Ο κύριος στόχος του θεραπευτή είναι να βοηθήσει το άτομο με ναρκισσιστική προσωπικότητα να καλύπτει τις βασικές συναισθηματικές του ανάγκες τόσο μέσα στην ψυχοθεραπεία όσο και στον κόσμο έξω από αυτήν.
Καλό είναι να θυμόμαστε πάντα ότι όλες οι κοινωνικά μη αποδεκτές συμπεριφορές ενός ναρκισσιστή μπορούν να θεωρηθούν ακατάλληλοι τρόποι ικανοποίησης των πυρηνικών αναγκών για αγάπη, στοργή, άνευ όρων αποδοχή, συναισθηματική αντιστοίχιση και κατανόηση που ματαιώθηκαν από τους φροντιστές στην παιδική ηλικία.
Προκειμένου να το καταφέρει αυτό, ο θεραπευτής πρέπει να διερευνήσει τι κάνουν αυτοί οι άνθρωποι στις προσωπικές τους σχέσεις έτσι ώστε να μένουν ακάλυπτες τόσο οι δικές τους ανάγκες, όσο και των άλλων με τους οποίους αλληλεπιδρούν είτε σε συντροφικό, είτε σε διαπροσωπικό επίπεδο. Παρακάτω δίνονται κάποιες χαρακτηριστικές περιγραφές του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν συνήθως οι ναρκισσιστές στις προσωπικές τους σχέσεις:
1. Δυσκολεύονται να απορροφήσουν την αγάπη
Τα άτομα με ναρκισσιστική προσωπικότητα έχουν μάθει να συνδέουν στενά από μικρή ηλικία την αξία τους με την επιδοκιμασία, την επιβράβευση και τον θαυμασμό που επιθυμούν να λάβουν (ή λαμβάνουν) από τους άλλους με αποτέλεσμα να μην αναγνωρίζουν πότε κάποιος/α εκδηλώνει αυθεντική αγάπη και οικειότητα προς το πρόσωπό τους.
Πολλές φορές, ακόμα και αν οι άνθρωποι γύρω τους εκφράζουν την συμπάθεια και τη στοργή τους, εκείνοι δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να τις δεχτεί, ίσως επειδή δεν πιστεύουν ότι κατά βάθος τις αξίζουν ή γιατί μπορεί να νιώθουν ανοίκεια και να μην ξέρουν πως να ανταποκριθούν. Συνεπώς, υποτιμούν την ευαλωτότητα που δείχνουν οι άνθρωποι που εκφράζονται συναισθηματικά θεωρώντας την συνώνυμη με την αδυναμία.
Αρκετά συχνά, αυτή η απαθής και απόμακρη στάση ακυρώνει και απομακρύνει τους συντρόφους ή τους φίλους που προσπαθούν να τους προσεγγίσουν και ως εκ τούτου διαιωνίζει το μοτίβο της χρόνιας συναισθηματικής στέρησης που βιώνουν από την παιδική τους ηλικία.
Επίσης, επιλέγουν συναισθηματικά ψυχρούς και μη διαθέσιμους ερωτικούς συντρόφους οι οποίοι δυσκολεύονται να δώσουν και εκείνοι αγάπη. Πίσω από αυτή την επιλογή, υπάρχει μια ασυνείδητη έλξη απέναντι σε αυτό που είχαν συνηθίσει να βιώνουν ως παιδιά – να σχετίζονται δηλαδή με έναν γονέα που τους στερούσε σε συναισθηματικό επίπεδο.
Αισθάνονται λοιπόν άνετα να μην τους αγαπούν και είναι πρόθυμοι να το ανεχτούν, συνήθως επειδή δεν συνειδητοποιούν τι είναι αυτό που χάνουν. Υπάρχουν περιπτώσεις όμως όπου επιλέγουν ζεστούς και δοτικούς συντρόφους και έπειτα παίρνουν συνεχώς χωρίς να δίνουν τίποτα πίσω.
2. Δείχνουν περιορισμένη ενσυναίσθηση
Σε μεγάλο βαθμό, λόγω της έλλειψης της συναισθηματικής αντιστοίχισης που βίωσαν σαν παιδιά – οι πρώτοι φροντιστές δεν «καθρέφτιζαν» τα συναισθήματα αυτών των παιδιών ώστε να δείχνουν ότι συμπάσχουν με εκείνα ή τα συναισθάνονται – πολλά άτομα με ναρκισσιστική προσωπικότητα έχουν έλλειψη ενσυναίσθησης. Επειδή τα ίδια έλαβαν ελάχιστη ενσυναίσθηση από τους γονείς τους, δεν γνωρίζουν πως να την αισθανθούν ή να την εκφράσουν στους σημαντικούς άλλους.
