Ξέρω ότι μόνο εγώ μπορώ να με σώσω, αλλά αυτή η αλήθεια κάνει τη ζωή αφόρητη. Γιατί είμαι σχεσιακός εαυτός. Γιατί χωρίς το μοίρασμα, τι νόημα έχει; Γιατί δεν είμαστε φτιαγμένοι για να πορευόμαστε μόνοι. Και η ψυχή δεν αντέχει τη μοναξιά της ύπαρξης.
Σάββατο μεσημέρι.. κάθομαι στον κήπο του γραφείου, έχοντας μόλις αποχαιρετήσει το τελευταίο ραντεβού της εβδομάδας. Η πλάτη μου έχει γύρει, ο αυχένας μου σαν να μη μπορεί να σηκώσει άλλο βάρος καταρρέει κι αυτός. Βρίσκομαι κουλουριασμένη στην καρέκλα μου, με μάτια βουρκωμένα. Θέλω να βγάλω μια κραυγή, μα δε ξέρω που να την απευθύνω. Στο Θεό; Σ’ έμενα; Στον κόσμο όλο;
Έζησα μια από τις πιο δύσκολες εβδομάδες επαγγελματικά. 37 ώρες δουλειά. Μεταξύ τους 3 ενεργά αυτοκτονικά «περιστατικά». Όπως και το τελευταίο άλλωστε. Και ψυχοθεραπεία έκανα, και εποπτεία έκανα και το φαγητό μου το έτρωγα, και καλό παιδί ήμουν. Στην προσωπική μου ζωή συμβαίνει το εξής: ο μεγάλος βαφτιστήρας μου, 14 χρονών είναι στην εντατική, διασωληνωμένος, εξαιτίας πνευμονίας και σηπτικού σοκ. 9 μέρες σε νάρκωση, με την «κατάσταση» να κρίνεται σταθερή. Ένας άγγελος επί γης που για λίγες ώρες θα είχε πεθάνει και που η ζωή του κρέμεται από μια λεπτή κλωστή. Χωρίς να το έχει επιλέξει. Θέλει να ζήσει. Ονειρεύεται, σχεδιάζει, κοπιάζει.
Η αντίθεση μέσα μου είναι κατακλυσμική. Αγωνιώ για μια ζωή που κινδυνεύει να τελειώσει κι έχω μπροστά μου ανθρώπους που επιθυμούν να τελειώσουν τη δική τους. Μια πλευρά μου συμπονά, και μια άλλη εξοργίζεται. Εξοργίζεται με αυτούς που έχουν απλόχερα το δώρο της ζωής και δε το τιμούν. Εξοργίζομαι με τους κοντινούς ανθρώπους των θεραπευόμενων που θέλουν να αυτοκτονήσουν για τις όποιες ευθύνες τους. Εξοργίζομαι με την αποτυχημένη κοινωνία που δε χωράει τους διαφορετικούς, τους παράξενους, τους θλιμμένους. Εξοργίζομαι μ’ εμένα που δεν έχω την υπερδύναμη να σώσω αυτούς που πρέπει να σωθούν. Εξοργίζομαι με την αδιαφορία, με τον ατομικισμό, με την μικροπρέπεια, με την ύλη, με όλα.
Αντιλήφθηκα, για πρώτη φορά σε όλο το μεγαλείο της, την μεγάλη αλήθεια: Κανείς δεν μπορεί να σώσει κανέναν. Ακόμα και οι γιατροί, οι πιο κοντινοί στο ρόλο του Θεού, δεν κάνουν θαύματα. Εμείς οι ψυχοθεραπευτές, τι άραγε υποτίθεται ότι κάνουμε; Παλεύουμε να αλλάξουμε δυσλειτουργικά μοτίβα, παλεύουμε να διδάξουμε αυτοσυμπόνια και αυτοαγάπη, παλεύουμε να απαλύνουμε πληγές, να εμφυσήσουμε θάρρος, να «ενηλικιώσουμε» και να επικοινωνήσουμε τη δύναμη της ανάληψης ευθύνης, να ξυπνήσουμε τη δεξιότητα του να ονειρεύεσαι. Αυτά τα παλεύουμε. Δεν είναι απαραίτητο ότι τα καταφέρνουμε.
