Στην υπνοθεραπεία φέρνει το άτομο πάντα μαζί του το σύμπτωμα του που αφορά σχεδόν πάντα μία αμφιθυμία, η οποία διαταράσσει το σύστημα του ατόμου, αλλά και τις ιδέες που αφορούν το σύμπτωμα και την αμφιθυμία. Είναι καθήκον του υπνοθεραπευτή να αναγνωρίσει την αμφιθυμία στις ιδέες του συστήματος και να τις προκαλεί μέσα από την καθοδηγητική του ομιλία.
Ο άνθρωπος θεωρείται ένας ζωντανός οργανισμός. Ο κάθε ζωντανός οργανισμός θεωρείται πώς έχει την ικανότητα να αυτοσυντηρείται και να αυτοπροστατεύεται και να λειτουργεί αυτόνομα βάσει των δυνατοτήτων του και του ευρύτερου πλαισίου του. Για παράδειγμα, ένας σκύλος δεν μπορεί να πετάξει. Τα προβλήματα, παρατηρούνται όταν για κάποιο λόγο διαταράσσεται αυτή η ισορροπία της αυτονομίας του ατόμου.
Μπροστά σε απειλητικές καταστάσεις, το άτομο τείνει να προσπαθεί με κάθε τρόπο να διατηρήσει την αυτονομία του με αποτέλεσμα πολλές φορές να υιοθετεί υπερβολικές συμπεριφορές, που δε μπορεί να διαχειριστεί. Η κάθε προβληματική συμπεριφορά, συνοδεύεται από συγκεκριμένες ιδέες, συγκεκριμένα νοήματα. Για παράδειγμα, όταν ένα παιδί πει ψέματα στους γονείς του, τότε δημιουργείται μία αίσθηση αμφισβήτησης απέναντι στις δηλώσεις του και οι γονείς του καταλήγουν να μην το πιστεύουν ακόμη κι αν λέει αλήθεια. Σε αυτή τη στιγμή παρατηρείται ένα σχήμα οξύμωρο. Ενώ οι γονείς προσπαθούν να αλλάξουν με κάθε τρόπο την “προβληματική” συμπεριφορά, τα ψέματα που λέει το παιδί τους, συνεχίζουν να διατηρούν την αμφισβήτηση και την επιφυλακτικότητα απέναντι στις δηλώσεις του. Ως συνέπεια, δημιουργείται μία διατάραξη στο σύστημα (οικογένεια).
Πώς λειτουργεί η Συστημική Ύπνωση;
Για να χρησιμοποιηθεί η ύπνωση θεραπευτικά, οφείλει να λάβει υπόψη της δύο αλληλοσυνδεόμενα συστήματα: το υπνοθεραπευτικό σύστημα, που αφορά όλους όσους βρίσκονται στη θεραπευτική σχέση και το ευρύτερο σύστημα, που αφορά το πλαίσιο της ζωής του ατόμου.
Στη διαδικασία της ύπνωσης, πολλές συμπεριφορές βγαίνουν στην επιφάνεια σαν απλά να συμβαίνουν, σαν να είναι ακούσιες από το άτομο. Ανάμεσά τους μπορεί να συμπεριληφθούν και συμπεριφορές που είναι αντίθετες από τη συμπεριφορά “πρόβλημα”, ή ακόμη και συμπεριφορές που υποδεικνύουν αυθόρμητα τη λύση κάποιας προβληματικής συμπεριφοράς. Για παράδειγμα, το άγχος απόδοσης συχνά εμποδίζει την αποτελεσματική λειτουργικότητα του ατόμου, κυρίως στο πλαίσιο εργασίας. Η κατάσταση αυτή, πολλές φορές αντικατοπτρίζει μία οντότητα που ναι μεν θέλει πολύ να πετύχει σε κάτι, αλλά ταυτοχρόνως σαν να νιώθει πως πρέπει να αποτύχει.
