Ο θεραπευόμενος με ψυχωσική οργάνωση προσωπικότητας βιώνει ένα τόσο έντονο υπαρξιακό άγχος, ώστε ο θεραπευτής δεν μπορεί να λειτουργεί στις παρεμβάσεις του με τον ίδιο τρόπο, όπως σε θεραπευόμενους νευρωτικής οργάνωσης.
Η ψυχική ενέργεια του ψυχωσικού ασθενή καταναλώνεται στην προσπάθεια αποσαφήνισης της ύπαρξής του, ώστε δεν του δίνονται περιθώρια να αντιληφθεί την πραγματικότητα. Η αίσθηση ταυτότητας δεν είναι συγκροτημένη, επαναφέροντας διαρκώς το ερώτημα αν είναι ξεχωριστή οντότητα ή συνέχεια του Άλλου.
Ο θεραπευτής υπάρχει το ενδεχόμενο να βιωθεί ως μια εξουσιαστική, παντοδύναμη φιγούρα που θα τον καταβροχθίσει (φόβος αφανισμού). Χρειάζεται μεν να είναι κατευθυντικός και πιο παρεμβατικός σε σχέση με νευρωτικούς ασθενείς, αλλά όχι εξουσιαστικός. Χρειάζεται να βρεθεί η ισορροπία ανάμεσα στην καθοδήγηση που δημιουργεί ένα ανακουφιστικό πλαίσιο, με όρια, χωρίς να συνθλίβεται ή να υποτιμάται η βούληση του ψυχωσικού ασθενούς.
Μια συνεδρία μπορεί να ξεκινήσει με μια ήπιων τόνων κουβέντα για την καθημερινότητα και να εξελιχθεί σε κατηγορίες ότι ο θεραπευτής επιδιώκει το κακό του ασθενούς. Ο έμπιστος γιατρός μετατρέπεται σε κακόβουλο διώκτη του αυτοστιγμεί (αιφνίδιες αλλαγές του εξιδανικευμένου αντικειμένου σε διωκτικό αντικείμενο). Ο εαυτός και οι άλλοι μεταμορφώνονται σε απόλυτα καλοί ή κακοί (Σχάση), χωρίς να μπορούν να διατηρήσουν καλά και κακά στοιχεία ταυτόχρονα.
Ο θεραπευόμενος προκειμένου να διαχειριστεί τη σύγχυση και την απόγνωση που βιώνει χρησιμοποιεί άμυνες που τον αποκόπτουν από την πραγματικότητα. Αυτές οι άμυνες είναι ο μόνος τρόπος να νιώσει λιγότερο απειλητική την αλληλεπίδραση με τους γύρω του, γι΄ αυτό και δεν μπορούμε να κάνουμε άμεσες παρεμβάσεις επί των αμυνών, αναδεικνύοντας και αναλύοντας τις ενδοψυχικές συγκρούσεις.
Διαβάστε σχετικά: Η διαιώνιση της ψύχωσης: Tο κόστος και το αντίτιμο στην ανθρωπότητα
Σε μια ασθενή, για παράδειγμα, που προβάλει την κακή πλευρά του εαυτού της στη θεραπεύτρια, δεν θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ευθέως πως η ίδια έχει δυσφορία με αυτά τα κομμάτια του εαυτού της και για να τα διαχειριστεί τα αποποιείται, εναποθέτοντάς τα στη θεραπεύτρια. Το μόνο που θα προκαλούσαμε ήταν ενίσχυση των παρανοϊκών ιδεών. Και αυτό γιατί ο ψυχωσικός ασθενής δεν διαθέτει την ικανότητα να αναγνωρίζει ότι οι άλλοι διαφοροποιούνται από τον ίδιο, ότι έχουν άλλα κίνητρα και σκέψεις.
Ο εσωτερικός με τον εξωτερικό κόσμο δεν διαχωρίζονται. Του λείπει ο αναστοχασμός, να παρατηρήσει τον εαυτό του και να σκεφτεί για αυτόν. Δεν δύναται να αντιληφθεί ότι διαστρεβλώνει την πραγματικότητα (έλλειψη εναισθησίας) και μια τέτοια αποκάλυψη θα του προκαλούσε τρόμο.
Η τάση του αυτή να μην αντιλαμβάνεται την ξεχωριστότητα του άλλου είναι που τον κάνει να εκφράζει τις ανάγκες του με έντονο και καταβροχθιστικό τρόπο. Ακριβώς όπως λειτουργούν τα βρέφη κατά την πρώιμη συμβιωτική περίοδο, τη συνθήκη της απόλυτης εξάρτησης τους, όπου δεν έχει επέλθει ακόμα η διαφοροποίηση μεταξύ εαυτού και Άλλου.
Ο ψυχωσικός ασθενής έχει το ταλέντο της αναγνώρισης των πραγματικών συναισθηματικών εκφάνσεων του συνομιλητή του, πέραν του φαίνεσθαι. Οι κεραίες του είναι ανοιχτές και πολύ ευαίσθητες. Αντιλαμβάνεται το άτομο που του φέρεται με ειλικρίνεια και σεβασμό και το εκτιμά ιδιαιτέρως όταν το εισπράττει.
H ανάγκη να ακουστεί και να αντιμετωπιστεί επί ίσοις όροις είναι πρωταρχικής σημασίας. Στην ιστορία του έχει στιγματιστεί με την ταμπέλα του “τρελού” ή με την απολυτότητα της χορήγησης ενός χαπιού, χωρίς την ευκαιρία να έχει λόγο σε αυτό, χωρίς να έχει τον χρόνο να εκφραστεί.
Ένα μεγάλο κομμάτι του άγχους του μπορεί να γίνει διαχειρίσιμο αν περιεχθεί, αν αγκαλιαστεί με φροντίδα και νοιάξιμο από τον θεραπευτή, ώστε να βιωθεί με διαφορετικό τρόπο από ότι συνήθως. Το να νιώθει ξένος, αλλόκοτος, περίεργος μόνο άγχος μπορεί να προσφέρει και είναι αυτή η αίσθηση του ανήκειν, επί ίσοις όροις που θα τον βοηθήσει να αισθανθεί περισσότερο οικείο τον κόσμο γύρω του.
Ως εκ τούτου η θεραπεία χρειάζεται να έχει υποστηρικτική μορφή, που θα ενισχύσει τη συγκρότηση της ταυτότητας του θεραπευόμενου και την αίσθηση ασφάλειας στη συσχέτιση με τον Άλλο. Δεν ενισχύουμε την ανάλυση των φαντασιώσεών του, δεν ερμηνεύουμε τη μεταβίβαση, ούτε αναλύουμε τις άμυνές του. Με όπλα την ενσυναίσθησή μας και τη διαρκή φροντίδα για ένα ασφαλές τοπίο σύνδεσης, ο ψυχωσικός ασθενής μπορεί να αποκτήσει την εμπειρίας μιας συγκροτημένης, έναντι της μέχρι στιγμής, κατακερματισμένης εμπειρίας.