Το ανοσοποιητικό μας σύστημα υπό φυσιολογικές συνθήκες προστατεύει τον οργανισμό μας από ξένα σώματα. Έχει την δυνατότητα να «μαθαίνει» τον εισβολέα και να αναπτύσει ανοσία, εφόσον έχει προσβληθεί τουλάχιστον μια φορά απο αυτόν. Συνεργάζεται άρτια με τα υπόλοιπα συστήματα για το καλό του οργανισμού και παρουσιάζει την ιδιότητα της αυτοανοχής. Δηλαδή μπορεί να ξεχωρίσει τα ξένα σώματα από τα στοιχεία του οργανισμού.
Ωστόσο υπάρχουν φορές όπου το ανοσοποιητικό επιτίθεται στα ίδια τα του τα κύταρα και τότε έχουμε να κάνουμε με αυτοάνοσα νοσήματα. Παραδείγματα αυτοάνοσων νοσημάτων είναι η Σκλήρυνση κατά πλάκας, οι Μυασθένειες, ο Διαβήτης τύπου, η Ρευματοειδής αρθρίτιδα, η Θυρεοειδίτιδα Hashimoto, η Ψωρίαση, η Ελκώδης κολίτιδα, η Νόσος του Crohn, o Ερυθηματώδης λύκος κ.α.
Τα αυτοάνοσα νοσήματα προσβάλλουν περί το 5%-7% του ελληνικού πληθυσμού και χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: αυτά που προσβάλλουν ένα όργανο όπως ο διαβήτης των παιδιών και τα συστηματικά αυτοάνοσα, όπως ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος που επιτίθονται σε πολλά όργανα. Τα τρια κύρια χαρακτηριστικά των αυτοάνοσων είναι το ότι είναι χρόνια, διακρίνονται σε περιόδους ύφεσης και έξαρσης και μπορούν να έχουν επικαλυπτόμενες εικόνες. Δηλαδή ο ασθενής να έχει λίγο από το ένα νόσημα και λίγο από κάποιο άλλο.
Δεν υπάρχει τρόπος & να γνωρίζει κάποιος το ακριβές αίτιο που προκάλεσε το αυτοάνοσο νόσημα γιατί πολυ απλά είναι πολυπαραγοντικό. Οι λόγοι ενδέχεται να είναι γενετικοί, περιβαλλοντικοί όπως ιοί, μικρόβια, υπεριώδης ακτινοβολία, ορμονικοί όπως οιστρογόνα, κορτιζόλη ή και νευροψυχολογικοί όπως κάποιο ψυχοτραυματικό γεγονός, έντονο και επιμένον άγχος κ.ο.κ
Τα καλά νέα είναι οτι την σήμερον ημέρα ο κόσμος είναι πιο ενημερωμένος γύρω από τα αυτοάνοσα και κατ επέκταση μπορούμε να οδηγηθούμε σε έγκαιρη διάγνωση και καλύτερη ποιότητα ζωής με τη κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή. Επίσης η παγκόσμια ιατρική κοινότητα έχει αντιληφθεί καλύτερα τους παθογενετικούς μηχανισμούς που δημιουργούν το αυτοάνοσο νόσημα προχωρόντας σε στοχευμένες θεραπείες με καλύτερα αποτελέσματα.
Έχοντας ξεκαθαρίσει ότι ο ψυχολογικός παράγοντας δεν αρκεί αποκλειστικά από μόνος του στο να δημιουργήσει αλλά ούτε και να θεραπεύσει τα αυτοάνοσα νοσήματα, θα μιλήσουμε λίγο για το στρες και τη δική του συμβολή.
Το ανοσοποιητικό σύστημα έχει ιδιαίτερη ευαισθησία στο στρες και πιο συγκεκριμένα στη κύρια ορμόνη του, τη κορτιζόλη. Γενικά, βοηθά στην εξισορρόπηση της ανοσοποιητικής λειτουργίας. Όταν το στρες όμως είναι ισχυρό, ο έλεγχος της κορτιζόλης στο ανοσοποιητικό σύστημα μπορεί μόνιμα να μειωθεί οδηγώντας στην αύξηση της φλεγμονής. Η αύξηση της φλεγμονής με τη σειρά της μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία ασθενειών και διαταραχών όπως αυτοάνοσων, καρδιολογικών νοσημάτων και διαβήτη.