Αυτό που θα μπορούσε να γίνει σε τέτοια περίπτωση είναι να καθοριστεί ως αποτυχημένο μόνο ένα μέρος του σώματος του ατόμου, αφήνοντας το υπόλοιπο σώμα ελεύθερο προς την επιθυμία επιτυχίας. Έτσι, θα μπορούσε σε ένα φανταστικό σενάριο, όπου το άτομο καλείται να μιλήσει μπροστά σε υψηλά στελέχη της εταιρείας του για σημαντικές διαπραγματεύσεις, να νιώσει ένα πόνο στο πόδι του, μικρό αλλά αρκετό ώστε να βαρύνει και να αδρανοποιησει αυτό το κομμάτι του, αφήνοντας ελεύθερο το άτομο στο να μιλήσει με δυναμισμό και αυτοπεποίθηση. Στο σημείο αυτό, ας μη ξεχνάμε πως όταν έχουμε την ικανότητα να φανταστούμε κάτι ως πραγματοποιήσιμο, τότε πολύ πιο εύκολα μπορεί αυτό να γίνει πραγματοποιήσιμο στη ζωή μας.
Είναι σημαντικό να έχουμε πάντοτε υπόψη μας πως τα συμπτώματα δεν αποτελούν από μόνα τους το πρόβλημα, αλλά είναι ενδείξεις για ένα πρόβλημα. Για να εντοπιστεί η λειτουργία του προβλήματος ή για να πετύχει η αλλαγή, οφείλει ο θεραπευτής να λάβει υπόψη του το πλαίσιο στο οποίο αυτό το πρόβλημα παρουσιάζεται, ή το πώς μία συμπεριφορά εξυπηρετεί το σύστημα. Για παράδειγμα, μία γυναίκα ζητά από τον υπνοθεραπευτή της να τη βοηθήσει στο να ανέχεται το ροχαλητό του άντρα της.
Συγκεκριμένα το ζευγάρι είναι τρία χρόνια παντρεμένοι και η κυρία Χ υποστηρίζει πώς ο άντρας της άρχισε το ροχαλητό μετά το γάμο. Από την άλλη πλευρά, ο άντρας της κύριος Ρ υποστηρίζει πώς πάντα ροχάλιζε. Προσπάθησαν ξανά να λύσουν το συγκεκριμένο πρόβλημα είτε με ατομικές θεραπείες της κυρίας Χ, ή ακόμη και με θεραπείες ζευγαριού, χωρίς όμως κάποιο αποτέλεσμα. Στην πορεία, αποκαλύφθηκε πως η κυρία Χ μεγάλωσε με ένα πατέρα, ο οποίος ήταν “απών”, της φερόταν υπερβολικά απότομα και με ασέβεια. Έτσι η ίδια συνήθως ήταν απόμακρη και επιφυλακτική στους άντρες. Ο άντρας της ήταν πολύ ζεστός, ευγενικός ηλικιωμένος άντρας και η κ. Χ αναφέρει πως τον αγαπά καθώς η ίδια πρότεινε το γάμο, αν και ήταν συχνά απόμακρη.
Το ροχαλητό, οδήγησε το ζευγάρι να κοιμάται σε διαφορετικά υπνοδωμάτια, και κατ’ επέκταση να δημιουργηθούν διάφορα προβλήματα στη σεξουαλική τους ζωή. Το χειρότερο όμως για την κυρία Χ ήταν όταν ο μεγάλος γιος του άντρα της ερχόταν στο σπίτι τους και ροχάλιζε και αυτός πολύ πιο έντονα από τον πατέρα του. Η όλη κατάσταση ήταν ανυπόφορη, αλλά και παράλληλα δημιουργούσε στην κυρία Χ έντονα συναισθήματα ενοχών που δεν ήθελε να τερματίσει το γάμο της. Η διατάραξη/αμφιθυμία εδώ παρουσιάζεται στους δύο αντίθετους πόλους: εγγύτητα – απόσταση.
Στην υπνοθεραπεία φέρνει το άτομο πάντα μαζί του το σύμπτωμα του που αφορά σχεδόν πάντα μία αμφιθυμία, η οποία διαταράσσει το σύστημα του ατόμου, αλλά και τις ιδέες που αφορούν το σύμπτωμα και την αμφιθυμία. Είναι καθήκον του υπνοθεραπευτή να αναγνωρίσει την αμφιθυμία στις ιδέες του συστήματος και να τις προκαλεί μέσα από την καθοδηγητική του ομιλία. Είναι σαν μία πρόκληση στον υπνοθεραπευτή, για παράδειγμα, να νιώσει το άτομο βαριά τα βλέφαρά του, αν και πολλές προκλήσεις είναι πολύ πιο πολύπλοκες και δεν απαιτούν ή δεν επωφελούνται πάντοτε από τη διαδικασία της ύπνωσης. Αυτό που θεωρείται απολύτως αναγκαίο να συμβαίνει στη συγκεκριμένη διαδικασία για να θεωρείται θεραπευτική, είναι ένα κομμάτι αναπλαισίωσης της κατάστασης όπου τα δύο αντίθετα άκρα/πόλοι θα μπορέσουν να ειδωθούν από το άτομο ως συμπληρωματικά μεταξύ τους και όχι άκρως αντιθετικά.
