Εδώ κι ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα επικρατεί μία σύγχυση τόσο μεταξύ των επαγγελματιών όσο και των πολιτών σε σχέση με τον όρο Ψυχοθεραπεία, την ιδιότητα του ψυχοθεραπευτή, καθώς και των ειδικοτήτων που έχουν δικαίωμα στην άσκηση ψυχοθεραπείας. Ερωτήματα όπως: ποιος μπορεί να λέγεται ψυχοθεραπευτής και τι εκπαίδευση πρέπει να έχει, αποτελούν συχνά πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα σε επαγγελματίες ψυχικής υγείας και όχι μόνο.
Η ψυχοθεραπεία είναι ένας ευρύς όρος που αναφέρεται σε σειρά από θεραπευτικές (μη φαρμακολογικές) παρεμβάσεις, οι οποίες χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία ψυχολογικών και συναισθηματικών δυσκολιών, τη βελτίωση της ψυχικής υγείας και την προώθηση της ευεξίας. Βασίζεται στην τακτική προσωπική αλληλεπίδραση και τη θεραπευτική σχέση μεταξύ ενός ειδικά εκπαιδευμένου επαγγελματία ψυχικής υγείας και ενός ατόμου, ομάδας ή οικογένειας. Τα συμβαλλόμενα μέλη συνεργάζονται για να θέσουν στόχους, να εξερευνήσουν σκέψεις και συναισθήματα και να αναπτύξουν δεξιότητες που αποσκοπούν σε θετικές αλλαγές στη ζωή των θεραπευομένων. Υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις με διαφορετικό θεωρητικό προσανατολισμό (πχ ψυχανάλυση, ψυχοδυναμική θεραπεία, γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία, συστημική/οικογενειακή θεραπεία, ανθρωπιστική, προσωποκεντρική κτλ). Κάθε ψυχοθεραπευτικό μοντέλο διαφοροποιείται ως προς τη δομή, το περιεχόμενο και το αποτέλεσμα της θεραπείας.
Στην Ελλάδα είθισται να λέμε ότι «πάω σε ψυχολόγο», εννοώντας συνήθως ότι κάνω ψυχοθεραπεία. Αν κοιτάξουμε πέρα από τα σύνορα, δεν είναι τυχαίο ότι στις περισσότερες χώρες οι θεραπευόμενοι απευθύνονται σε (ψυχο)θεραπευτή (psychotherapist ή σκέτο therapist), ο οποίος μπορεί να ανήκει (και) σε άλλους επαγγελματικούς – επιστημονικούς χώρους πέραν της ψυχολογίας.
Υπάρχει συναίνεση ότι η ψυχοθεραπεία στην Ελλάδα δεν αποτελεί ξεχωριστό επαγγελματικό κλάδο, αλλά εξειδίκευση επαγγελματιών ψυχικής υγείας. Κανένας επαγγελματίας ψυχικής υγείας δεν είναι αυτοδίκαια ψυχοθεραπευτής, μόνο με την ολοκλήρωση του βασικού του πτυχίου (π.χ. πτυχίο ψυχολογίας). Για την εξειδίκευση στην ψυχοθεραπεία χρειάζεται επιπλέον εκπαίδευση, που μεταξύ άλλων περιλαμβάνει θεωρία, προσωπική ανάπτυξη ή/και προσωπική θεραπεία, εποπτευόμενη κλινική άσκηση και αξιολόγηση.
Εδώ πρέπει να γίνει ένας σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στους επαγγελματίες ψυχικής υγείας: ψυχιάτρους, ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχιατρικούς νοσηλευτές – οι οποίοι δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συγχέονται με life coaches ή συμβούλους ψυχικής υγείας. Οι πρώτοι έχουν αναγνωρισμένους επαγγελματικούς τίτλους, άδεια ασκήσεως επαγγέλματος και εκπαίδευση, η οποία τους δίνει τις βάσεις να προχωρήσουν σε περαιτέρω εξειδίκευση σε κάποια ψυχοθεραπευτική προσέγγιση, ενώ οι σύμβουλοι και οι life coaches συνήθως δεν έχουν κάποιο σχετικό κύριο πτυχίο.