Το ποια διαταραχή θα αναπτυχθεί κάθε φορά υπενθυμίζουμε οτι προκύπτει απο ένα συνδυασμό γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Όταν το στρες είναι ισχυρό, ο οργανισμός αρχίζει είτε να αποκτά αντίσταση στην κορτιζόλη είτε να μην παράγει αρκετή κορτιζόλη. Όταν αυτό συμβαίνει, η φλεγμονή μπορεί να αυξηθεί και να συνδράμει στην εκδήλωση αυτοάνοσων νοσημάτων. Για άτομα που έχουν γενετική προδιάθεση, το στρες μπορεί να είναι ένας από τους σημαντικούς παράγοντες που οδηγούν στην ανάπτυξη της ασθένειας.
Το έντονο και χρόνιο άγχος μπορεί να είναι συνέπεια κάποιου ψυχοτραυματικού γεγονότος, μέρος της ψυχοπαθολογίας κάποιου ατόμου ή και ιδιοσυγκρασιακό. Επίσης είναι απολύτως φυσιολογικό και αναμενόμενο να εκδηλώσει το άτομο άγχος ύστερα από την διάγνωση ενός αυτοάνοσου νοσήματος καθώς πράγματα και καταστάσεις που θεωρούνταν δεδομένες αρχίζουν να αναθεωρούνται.
Ένα άτομο το οποίο διαγνώσκεται με κάποιο αυτοάνοσο νόσημα βιώνει το δικό του «πένθος», εκείνο της απώλειας της υγείας που είχε μέχρι τότε.
Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι ο κάθε άνθρωπος βιώνει με ένα μοναδικό τρόπο την απώλεια και χρειάζεται το δικό του χρόνο, χώρο και τρόπο αντιμετώπισης. Ωστόσο υπάρχουν κάποια στάδια από τα οποία περνάει κάποιος πριν φτάσει στο τελικό στάδιο, εκείνο της αποδοχής. Τα στάδια βοηθάνε να φτάσει στο τελικό, δεν έρχονται απαραίτητα με την ίδια σειρά σε όλους και ούτε όλοι περνάνε απαραιτήτως από όλα τα στάδια. Συχνό χαρακτηριστικό τους είναι το «φαινόμενο ασανσέρ», οι τακτικές εναλλαγές από το ένα στάδιο στο άλλο.
Ποιά είναι τα λεγόμενα στάδια της απώλειας; Σύμφωνα με την Kubler-Ross (2005), τα στάδια είναι πέντε. Το πρώτο, συνήθως είναι το σοκ ή η άρνηση. Το στάδιο αυτό λειτουργεί “προστατευτικά” προς τον εαυτό π.χ. Το άτομο παραλύει στην είδηση ότι έχασε ένα κομμάτι της υγείας του. Αρνείται να το πιστέψει. Αυτός είναι ένας μηχανισμός άμυνας καθώς το άτομο αδυνατεί ακόμη να επεξεργαστεί μια κατάσταση που εμπεριέχει πόνο.
Το δεύτερο, ο θυμός, ο οποίος κρύβει την αγωνία και το φόβο του ατόμου γι’ αυτό που συνέβη. Είναι μια μορφή εκτόνωσης για το άτομο που “πενθεί” π.χ. είναι άδικο να συμβεί αυτό σε μένα. Το τρίτο στάδιο είναι η διαπραγμάτευση, εδώ το άτομο “διαπραγματεύεται” σιωπηλά την απώλεια π.χ. μακάρι να γίνω καλά και τότε υπόσχομαι ότι θα αλλάξω. Το τέταρτο η θλίψη, είναι το στάδιο όπου το άτομο δε μπορεί να διαπραγματευτεί ή να αρνηθεί πια την απώλεια.