Ωστόσο, όταν έρχονται στιγμιαία σε επαφή με το εσωτερικό τους παιδί, μπορεί να φορτιστούν πολύ. Στην προσπάθειά τους να μην γίνουν ευάλωτοι όμως, μάχονται ή αποφεύγουν τα συναισθήματα λύπης ή συμπόνιας που νιώθουν γι’ αυτό το παιδί και τείνουν να συμπεριφέρονται στους άλλους έτσι όπως τους συμπεριφέρθηκαν οι γονείς στην παιδική ηλικία.
3. Φθονούν τους άλλους
Οι άνθρωποι με παθολογικό ναρκισσισμό συνήθως φθονούν τους άλλους (π.χ. συναδέλφους, φίλους, συντρόφους) που βρίσκονται σε μια ανώτερη θέση λόγω φήμης, εξουσίας, ικανοτήτων ή οικονομικής επιφάνειας σε σχέση με εκείνους. Δίπλα στον φθόνο, αισθάνονται και οργή γιατί όταν κάποιος άλλος κερδίζει τη δημόσια επιδοκιμασία αντί γι’ αυτούς, αισθάνονται ότι κάτι τους έχει αφαιρεθεί.
Με άλλα λόγια, νιώθουν ότι δεν υπάρχει αρκετή προσοχή, θαυμασμός ή επιδοκιμασία για να μοιραστούν με τους άλλους. Αυτές τις στιγμές, έρχονται σε επαφή με τα συναισθήματα αναξιότητας και στέρησης που βίωναν κατ’ επανάληψη ως παιδιά και ως εκ τούτου συμβαίνουν δύο πράγματα: είτε πέφτουν στην κατάθλιψη, είτε υπερ-προσπαθούν προκειμένου να αποκαταστήσουν την θέση τους μπαίνοντας ξανά στον ρόλο του μεγαλομανούς.
4. Εξιδανικεύουν και υποτιμούν τους άλλους
Στην αρχή μιας ερωτικής σχέσης, ο ναρκισσιστής είναι αρκετά πιθανό να εξιδανικεύσει τον σύντροφό του. Θεωρώντας ότι έχει δίπλα του έναν «τέλειο» σύντροφο και κερδίζοντας την επιδοκιμασία του, αισθάνεται ότι έχει εξυψωθεί η δική του αξία. Στο στάδιο της εξιδανίκευσης, ο ναρκισσιστής είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος απέναντι στην ενδεχόμενη κριτική που μπορεί να του ασκήσει ο/η σύντροφός του.
Το προφίλ των συντρόφων που επιλέγει συνήθως ένας ναρκισσιστής είναι συγκεκριμένο: άτομα που είναι ελκυστικά και τους θαυμάζουν οι άλλοι. Σταδιακά όμως, αυτή η εξιδανίκευση και η «τελειότητα» χάνονται και την θέση τους παίρνει η υποτίμηση – ο εντοπισμός δηλαδή ακόμα και του παραμικρού ελαττώματος στον σύντροφο που μέχρι πρότινος θεωρούταν αξιοθαύμαστος.
Ένας λόγος που εξηγεί την απότομη αποκαθήλωση του συντρόφου έγκειται στο ότι μια στενή διαπροσωπική επαφή, πυροδοτεί αισθήματα ελαττωματικότητας τα οποία πρέπει πάση θυσία να αποφύγει. Ο καλύτερος τρόπος για να το κάνει είναι να νιώσει ανώτερος από τον άλλο υποτιμώντας τον και κατά συνέπεια ελέγχοντάς τον μέσα από την μειωμένη αξία που του αποδίδει.
Η υποτίμηση του συντρόφου μειώνει λοιπόν τις πιθανότητες να αισθανθεί αρκετά αξιόλογος ώστε να φύγει από την σχέση για να προστατευτεί. Κάθε φορά που αποκαλύπτεται μια από τις ατέλειες του συντρόφου, ο ναρκισσιστής γίνεται επικριτικός, περιφρονητικός ακόμα και σαδιστικός. Σε αυτό το σημείο, ο σύντροφος απαξιώνεται τόσο πολύ που δεν αποτελεί πλέον σημαντική πηγή επιδοκιμασίας και συνεπώς είτε εγκαταλείπεται, είτε κακοποιείται σε συναισθηματικό επίπεδο.