Το υπάρχον πλαίσιο στη χώρα μας φαίνεται να εντείνει την προαναφερθείσα σύγχυση. Η εκπαίδευση σε κάποια ψυχοθεραπευτική προσέγγιση παρέχεται ως επί το πλείστον από ιδιωτικούς φορείς, είτε συνεργαζόμενους με διεθνείς οργανισμούς και ενώσεις είτε όχι, με έντονες διαφορές μεταξύ τους, που δεν εξηγούνται απλώς για λόγους διαφορών στο είδος προσέγγισης. Είναι αρκετά συχνό το φαινόμενο να γίνονται δεκτοί ως εκπαιδευόμενοι άνθρωποι χωρίς κάποιο πτυχίο επαγγέλματος ψυχικής υγείας και χωρίς την οποιαδήποτε σχετική εμπειρία, όπως επίσης και να αποκλείονται αυθαίρετα κάποιο ή κάποια από τα επαγγέλματα ψυχικής υγείας. Δυστυχώς, το ελληνικό κράτος δεν έχει φροντίσει ακόμη για τη θεσμοθέτηση του όρου ούτε έχει θεσπίσει ένα καθεστώς αναγνώρισης και πιστοποίησης εκπαιδευτικών προγραμμάτων και εκπαιδευτών.
Τα προβλήματα που προκύπτουν από την απουσία ενός Ενιαίου Εθνικού Πλαισίου θεσμοθέτησης της Ψυχοθεραπείας είναι πολλά. Πρώτα από όλα, αφήνει απροστάτευτους τους θεραπευόμενους, που συχνά γίνονται αποδέκτες διαφόρων ειδών και αμφιβόλου ποιότητας υπηρεσιών, με αποτέλεσμα να είναι εκτεθειμένοι σε κακές πρακτικές (malpractice), λανθασμένη διάγνωση και ακατάλληλα θεραπευτικά πλάνα, ηθικές παραβιάσεις, αναποτελεσματικές θεραπείες – τα οποία συμβάλλουν σε υποβάθμιση της κοινής αντίληψης για την ψυχοθεραπεία και μπορούν να αποθαρρύνουν τους θεραπευόμενους να αναζητήσουν υποστήριξη. Επίσης δε διασφαλίζει και τους ίδιους τους ψυχοθεραπευτές, οι οποίοι έχουν επενδύσει χρόνο και κόπο, ώστε να εξειδικευτούν σε κάποια αναγνωρισμένη ψυχοθεραπευτική προσέγγιση.
Ψυχοθεραπευτικές υπηρεσίες παρέχονται κατά κύριο λόγο στον ιδιωτικό τομέα, όπου ο καθένας δύναται να δηλώνει ψυχοθεραπευτής χωρίς κάποιο έλεγχο. Τα τελευταία χρόνια, έχουν κάνει την εμφάνισή τους διάφορες πλατφόρμες, οι οποίες επίσης δε διαθέτουν τις απαραίτητες δικλείδες, ώστε να διασφαλίζουν ότι οι επαγγελματίες με τους οποίους συνεργάζονται έχουν ολοκληρωμένη εκπαίδευση σε κάποια ψυχοθεραπευτική προσέγγιση, αυξάνοντας τη δυσκολία ενός υποψήφιου θεραπευόμενου να βρει έναν κατάλληλα εκπαιδευμένο ψυχοθεραπευτή.
Στον δημόσιο τομέα, οι δομές που προσφέρουν πρόσβαση σε ψυχοθεραπευτικές υπηρεσίες είναι περιορισμένες και ακόμα κι εκεί τα κριτήρια είναι εξαιρετικά ελλιπή. Έχουμε για παράδειγμα αρχίσει να βλέπουμε προκηρύξεις μέσω δημόσιων οργανισμών όπου ζητούνται ψυχοθεραπευτές με «πιστοποιημένη»(!) εκπαίδευση, χωρίς φυσικά να υπάρχει κανένα πλαίσιο που να θέτει επίσημα τις παραμέτρους της πιστοποίησης.