Εδώ είναι που θα κριθεί εάν το άτομο θα περάσει στο επόμενο στάδιο αποδοχής ή όχι. Το πέμπτο στάδιο είναι η αποδοχή της νέας κατάστασης, όπου στην ουσία μαθαίνουμε να ζούμε με αυτά τα νέα δεδομένα. Βασική προϋπόθεση αυτού του σταδίου είναι να έχει επεξεργαστεί το άτομο τα παραπάνω στάδια και να έχει εκφράσει επαρκώς τα συναισθήματά του.
Τα στάδια του πένθους είναι αναγκαία και πολλές φορές εκτός από τις συναισθηματικές εξάρσεις, συνδυάζονται και με ψυχοσωματικές αντιδράσεις οι οποίες μπερδεύονται με εκείνες των αυτοάνοσων ή τις ανατροφοδοτούν.
Το να διαγνωστεί κάποιος και να ζει με ένα αυτοάνοσο νόσημα, πολλές φορές επηρεάζει και την εικόνα του εαυτού του. Ερωτήματα αναδύονται όπως, «ποιος θα με θέλει τώρα;», ή «και αν με αφήσει;» «αν με απολύσουν;». Συναισθήματα χαμηλής αυτοεκτίμησης, ανασφάλειας, και θλίψης συχνά βιώνονται από ανθρώπους που ζουν με αυτοάνοσα νοσήματα.
Το αίσθημα της μοναξιάς είναι επίσης κοινό για τη συγκεκριμένη μερίδα ασθενών. Αρκετοί θεωρούν ότι η οικογένεια και οι φίλοι είναι διαθέσιμοι και υποστηρικτικοί αρχικά ή όταν προκύψει μια κρίση, όπως είναι η νοσηλεία, αλλά ότι αυτή η υποστήριξη εξασθενίζει μακροπρόθεσμα.
Η αλήθεια είναι όμως ότι και το οικείο περιβάλλον από τη μεριά του, περνά από τα παραπάνω στάδια του πένθους της απώλειας της υγείας των αγαπημένων τους και ο τρόπος που το διαχειρίζονται ενδέχεται να βιώνεται διαφορετικά από τους ασθενείς. Για παράδειγμα κάποιο μέλος της οικογένειας βρίσκεται στο πρώτο στάδιο, εκείνο της άρνησης της απώλειας, ο ασθενής ενδέχεται να νιώθει παραμελημένος. Η απο καρδίας συζήτηση μπορεί να αποδειχτεί σωτήρια σε τέτοιες περιπτώσεις.
Η συμβολή ειδικού ψυχικής υγείας και ιδιαίτερα κάποιου με ειδίκευση στη ψυχολογία της υγείας και τη γνωσιακή συμπεριφορική ψυχοθεραπεία, σε συνδιασμό πάντα με τις ιατρικές προσεγγίσεις, μπορεί να αποδειχτή σημαντική για το άτομο όσον αφορά τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και των ψυχολογικών επιδράσεων.
Σύμφωνα με το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο, η αναγνώριση της σκέψης, του συναισθήματος και της συμπεριφοράς του ασθενή σε σχέση με την νόσο του μπορούν να βοηθήσουν στη ψυχολογική διαχείριση της νόσου και να βελτιώσουν τα όποια ψυχοσωματικά συμπτώματα.
Ποιο συγκεκριμένα η ψυχολογία υγείας μπορεί να βοηθήσει τον ασθενή στην αλλαγή του αρνητικού τρόπου σκέψης που διαιωνίζει μια χρόνια νόσο, στη διαχείριση των συναισθημάτων που η ίδια η διάγνωση αλλά και η ασθένεια μπορεί να επιφέρουν, στην ενθάρρυνση τοποθέτησης στόχων για το μέλλον, στην ανακάλυψη του νέου πλέον εαυτού, στις στρατηγικές αντιμετώπισης των δυσκολιών της νόσου και στην αποδοχή της νέας κατάστασης. Μπορεί να αποτελέσει και γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στον ασθενή και το οικείο περιβάλλον.
Μη διστάσετε λοιπόν να απευθυνθείτε σε ειδικό ψυχικής υγείας εαν το χρειαστείτε.
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*