Η ψυχοθεραπεία τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο οφείλει, παράλληλα με τις ενδοψυχικές και σχεσιακές της θεωρήσεις, να αντικατοπτρίζει τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και να διεγείρει την αισθητηριακή αντίληψη των θεραπευομένων σε αυτές. Η ψυχοθεραπεία, με άλλα λόγια, χρειάζεται να γίνει περισσότερο «κοινωνιολογική», ερμηνευτική και αναλυτική.
Να στοχεύει στην ερμηνευτική ανάλυση της κοινωνικής πραγματικότητας, μέσω της οποίας θα επιχειρεί να μεταφέρει ένα μήνυμα που θα δράσει καταλυτικά στην ζώσα πραγματικότητα των θεραπευόμενων. Ο ψυχοθεραπευτής γίνεται στην ουσία ενδιάμεσος μεταξύ εαυτού και κόσμου, μια γέφυρα που δύναται να ενδυναμώσει τους δεσμούς μεταξύ της εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας του υποκειμένου.
Η καταλυτική αυτή συνεισφορά του θεραπευτή απαιτεί την αυθεντική του στάση, καθώς και τη συνεχή αναζήτηση του εαυτού ως άλλο, δηλαδή της αναζήτησης του κόσμου ως γνώση του εαυτού. Η σχέση αυτή μεταφέρει σε όλα τα πεδία νέες αντικειμενικές αλήθειες ως υποκειμενικά βιώματα και επιτρέπει την ανάπτυξη της ατομικής ελευθερίας μέσα στο πλαίσιο μιας οργανωμένης συλλογικής αίσθησης.
Η ψυχοθεραπεία, σύμφωνα με το πρόταγμα της εξελικτικής συστημικής προσέγγισης, έχει ένα ρόλο πολιτικό, συγκεφαλαιωτικό και συνάμα κοινωνικοποιητικό, στοχεύει δηλαδή στο να υποστηρίξει το υποκείμενο στην προσπάθειά του να ξεφύγει από τη φάση του καταναλωτή και τις νευρώσεις που αυτή παρήγαγε και να δημιουργήσει ένα περισσότερο υγιές πλαίσιο αυτοαναφορικότητας και συλλογικότητας.
Και αντιστοίχως ως θεραπευτές χρειάζεται να διατελέσουμε ένα κοινωνικό ρόλο και να λειτουργούμε διαμεσολαβητικά, εισάγοντας μια «διαφορά», εισάγοντας δηλαδή κενά δαιμόνια που θα αποδομήσουν το σημερινό τρόπο που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τα πράγματα και παράλληλα να οικοδομήσουμε ένα νέο επιστημολογικό υπόδειγμα που θα αποτελεί συνάμα και μια νέα κοινωνική πρόταση, όπως επιχειρώ να προτείνω προσωπικά με την εισαγωγή της εξελικτικής συστημικής προσέγγισης.
Από το υποκείμενο στο πρόσωπο
Η πολιτική οπτική της ψυχοθεραπείας στρέφει τον φακό στην οργάνωση των υλικών που συνθέτουν την πραγματικότητα και βοηθά το υποκείμενο να αναγνωρίζει την δομή της, ώστε να μετασχηματιστεί σε προσωπικότητα.
Σήμερα ζούμε σε ένα διχοτομημένο, διπολικό κοινωνικό περιβάλλον, το οποίο κατανέμεται σε κάθε πτυχή της κοινωνικής μας πραγματικότητας. Οι άνθρωποι μέσα στα δίπολα αισθάνονται μια ιδιόρρυθμη ασφάλεια και ανακούφιση, αυτό όμως που δεν αντιλαμβάνονται εγκλωβισμένοι σε αυτά είναι πως βρίσκονται σε ένα συνεχόμενο εκκρεμές όπου ταλαντεύονται από τη μία του άκρη στην άλλη.