Διαβάστε σχετικά: Ας μην μιλάμε μόνο για την ψυχική υγεία αλλά ας ρωτήσουμε, ας ακούσουμε και ας πράξουμε
Αυτά που κάνουμε, είναι να είμαστε εκεί, παρόντες. Αφουγκραζόμαστε, συμπονούμε, συμπορευόμαστε, συνυπάρχουμε. Ακούμε και νιώθουμε. Ακούμε και δίνουμε νοιάξιμο. Και συμπαράσταση. Και αποδοχή. Τα βασικά συστατικά για επιβίωση. Για να έχει νόημα η ζωή. Κάποιος να με καταλάβει, κάποιος να με ακούσει, κάποιος να με νιώσει. Και κάποιος να με σώσει. Να με σώσει.
Ξέρω ότι μόνο εγώ μπορώ να με σώσω, αλλά αυτή η αλήθεια κάνει τη ζωή αφόρητη. Γιατί είμαι σχεσιακός εαυτός. Γιατί χωρίς το μοίρασμα, τι νόημα έχει; Γιατί δεν είμαστε φτιαγμένοι για να πορευόμαστε μόνοι. Και η ψυχή δεν αντέχει τη μοναξιά της ύπαρξης. Δεν τη σηκώνει. Και 1 ώρα, όσο κρατά μια συνεδρία, δεν αρκεί για να νιώθω άνθρωπος. Χρειάζομαι σύνδεση. Χρειάζομαι να ξέρω ότι με αγαπούν.
Που θα βρούμε εμείς οι θεραπευτές αυτά τα εργαλεία; Πώς θα δώσουμε την αίσθηση στον άλλον ότι αξίζει να ζει, επειδή εμείς νοιαζόμαστε; Γιατί να του φτάνει; Γιατί να είναι αρκετό; Πώς θα τον πείσουμε ότι η ζωή είναι δώρο; Πώς θα τον κάνουμε να αγαπήσει την ανάσα του, την ύπαρξη του, την πλάση ολάκερη; Όταν είναι βυθισμένος σε ένα βαθύ σκοτάδι μοναξιάς, απελπισίας και απόγνωσης. Όταν στη ζωή του εκεί έξω δεν παίρνει αγάπη. Ίσως δεν πήρε ποτέ. Ιδίως από αυτούς που έπρεπε, τους γονείς που τους γέννησαν.
Θυμάμαι τώρα μια αφήγηση του δασκάλου μου, του Αχιλλέα Προκοπίου για τον δάσκαλό του τον Γιώργο Βασιλείου. Είχαν καλέσει τον Βασιλείου να βοηθήσει έναν άνδρα που ετοιμαζόταν να πέσει από μία ταράτσα. Ο Βασιλείου έκατσε και άκουσε την ιστορία του. Πόνος, μοναξιά, απελπισία. Και είπε στον άνδρα: Σε καταλαβαίνω. Έχεις δίκιο. Είναι αβάσταχτη η ζωή σου. Ο άνδρας άρχισε να κλαίει, σηκώθηκε, πήρε τον Βασιλείου κι έφυγαν από τη ταράτσα.
Μακάρι, να είναι αυτό το νοιάξιμο, αυτή η κατανόηση, αυτή η συμπόνια που αρκούν. Που δίνουν δύναμη και θάρρος. Μακάρι, εμείς οι θεραπευτές να έχουμε πάντα στην φαρέτρα μας αποθέματα. Μακάρι, να μπορούμε να πείσουμε τον εαυτό μας ότι, όπως όλοι, κάνουμε κι εμείς ότι μπορούμε. Μερικές φορές και παραπάνω από όσα μπορούμε. Αλλά δεν μπορούμε να ελέγξουμε τίποτα. Δεν μπορούμε, τελικά να σώσουμε κανέναν. Και μακάρι, να το αντέχουμε.
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*