεί παρά να επιδρούν αρνητικά στη θεραπευτική σχέση.

Πάντως, σύμφωνα με την κ. Χαρίλα δεν είναι λίγες οι φορές που ένας θεραπευτής έρχεται αντιμέτωπος με προκλήσεις και διλήμματα, όπως για παράδειγμα τι είδους θεραπεία θεωρεί ότι θα βοηθήσει περισσότερο τον συγκεκριμένο θεραπευόμενο π.χ. ατομική, φαρμακοθεραπεία, συνδυαστική, θεραπεία ζεύγους κλπ. Επίσης, στην περίπτωση που ο θεραπευόμενος αρνείται να δεχθεί το είδος θεραπείας που τού προτείνεται, τι κάνει ο θεραπευτής; Θα πρέπει κάθε φορά, να αξιολογεί την περίπτωση και να αποφασίζει πώς θα λειτουργήσει με γνώμονα το καλό του θεραπευόμενου και τη μείωση ενδεχόμενης βλάβης.

Όσο για τις περιπτώσεις που ένας θεραπευόμενος έχει ενεργές σκέψεις να θέσει τέρμα στη ζωή του, εκεί ο θεραπευτής μπορεί να άρει το απόρρητο και να ενημερώσει άμεσα τους οικείους. Αυτά τα ζητήματα του απορρήτου και πότε ο θεραπευτής το καταργεί τίθενται και στο θεραπευτικό συμβόλαιο ανάμεσα στους δύο.

Οι πρώτες εποπτείες

Το 1977, όταν η Αναστασία Καλαντζή επέστρεψε στην Αθήνα από τη Βιέννη έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές της στη γνωσιακή – συμπεριφοριστική ψυχοθεραπεία, έζησε τη μοναξιά στο επάγγελμά της. Η ψυχολογία της υγείας ήταν ένα θέμα άγνωστο όταν είχα έρθει στην Ελλάδα, θυμάται. Πέρασαν μερικά χρόνια μέχρι να ιδρύσει μαζί με συναδέλφους της το Ινστιτούτο έρευνας και θεραπείας της συμπεριφοράς, στο οποίο αργότερα εκείνη και η ομάδα της ανέλαβαν την εκπαίδευση Ελλήνων ψυχοθεραπευτών.

Ξεκινήσαμε τις εποπτείες που αφορούν σε παιδιά και εφήβους από μία μικρή ομάδα συναδέλφων που σήμερα είναι συνταξιούχοι. Ήταν ένας ωραίος πυρήνας που πλαισίωσε τότε το Ινστιτούτο. Στη συνέχεια το Αιγινήτειο δημιούργησε το δικό του πρόγραμμα και έκτοτε αλληλοσυμπληρωνόμαστε, αναφέρει η κ. Καλαντζή.

«Παλεύουμε από τη δεκαετία του ’90 για θεσμικό πλαίσιο»

Η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών θίγει και το θέμα της έλλειψης ενός ξεκάθαρου θεσμικού πλαισίου που θα καθορίζει τα κριτήρια και θα δίνει την άδεια άσκησης επαγγέλματος στους ψυχοθεραπευτές με επιστημονική κατάρτιση, αφήνοντας «εκτός» εκείνους που ασκούν το επάγγελμα χωρίς να έχουν εκπαιδευτεί.

Αυτό σημαίνει ότι οποιοσδήποτε μπορεί να αναφέρει στην κάρτα ή την ταμπέλα του την ιδιότητα του ψυχοθεραπευτή. Παλεύουμε από τη δεκαετία του ’90 πολύ συστηματικά. Μέχρι το ’93 ήμουν πρόεδρος της επιτροπής στο κεντρικό συμβούλιο υγείας, έχοντας αναλάβει να διαμορφώσουμε τα προσόντα του ψυχολόγου – ψυχοθεραπευτή, τονίζει η κ. Καλαντζή. Ήμασταν δέκα άτομα από όλες τις ψυχοθεραπευτικές κατευθύνσεις που εργαστήκαμε επί τρία χρόνια αφιλοκερδώς διότι πιστεύαμε βαθιά ότι πρέπει επιτέλους να νομιμοποιηθεί αυτή η δουλειά που κάνουμε και οι άνθρωποι που ξοδεύουν χρήματα για να εκπαιδευτούν να μπορούν να αποκατασταθούν και νομικά. Δυστυχώς αυτό το πλαίσιο δεν προχώρησε, καταλήγει.


Το άρθρο αναδημοσιεύεται από το www.kathimerini.gr

Κάντε like στην σελίδα μας στο Facebook 
Ακολουθήστε μας στο Twitter 

Βρείτε μας στα...