Διαβάστε σχετικά: Ναρκισσιστική Προσωπικότητα – Πως αναπτύσσεται και αντιμετωπίζεται θεραπευτικά (1ο μέρος)
Γιατί ο ναρκισσιστής ξεκινά συνήθως ψυχοθεραπεία;
Μιλώντας για τις ρίζες της ναρκισσιστικής προσωπικότητας στο πρώτο μέρος του άρθρου, καταλαβαίνουμε ότι η ψυχοθεραπεία είναι ο μόνος τρόπος διαχείρισης των υποκείμενων διαπροσωπικών και συναισθηματικών ζητημάτων που αντιμετωπίζει ο ναρκισσιστής στην καθημερινότητά του.
Αυτοί οι άνθρωποι αποφασίζουν συνήθως να ξεκινήσουν ψυχοθεραπεία μετά από μια προσωπική ή επαγγελματική κρίση που προκύπτει στην ζωή τους. Για παράδειγμα, ένα σημαντικό πρόσωπο της ζωής τους – ο σύντροφος, ο σύζυγος, ο καλύτερος φίλος, ο αδερφός, το παιδί, ο εργοδότης ή ο συνέταιρος – τους απορρίπτει ή τους αντεπιτίθεται, σαν αποτέλεσμα της δικής τους εγωκεντρικής συμπεριφοράς.
Ψάχνουν λοιπόν μέσα από την θεραπεία μια αναπλήρωση για το ναρκισσιστικό πλήγμα που έχουν δεχτεί από αυτά τα πρόσωπα (π.χ. να του επικυρώσει ο θεραπευτής ότι έχει δίκιο ή ότι φταίνε οι άλλοι που το μεταχειρίζονται έτσι) με σκοπό να ξεφύγουν από τα αισθήματα της ταπείνωσης και της αποθάρρυνσης που βιώνουν. Μόλις όμως η κρίση με τα τρέχοντα πρόσωπα επιλυθεί, εγκαταλείπουν πρόωρα την θεραπεία.
Κάποιες άλλες φορές, προσέρχονται στη θεραπεία εξαναγκαστικά. Οι σύντροφοι μπορεί να απειλούν ότι θα τερματίσουν την σχέση, εκτός αναζητήσουν θεραπεία. Σε αυτές τις περιπτώσεις όπου το άτομο προσέρχεται παρά την θέλησή του πιστεύοντας ότι τα προβλήματα δεν οφείλονται σε δικές του δυσλειτουργικές συμπεριφορές και ότι οι άλλοι είναι αυτοί που πρέπει να αλλάξουν, η ψυχοθεραπεία δεν λειτουργεί.
Από την άλλη μεριά, ίσως το ίδιο το ναρκισσιστικό άτομο να είναι δυσαρεστημένο με την σχέση του και να βλέπει την θεραπεία ως μια διέξοδο από αυτή. Για παράδειγμα, μπορεί να επισκεφθεί έναν επαγγελματία ψυχικής υγείας για να αποφασίσει κατά πόσο είναι καλή ιδέα να εγκαταλείψει έναν/μια σύζυγο για ένα άλλο άτομο με το οποίο διατηρεί παράλληλη σχέση.
Ένας ακόμα λόγος που μπορεί να κάνει τους ναρκισσιστές να αναζητήσουν θεραπεία, είναι η αίσθηση εσωτερικού κενού που αισθάνονται μόνιμα στην ζωή τους. Ακόμα και αν φαίνεται ότι η ζωή τους τα έχει όλα (λ.χ. επιτυχία, φήμη, πλούτο κτλ.), στερείται εσωτερικού νοήματος, απουσιάζουν οι στενές σχέσεις με τους άλλους και η γνήσια αυτο-έκφραση. Πίσω από αυτό το εσωτερικό κενό, υπάρχουν οι ακάλυπτες συναισθηματικές ανάγκες του παραμελημένου, μοναχικού ή αφρόντιστου παιδιού που ήταν κάποτε.
Τέλος, σε κάποιες πιο σοβαρές περιπτώσεις, επιλέγουν να ζητήσουν βοήθεια για τα προβλήματά τους όταν οι συνηθισμένοι τρόποι αυτό-παρηγοριάς που χρησιμοποιούν είναι ιδιαίτερα αυτό-καταστροφικοί. Για παράδειγμα, μπορεί να παίζουν τυχερά παιχνίδια, να κάνουν κατάχρηση ουσιών ή/και να εκδηλώνουν άλλες παρορμητικές συμπεριφορές (π.χ. σεξ χωρίς προστασία, επικίνδυνη οδήγηση κτλ.).