Η συνθήκη αυτή αφήνει ανοιχτή μια εκκρεμότητα, την δυνατότητα να επιτευχθεί μια αρμονική σύνθεση των αντιθέτων, η οποία θα δημιουργήσει με την σειρά της μια νέα αίσθηση της πραγματικότητας. Ένα δίπολο που βιώνουμε αυτή τη περίοδο ως Έλληνες είναι πως όσο μεγάλη είναι η ιστορική μας παράδοση, άλλο τόσο κοντή είναι η μνήμη μας. Αυτό το δίπολο φοβάμαι πως θα κυριαρχήσει και στην πανδημική κρίση, την οποία μόλις ξεπεράσουμε θα την ξεχάσουμε και κυρίως θα ξεχάσουμε όσα μηνύματα κατάφερε να στείλει και όσα απωθημένα και κακοφορμισμένα στοιχεία κατάφερε να φέρει στην επιφάνεια.
Κι όσο κι αν φαίνεται περίεργο στην διπολικότητα οι άνθρωποι ενώ φαίνεται πως έχουν την ευθύνη -διότι διαρκώς μετακινούνται προς αυτή- στην πραγματικότητα απομακρύνονται από αυτή. Οι άνθρωποι στερούνται μιας αντικειμενικής ματιάς απέναντι στα γεγονότα. Συνηθίζουμε να λέμε πως είμαστε στο τέλος των μεγάλων αφηγήσεων και όλες οι μεγάλες Αλήθειες έχουν καταρρεύσει, αφήνοντας το υποκείμενο μόνο απέναντι στη διαμόρφωση της προσωπικής του κοσμοαντίληψης.
Τι συνέβη όμως στην πραγματικότητα; Καταρρεύσανε όντως οι μεγάλες αφηγήσεις ή απλά επικράτησε μία από αυτές, ο Καπιταλισμός δηλαδή. Η αίσθηση όμως πως κατακερματίστηκαν οι μεγάλες αλήθειες, ενώ αρχικά διόγκωσε τον υποκειμενισμό και έδωσε μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη του ανθρώπινου πολιτισμού, οδήγησε εν τέλει σε έναν απέραντο σχετικισμό, ο οποίος όχι μόνο κατακερμάτισε τον άνθρωπο, αλλά και τον κοινωνικό δεσμό.
Πιστεύω πως ενδιαμέσως της πανδημικής κρίσης είναι η ώρα όλοι μαζί να «συμφωνήσουμε» ποιον καινούργιο «-ισμό» θα διαμορφώσουμε για να υπηρετήσουμε το κοινό καλό. Ένα αντιληπτικό πλαίσιο που αναδύεται ως η νέα πραγματικότητα είναι ο «περιβαλλοντισμός», όχι μόνο με την έννοια του κλίματος και του περιβάλλοντος, αλλά της γενικότερης σύμπλευσης του ανθρώπου με τη φύση και τη «φύση» του. Το άρμα της προόδου χρειάζεται να μετατοπιστεί από τον ανθρώπινο ναρκισσισμό στη σοφία της φύσης.
Η πανδημία και προσφάτως η ενεργειακή κρίση μας έβαλαν μπροστά σε κάποιες αλήθειες που είναι μεγαλύτερες από εμάς, έχουν δηλαδή υπαρξιακό υπόβαθρο. Το μικροσκόπιο της πανδημίας έδειξε την τραυματισμένη ράχη και η βιαιότητα της απειλής της έξυσε τα αποστήματα του «κόσμου». Επανάφερε το μέτρο; Στην πράξη όχι, το έθεσε όμως σε μια διαπραγμάτευση, το έβαλε στον κοινωνικό και τον εσωτερικό διάλογο, αλλά τι μέλλει γενέσθαι μένει να το δούμε.
Έχουμε οφείλω να πω μια αδυναμία να αξιοποιούμε την αντιξοότητα, έτσι και τώρα αυτό που επιδιώκουμε είναι να αντέξουμε την αντιξοότητα και απλά να περιμένουμε αυτή να περάσει. Χρειάζεται όμως να βιώσουμε αυτή την εμπειρία, δίχως να την θεωρήσουμε απλά μια δυσάρεστη παρένθεση στη ζωή μας, διαφορετικά δεν θα της επιτρέψουμε να δώσει ώθηση στις αναγκαίες εκείνες εσωτερικές διεργασίες -στο άτομο και στις κοινωνίες- οι οποίες θα επιτρέψουν τον μετασχηματισμό τους.