Η δημιουργία ενός ενιαίου εθνικού πλαισίου πιστοποίησης όλων των σχετικών με τη Ψυχοθεραπεία παραγόντων είναι επιβεβλημένη. Σε αυτή την προσπάθεια, είναι απολύτως θεμιτό να ενημερωθούμε ή και να εμπνευστούμε από τα ήδη υπάρχοντα πλαίσια που ισχύουν σε άλλες χώρες. Είναι σημαντικό όμως, όχι μόνο να δούμε τι ισχύει, αλλά και με βάση ποια κριτήρια γίνεται αυτό (πχ συνάφεια σπουδών). Στην Ελλάδα, η βάση για τον έλεγχο των παρεχόμενων υπηρεσιών και την πιστοποίηση υπάρχει ήδη και δεν είναι άλλη από την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος των επαγγελματιών ψυχικής υγείας, η οποία μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για περαιτέρω εξειδίκευση σε κάποια ψυχοθεραπευτική προσέγγιση. Οι επαγγελματίες που με βάση τις σπουδές τους μπορούν να εργαστούν κλινικά είναι οι εξής: ψυχολόγοι, ψυχίατροι, κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχιατρικοί νοσηλευτές. Για οποιαδήποτε άλλη κατηγορία επαγγελματιών, τα κριτήρια θα πρέπει να εξεταστούν προσεκτικά.
Συγκεκριμένα, οι κοινωνικοί λειτουργοί αποτελούν μία από τις παλαιότερες ειδικότητες επαγγελματιών ψυχικής υγείας στην Ελλάδα, και ήταν από τους πρώτους που άρχισαν να εκπαιδεύονται σε (ψυχο)θεραπευτικές παρεμβάσεις, κυρίως λόγω της κατανόησης των βιο-ψυχο-κοινωνικών παραγόντων, οι οποίοι μπορούν να οδηγήσουν σε προβλήματα ψυχικής υγείας. Η εκπαίδευση των κοινωνικών λειτουργών περιλαμβάνει ήδη από προπτυχιακό επίπεδο θεωρητικά μοντέλα και μεθόδους παρέμβασης, μεταξύ άλλων σε άτομα, ομάδες και οικογένειες· οδηγεί σε απόκτηση άδειας ασκήσεως επαγγέλματος και νομικά κατοχυρωμένα επαγγελματικά δικαιώματα – καθιστώντας έτσι την ψυχοθεραπεία ένα πεδίο στο οποίο έχουν τη δυνατότητα να εξειδικευθούν. Με αφετηρία τις αξίες που διέπουν την κοινωνική εργασία και κύρια χαρακτηριστικά της δουλειάς τους την ολιστική παρέμβαση, την ενδυνάμωση, τη συνεργατική προσέγγιση και τον σεβασμό στη διαφορετικότητα, οι κοινωνικοί λειτουργοί μπορούν να παίξουν πρωτεύοντα ρόλο ως πυλώνας μιας ενιαίας στρατηγικής για την ψυχοθεραπευτική υποστήριξη ατόμων, ομάδων, και οικογενειών.
Χρειάζεται λοιπόν η Πολιτεία να αναλάβει πρωτοβουλίες με ανοικτές διαδικασίες διαβούλευσης με όλους τους εμπλεκόμενους, λαμβάνοντας υπόψη επιστημονικά δεδομένα και όχι συντεχνιακές λογικές, προκειμένου να προστατεύσει τα επαγγελματικά δικαιώματα των ειδικών, αλλά πάνω από όλα να προστατεύσει τους πολίτες της.
Το άρθρο αναδημοσιεύεται από το www.efsyn.gr