Η θεραπεία της ναρκισσιστικής προσωπικότητας
Στα αρχικά στάδια της θεραπείας, είναι σημαντικό να μάθει το άτομο να διορθώνει τον τρόπο σκέψης του και να αναγνωρίζει τις γνωστικές του στρεβλώσεις. Μια συνηθισμένη γνωστική στρέβλωση των ναρκισσιστών είναι το να σκέφτονται με όρους «άσπρου ή μαύρου».
Για παράδειγμα, μπορεί να σκέφτονται ότι είτε είναι ξεχωριστοί και στο επίκεντρο της προσοχής, είτε ανάξιοι και αγνοημένοι. Ο θεραπευτής εκπαιδεύει το άτομο να διακρίνει κάποιες «γκρίζες» περιοχές σε αυτόν τον τρόπο σκέψης και να απαντά με περισσότερο έλεγχο όταν έχει την εντύπωση ότι το θίγουν, το υποτιμούν ή του στερούν κάποια δικαιώματα, ιδιαίτερα οι σημαντικοί άνθρωποι της ζωής του.
Παράλληλα με την τεχνική της γνωστικής αναδόμησης, ο θεραπευτής κάνει έλεγχο της πραγματικότητας. Με πρότυπο την θεραπευτική σχέση και την ειλικρινή ανατροφοδότηση που δίνει στον θεραπευόμενο με σημείο αναφοράς την μεταξύ τους αλληλεπίδραση, τον βοηθά να θέτει πιο ρεαλιστικές προσδοκίες σχετικά με την απόδοση, τόσο τη δική του όσο και των άλλων και να αποδέχεται τα ελαττώματα ως αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης.
Επίσης, του μαθαίνει σταδιακά να αντιλαμβάνεται τις διαπροσωπικές του σχέσεις μέσα από την αρχή της αμοιβαιότητας και της ισοτιμίας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν μπορεί να προσδοκεί από τους άλλους αυτό που ο ίδιος είναι απρόθυμος να τους προσφέρει.
Στην συνέχεια, ο θεραπευτής βοηθά το άτομο να εξετάσει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της έμφασης στην επιτυχία, στο κύρος και στην αναγνώριση σε σύγκριση με την αυθεντική αγάπη και την αυτο-έκφραση. Ρωτά το άτομο τι θα συνέβαινε αν δεν ήσουν τόσο ευφυής, πλούσιος, πετυχημένος ή διάσημος
Αυτές οι ερωτήσεις συχνά οδηγούν στα υποκείμενα αισθήματα ταπείνωσης, ντροπής και ελαττωματικότητας με τα οποία ερχόταν αντιμέτωπος ο θεραπευόμενος ως παιδί όταν δεν κατάφερνε να ανταποκριθεί στις απαιτητικές και μη ρεαλιστικές προσδοκίες του γονέα.
Σε αυτό το σημείο, ο θεραπευτής μπορεί να κάνει έναν νοητό διαχωρισμό των εσωτερικών πλευρών του θεραπευόμενου βοηθώντας τον να αναγνωρίσει ότι η επικριτική και τελειοθηρική του φωνή προέρχεται από την εσωτερίκευση του απαιτητικού γονέα που δεν ήταν ποτέ (ή ήταν υπό όρους) ικανοποιημένος.
Εφόσον αναγνωριστούν και άλλες εσωτερικές πλευρές (π.χ. το μοναχικό παιδί ή ο απόμακρος αυτο-παρηγορητής) τότε κάτω από τον συντονισμό και τη βοήθεια του θεραπευτή, διεξάγονται φανταστικοί διάλογοι ανάμεσα σε αυτές τις απομακρυσμένες πλευρές με σκοπό να έρθουν πιο κοντά, να αναγνωριστούν οι ανεκπλήρωτες συναισθηματικές ανάγκες του μοναχικού παιδιού, να βιωθούν επώδυνα συναισθήματα και να ενδυναμωθεί η υγιής ενήλικη φωνή του θεραπευόμενου η οποία συμβάλλει στην αυτο-ρύθμιση του συναισθήματος και τον έλεγχο της παρορμητικής συμπεριφοράς.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι σημαντικότερη πρόκληση στη θεραπεία της ναρκισσιστικής προσωπικότητας είναι η υπερπήδηση της αντίστασης που προβάλλει ο θεραπευόμενος. Η αντίσταση στην αλλαγή έρχεται συχνά με διάφορες μορφές μέσα στην θεραπευτική σχέση όπως είναι η αντιθετικότητα, η υποτίμηση, η προκλητική συμπεριφορά και το αλαζονικό ύφος απέναντι στον θεραπευτή.