Έχουμε ωστόσο σε αυτή την περίοδο, όπου εκτός των άλλων συνειδητοποιούμε την απληστία μας έναντι των φυσικών πόρων, ένα χρέος να ενισχύσουμε τους θεσμούς, ειδικά όσους πλήττονται από την ίδια την αυτό-ακυρωτική λειτουργία τους. Έχουμε ένα προσωπικό καθήκον, σε αντίθεση με την παραδοξότητα της ατομικής ευθύνης, να ενισχύσουμε τον κοινωνικό δεσμό, διότι μια στείρα ατομική ευθύνη οδηγεί σε ένα αποδυναμωμένο άτομο και ένα τραυματισμένο κοινωνικό δεσμό.
Οι κοινωνίες δεν έχουν συλλογικά διακυβεύματα και αξίες οι οποίες θα στεγάσουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο καθένας είναι έρμαιο της ενδεχομενικότητας του υποκειμένου, της προσωπικής ματιάς δηλαδή που διαμορφώνει την πραγματικότητα. Ας πούμε δεν έχουμε συλλογικά διακυβεύματα για την βίωση του πένθους, με συνέπεια ο καθείς καλείται μόνος του να βιώσει την οδύνη του.
Από τον θάνατο ως κοινωνικό γεγονός της κοινότητας, στη μοναχικότητα και τη σιωπή της σύγχρονης διαχείρισης του πένθους έχουμε διανύσει μια μεγάλη απόσταση. Σήμερα μπορεί να δεις έναν άνθρωπο να συγκινείται βλέποντας μια κηδεία σε μια κινηματογραφική ταινία και να σιωπά, υπό την επήρεια ψυχοφαρμάκων, με ένα απλανές βλέμμα, στην κηδεία ενός δικού του ανθρώπου. Κι ας μην πάμε μακριά, ο σύγχρονος άνθρωπος έχει διαμοιράσει την αξία των συναισθημάτων σε ευχάριστα και δυσάρεστα κι έχει απωλέσει την έκφραση όσων κρίνονται δυσάρεστα.
Γίνεται έτσι ο άνθρωπος φυγόπονος και φιλήδονος, εστιασμένος στη χαρά, την οποία όμως κι αυτή δεν έχει μάθει να αισθάνεται. Και ξέρετε γιατί, επειδή ή θα νιώθεις ή δεν θα νιώθεις, δεν υπάρχει δηλαδή επιλεκτική αίσθηση ή διάκριση των συναισθημάτων. Έτσι όταν για παράδειγμα μαθαίνουμε σε ένα παιδί να μην στεναχωριέται, παράλληλα του μαθαίνουμε να μην χαίρεται. Ή επομένως θα του επιτρέψουμε την έκφραση όλων των συναισθημάτων και θα του μάθουμε πως να τα αξιοποιεί ή θα τον ευνουχίσουμε συναισθηματικά.
Ας πούμε επίσης μια ολόκληρη κοινωνία προσπαθεί να βρει τρόπους να μην έχει άγχος, δεν γίνεται όμως, διότι το άγχος δείχνει πως βρίσκεσαι ενώπιον μιας σημαντικής διεργασίας ή ενός σημαντικού έργου. Άγχος έχουμε δηλαδή πάντα πριν επιχειρήσουμε κάτι σημαντικό και είναι αυτό που μεταφέρει τους φόβους, την αγωνία, την χαρά για αυτό που μας συμβαίνει.
Δεν είναι δυνατόν λοιπόν να επιζητούμε να μειωθεί το άγχος, αλλά να αναζητούμε τρόπους ο ψυχισμός μας να γίνεται περισσότερο ανθεκτικός από αυτό. Οι εσωτερικές διεργασίες με τα κοινωνικά επιτεύγματα είναι ο ιδανικός συνδυασμός για να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε το άγχος ως σκαλοπάτι της προσωπικής μας ωρίμανσης. Φανταστείτε επομένως πόσο κατασταλτικά λειτουργεί στην υγιή μας ανάπτυξη η επιθυμία να αποσβέσουμε το άγχος, κυρίως με ψυχοφάρμακα.
Η απουσία του συλλογικού παραδείγματος είναι και μια αποτυχία του πολιτικού μας συστήματος. Έχουμε το πολιτικό σύστημα που μπορούμε να έχουμε, αυτό που μας αξίζει. Φυσικά το ίδιο το «σύστημα» έχει τις περισσότερες ευθύνες, όπως ακριβώς συμβαίνει και στο πλαίσιο μιας οικογένειας, αν οι γονείς λειτουργούν ως υγιή πρότυπα, τότε και τα παιδιά θα εκπαιδευτούν αντίστοιχα στο ίδιο μοτίβο. Ο πατερναλισμός του κράτους λοιπόν λειτουργεί στο ίδιο πλαίσιο με τον πατερναλισμό στην οικογένεια.