Στο πιο πάνω παράδειγμα, ζητήθηκε από την κ. Χ να φανταστεί ένα ασφαλές για αυτήν τοπίο, ένα τοπίο προβληματικό και ένα ιδανικό τοπίο. Μετά από κάποιο αριθμό συνεδριών, αυτό που φάνηκε ήταν πως τα όρια αυτών των τριών πλαισίων δεν ήταν απόλυτα ξεχωριστά. Συνειδητοποίησε πώς ενώ μετακινούνταν από τη φαντασίωση του ασφαλούς πλαισίου στο ιδανικό πλαίσιο μεταφέρονταν κάποια συναισθήματα από το ένα πλαίσιο στο άλλο. Εκτός αυτών, κάποια από τα συναισθήματα, όπως η συντροφικότητα, μεταφέρονταν προς έκπληξη της από την ιδανική κατάσταση στην προβληματική κατάσταση. Έτσι το δίπολο απόσταση – εγγύτητα που ένιωθε σε σχέση με τον άντρα της, θα μπορούσε να τοποθετηθεί σε ένα τοπίο ασφαλές και άνετο, κάτι που ρυθμίστηκε και ενισχύθηκε σταδιακά από την ίδια και όχι από το πόσο ροχάλιζε ο άντρας της ή τις ημικρανίες που είχε η ίδια, γεγονότα που δεν μπορούσε να ελέγξει.
Σταδιακά απομακρυνόταν από την ανάγκη του να είναι επιφυλακτική στους άντρες/στον άντρα της, κάτι που παλιότερα με το πατέρα της λειτουργούσε προστατευτικά για την ίδια. Οι ημικρανίες της φάνηκε πως ενίσχυαν τη συμπάθεια του άντρα της απέναντί της και την κατανόησή του, με αποτέλεσμα η ίδια να πετυχαίνει την αποφυγή έντονων συναισθηματικών καταστάσεων. Ζητήθηκε επομένως να αρχίσει η ίδια να παρατηρεί στην καθημερινότητά της πώς τα αισθήματα ασφάλειας και συντροφικότητας έρχονταν από μόνα τους καθώς άκουγε το ροχαλητό. Μετά από αρκετή εξάσκηση, κόπο και επιθυμία αλλαγής, το αποτέλεσμα ήταν να επιστρέψει το ζευγάρι στο ίδιο υπνοδωμάτιο και να βελτιωθεί αυτομάτως η ερωτική τους σχέση.
Η συστημική υπνοθεραπεία στηρίζεται μάλλον περισσότερο στην ιδέα ότι το κάθε σύστημα έχει τη τάση διατήρησης της αυτονομίας του, παρά στο ατομικό ασυνείδητο μυαλό. Με λίγα λόγια η επίλυση των προβλημάτων επέρχεται μέσα από την κατανόηση της λειτουργίας του ευρύτερου συστήματος του ατόμου. Μέσω της ύπνωσης, προσφέρεται η δυνατότητα για μία νέα οπτική ή μία άλλη κατανόηση των καταστάσεων που ταυτίζονται ως προβληματικές. Όταν ένας άνθρωπος έχει ένα βαθύ βίωμα, τότε αυτό τείνει να ενεργοποιείται κάτω από δύσκολες καταστάσεις.
Άρα ακόμα κι αν ένα άτομο φαίνεται πως παρουσιάζει βελτίωση στους τομείς της ζωής του, σε κάποιες στιγμές μπλοκάρει, καθώς αναγεννιέται αυτή η βαθύτερη τραυματική εγγραφή. Όλα αυτά, φαίνεται μέσα από έρευνες πως απασχολούν κυρίως το δεξιό ημισφαίριο του εγκεφάλου. Επομένως η αλλαγή θα επέλθει μόνο αν η θεραπεία/ η παρέμβαση αφορά το δεξιό ημισφαίριο, μέσα από μία αναπαράσταση, μέσα από μία διαδικασία.
Βιβλιογραφία
Fourie, D. F. (2007). Systemic hypnotherapy: Deconstructing entrenched ambivalent meanings in self-organizing systems. Americal Journal of Clinical Hypnosis, 50(1), 71-80.