Από την μία είναι σημαντικό να αντιμετωπίζει ο θεραπευτής με λεπτότητα το υποτιμητικό ή προκλητικό ύφος του ναρκισσιστικού ατόμου, αλλά από την άλλη να επισημαίνει με σιγουριά και αποφασιστικότητα τις καταστροφικές συνέπειες αυτής της συμπεριφοράς, τόσο για την θεραπευτική σχέση όσο και για τις υπόλοιπες.
Μια σημαντική παρέμβαση για να εδραιωθεί η ισότιμη συνεργασία μεταξύ θεραπευτή-θεραπευόμενου και να κινητοποιηθεί ο δεύτερος, είναι η άρση της παντοδυναμίας και της τελειότητας του θεραπευτή. Ο θεραπευόμενος καταλαβαίνει ότι δεν θα τον σώσει κάποιος δια μαγείας από τα προβλήματά του και ότι αν συνεχίζει να σαμποτάρει τη θεραπεία και να μην δουλεύει συνεργατικά, χάνει περισσότερα από αυτά που θεωρεί ότι κερδίζει μέσω της επιβολής, της υποτίμησης και της προσπάθειας να κυριαρχήσει επί του θεραπευτή.
Συμπέρασμα
Συνοπτικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο ναρκισσισμός είναι μια πανίσχυρη άμυνα απέναντι στο άγχος που πυροδοτεί η επαφή με τους άλλους και τον εαυτό. Μέσα από την υποτίμηση, ο ναρκισσιστής ελέγχει τους άλλους κρατώντας τους σε χαμηλότερη θέση σε σχέση με εκείνον.
Συνεπώς, σταματά να νιώθει σε συνειδητό επίπεδο απειλή από εκείνους και καταφέρνει να μειώσει το άγχος αυτής της επαφής. Μέσα από την εξιδανίκευση, συνδέεται με ανθρώπους που ξεχωρίζουν για κάποιο εξωτερικό ή εσωτερικό γνώρισμά τους και από τους οποίους παίρνει, μέσω της επιδοκιμασίας, παραπάνω αξία. Έτσι, συνεχίζει να νιώθει καλά με τον εαυτό του και να αντέχει το άγχος της επαφής για όσο διάστημα δεν λαμβάνει κριτική από εκείνους.
Τα προβλήματα προκύπτουν όταν υπάρξει κάποια σύγκρουση ανάμεσα στον ναρκισσιστή και τα σημαίνοντα πρόσωπα της ζωής του η οποία μπορεί να πυροδοτήσει αισθήματα ταπείνωσης, ντροπής ή ελαττωματικότητας. Η ναρκισσιστική οργή που νιώθει τότε το άτομο μπορεί να εκφράζεται είτε απέναντι στους άλλους με τρόπο ανεξέλεγκτο, είτε να στρέφεται προς τον εαυτό προκαλώντας κατάθλιψη ή οδηγώντας σε διάφορες αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές.
Το άτομο που αναζητά βοήθεια θα μεταφέρει πολλά στοιχεία της ναρκισσιστικής του συμπεριφοράς μέσα στη θεραπευτική σχέση προσπαθώντας να υποτιμήσει τον θεραπευτή ή να του επιβληθεί. Ο βασικός στόχος του θεραπευτή είναι να καταδείξει τα καταστροφικά αποτελέσματα αυτής της συμπεριφοράς με σιγουριά, αποφασιστικότητα και ευαισθησία. Παράλληλα, πρέπει να βοηθήσει τον θεραπευόμενο να έρθει σε επαφή με το εσωτερικό του παιδί βιώνοντας όλα τα έντονα και επώδυνα συναισθήματα που καταπίεσε στην παιδική ηλικία.
Η ψυχοθεραπεία θεωρείται επιτυχημένη όταν ο θεραπευόμενος καταφέρει να γενικεύσει τα κέρδη από τη θεραπευτική σχέση στις υπόλοιπες σχέσεις της ζωής του ή σε αυτές που δημιουργεί. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι επιλέγει ανθρώπους με τους οποίους συνδέεται με όρους αμοιβαίας φροντίδας, κατανόησης, σεβασμού και αποδοχής.
Όσο αναδύεται η φωνή του εσωτερικού παιδιού σε αυτές τις σχέσεις λοιπόν – ενός παιδιού που έχει καταφέρει να επουλώσει το τραύμα της συναισθηματικής στέρησης και της απομόνωσης – τόσο το άτομο καταφέρνει να πάρει και να δώσει αγάπη χωρίς να αρκείται στα φθηνά υποκατάστατά της.
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*