Το πολιτειακό σύστημα λειτούργησε ως ένα κλειστό σύστημα -κύκλωμα- όπου ενώ η ελληνική κοινωνία έκανε της δικές της αλλαγές, το πολιτικό σύστημα παρέμεινε αδρανές, ίδιο, δίχως την σχετική ανατροφοδότηση που θα του επέτρεπε τις υγιείς του μεταλλάξεις. Το πολιτικό σύστημα είναι συνυφασμένο με τα διαγενεακά μας τραύματα, τα κουβαλά αναλλοίωτα, ως το κατεξοχήν σημάδι της μη αλλαγής. Ως σημάδι του ελληνικού μύθου, ο οποίος αναφέρεται στην αδυναμία μας να ζήσουμε «ελεύθεροι».
Διαβάστε σχετικά: Η θεραπεία δεν είναι πολυτέλεια, είναι αυτοφροντίδα
Είναι λύση σε όλα αυτά είναι η επιστροφή στην «παράδοση»;
Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω. Την παράδοση βέβαια την κουβαλάμε μέσα μας και ενίοτε λειτουργούμε μέσα σε μια πολιτισμική σύγχυση μεταξύ παράδοσης και μετανεωτερικότητας στην προσπάθειά μας να ορίσουμε το νέο πλαίσιο. Αυτό χρειάζεται ένα ατομικό και συλλογικό αναστοχασμό, δηλαδή να κάνουμε μια επικαιροποίηση των εννοιών, όπως για παράδειγμα αυτής του κοινοτισμού.
Μπορούμε να τον επαναφέρουμε κρατώντας την αμεσότητα της δημοκρατίας και του κοινωνικού ελέγχου, μετασχηματίζοντας το ηθικό πλαίσιο και πετώντας όλες τις στερεοτυπικές αντιλήψεις, οι οποίες πλέον δεν θωρακίζουν τον κοινωνικό δεσμό. Αυτή η νέο-κοινότητα δημιουργεί την ίδια αίσθηση ασφάλειας επιτρέποντας παράλληλα περισσότερο ευπροσάρμοστες ατομικές ελευθερίες.
Οι κοινωνίες όπως διαμορφώνονται έχουν ανάγκη την αύξηση του κοινωνικού ελέγχου -όχι του πολιτειακού- τον οποίο δεν μπορούν να παρέχουν τα απρόσωπα κοινωνικά συστήματα, τα οποία αναπαράγουν τις υφιστάμενες δομές εξουσίας.
Η αναζήτηση των δομικών αιτιάσεων υπερβαίνει την ψυχολογικοποίηση των φαινομένων και μας δίνει την δυνατότητα να δούμε τα ψυχικά φαινόμενα ως κοινωνικές μορφές, ότι δηλαδή, υπάρχουν, συνυπάρχουν και διαμορφώνονται διά μέσου των κοινωνικών επιταγών. Οι προηγούμενες γενιές στο δυτικό κόσμο μεγαλώσανε με την (ψευδ)αίσθηση ότι οι κοινωνίες μας είναι αταξικές.
Μέσα στην κουλτούρα του καταναλωτισμού δημιουργήθηκε η ψευδαίσθηση πως όλοι μπορούν να πετύχουν τα πάντα, πως όλοι έχουν ευκαιρία στο καπιταλιστικό όνειρο. Όλοι μπορούν να γίνουν πολλοί σπουδαίοι ή να αποτύχουν είναι το σύνθημα και βεβαίως και στις δύο περιπτώσεις -της επιτυχίας ή της αποτυχίας- την ευθύνη την έχει το άτομο.
Η διαχείριση της πανδημίας κι όλων των κρίσεων της μετα-πανδημικής περιόδου, είναι ταξική και οι συνέπειές της θα είναι επίσης ταξικές και ασφαλώς τοξικές…
Σε προσωπικό επίπεδο είναι ίσως πιο εύκολο να βρει ο καθένας πως θα διαχειριστεί αυτή την αντιξοότητα για να αυξήσει την ανθεκτικότητά του, ενώ σε συλλογικό επίπεδο δεν έχουμε βρει ακόμη κοινούς τόπους και τρόπους για να θωρακιστούμε ως κοινωνία. Κι επειδή υπάρχει πολύ καταπίεση στις κρίσεις αυτές -περισσότερη από ότι στις προηγούμενες- οι άνθρωποι κάπου πρέπει να την εκτονώνουν.
Μια πρώτη πτυχή αυτής της καταπίεσης είναι η πολύ έντονα καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, η οποία ενώ υπήρχε σε μια κοινωνία σαν τη δική μας, αυξάνεται περισσότερο η ένταση της δεδομένου πως λιγοστεύουν οι δίοδοι έκφρασής της. Φαντάζομαι λοιπόν πως αυτή η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα θα εκφραστεί με επιθετικούς τρόπους και η επιθετικότητα δεν έχει να κάνει μόνο με εξωστρεφείς συμπεριφορές, αλλά και με εσωστρεφείς.
Θα δούμε δηλαδή τους ανθρώπους είτε να πληγώνουν, είτε να πληγώνονται. Και μάλλον υποθέτω πως περισσότερο θα πληγώνονται παρά θα πληγώνουν δεδομένου πως ενισχύεται σε υπερθετικό βαθμό μέσα από τις κρίσεις η έννοια της ατομικότητας.
Ενώ η φύση των κρίσεων μας ωθεί προς την ενίσχυση του κοινωνικού δεσμού, η διαχείρισή της μας πάει προς την ατομικότητα. Και που εξελίσσεται η εκτόνωση της σεξουαλικότητας; μα φυσικά στο διαδίκτυο. Το ψηφιακό περιβάλλον έτσι κι αλλιώς θα παίξει τον καθοριστικότερο ρόλο στο πως θα εκφραστεί η σεξουαλικότητά μας και στο πως θα συντροφεύονται οι άνθρωποι στο μέλλον.
Πίσω από την σεξουαλικότητα και την οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων κρύβεται και το πως θα οργανωθεί η δομή των νέων παραγωγικών σχέσεων, δηλαδή ποια θα είναι η κουλτούρα του νέου εργάτη. Και η νέα αυτή κουλτούρα που διαφαίνεται πως πάει να διαμορφωθεί είναι ο άνθρωπος ο οποίος θα αυτορυθμίζεται και θα αυτό-συμμορφώνεται.
Κι αυτό διότι ο σύγχρονος εργάτης/υπάλληλος έχει ζυμωθεί στην συμμόρφωσης, δίχως μάλιστα να έχει αντιληφθεί σε βάθος πως η χειρότερη μορφή της είναι η αυτόκλητη συμμόρφωση. Η κοινωνία λοιπόν εκπαιδεύεται στο μοτίβο της αυτό-συμμόρφωσης, το οποίο στις επόμενες γενιές θα εσωτερικευθεί σαν ένα δεδομένο μοτίβο αυτοπραγμάτωσης και νοηματοδότησης της ζωής.
Δευτερευόντως υπάρχει μια απώθηση του πένθους σε ατομικό, οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο. Η μετατόπιση του πένθους στις αθέατες πλευρές της ψυχής μας εγκυμονεί σοβαρά τον κίνδυνο της μη ορατότητας της ίδιας της ζωής. Η εξοικείωση του ανθρώπου με την απώλεια δημιουργεί τις συνθήκες επαναδόμησης και εξέλιξης του ανθρώπου και της κοινωνικής του υπόστασης.
Η αισιόδοξη οπτική όλων αυτών είναι να μπορούμε να βλέπουμε με μια περισσότερο ρεαλιστική ματιά την πραγματικότητα και κατά κάποιο τρόπο μιλώ για την αφύπνιση της συνείδησης, η οποία εμπεριέχει την αναμόχλευση του ασυνείδητου, μεγαλύτερη και σαφέστερη γνώση του υποσυνείδητου και φυσικά την επίγνωση αυτών που υπάρχουν γύρω μας και συνθέτουν την πραγματικότητα. Να γίνουμε περισσότερο ρεαλιστές, επειδή η νέα ουτοπία είναι ο ρεαλισμός.
ψ + κ = Π
Το ψυχικό και το κοινωνικό ως οντότητες διαμορφώνουν το Πολιτικό
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*