Κανείς δεν μπορεί να «θεραπεύσει» μια τραυματική εμπειρία όπως είναι ο πόλεμος, μια φυσική καταστροφή, ο βιασμός, η κακοποίηση ή οποιοδήποτε άλλο τραγικό γεγονός της ζωής – αυτό που έχει συμβεί δεν μπορεί να αλλάξει. Αυτό που μπορεί να αντιμετωπιστεί είναι το γνωστικό και συναισθηματικό αποτύπωμα του τραύματος στον εγκέφαλο και στο σώμα.
Η μεγαλύτερη ψυχολογική επίπτωση του τραύματος στην ζωή μας είναι η απώλεια του αισθήματος ελέγχου που θέλουμε να ασκούμε στον εαυτό μας και σε ό,τι μάς συμβαίνει. Η πορεία της ανάκαμψης από μια τραυματική εμπειρία λοιπόν έγκειται στην επανάκτηση της κυριότητας του σώματος και του μυαλού. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το άτομο που ανακάμπτει:
1. Μαθαίνει τρόπους για να συγκεντρώνεται και να ηρεμεί τον εαυτό του.
2. Αποκτά σταδιακά την ικανότητα να ελέγχει τις συναισθηματικές και σωματικές του αντιδράσεις κάθε φορά που εκτίθεται σε εικόνες, ήχους, ή σκέψεις που θυμίζουν το παρελθόν.
3. Αναπτύσσει τη δεξιότητα να είναι εστιασμένο στο παρόν και να εμπλέκεται ενεργά και ισότιμα στις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους.
4. Διατηρεί μια ανοιχτή και ειλικρινή στάση τόσο προς τον εαυτό όσο και προς τους άλλους ανθρώπους αποδεχόμενο τόσο τα θετικά όσο και τα αρνητικά του συναισθήματα.
Αυτοί οι «στόχοι» δεν επιτυγχάνονται διαδοχικά, σε κάποια σταθερή και γραμμική αλληλουχία. Ο ένας στόχος επικαλύπτει τον άλλο και αρκετά συχνά το άτομο που ανακάμπτει, έρχεται αντιμέτωπο με αναπάντεχα αλλά φυσιολογικά «πισωγυρίσματα». Συνεπώς, η στήριξη και η ενθάρρυνση από τους σημαντικούς ανθρώπους της ζωής μας ή/και από έναν θεραπευτή είναι ήσσονος σημασίας καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας ανάκαμψης.
Κοιτάζοντας πίσω από την τραυματική εμπειρία…
Όταν μιλάμε για μια τραυματική εμπειρία, ξεκινάμε συνήθως λέγοντας μια ιστορία ή κάνοντας ερωτήσεις στο άτομο που την έχει βιώσει. Το τραύμα όμως είναι κάτι παραπάνω από μια ιστορία για κάτι που συνέβη στο πρόσφατο ή στο μακρινό παρελθόν.
Είναι μια πληγή που παραμένει ανοιχτή στο εδώ και τώρα και συνεχίζει να ματώνει κάθε φορά που βιώνουμε μια νέα εμπειρία η οποία ανακινεί τα ίδια συναισθήματα που νιώσαμε αλλά δεν καταφέραμε να επεξεργαστούμε στο εκεί και τότε, είτε επειδή δεν είχαμε την κατάλληλη υποστήριξη, είτε γιατί βρισκόμασταν σε μια «λειτουργία επιβίωσης».
Ως εκ τούτου, για να διαχειριστούμε την ένταση αυτών των συναισθημάτων, τα καταπιέσαμε και από τότε προσπαθούμε μάταια να κλείσουμε την πληγή χωρίς πρώτα να την έχουμε καθαρίσει. Προκειμένου να ξεκινήσει η διαδικασία επούλωσης της πληγής, είναι απαραίτητο να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να επαναβιώσει αυτά τα συναισθήματα όσο επώδυνα και αν είναι, κατανοώντας τους λόγους για τους οποίους τα έχουμε καταπιέσει και δίνοντας ένα πλήρες και συνεκτικό νόημα σε ό,τι μας έχει τραυματίσει.
Έρχονται αρκετοί θεραπευόμενοι στο γραφείο μου προσδοκώντας ότι η ανακάλυψη αυτού που τους έχει συμβεί στο παρελθόν και η σύνδεσή του με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στο παρόν, θα τους απαλλάξει από το άγχος, τις έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις και τις δυσάρεστες σωματικές αισθήσεις. Σίγουρα, η συνειδητοποίηση του τραύματος και η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο έχει επηρεάσει την συμπεριφορά μας, είναι σημαντικά βήματα στην πορεία της ανάκαμψης από αυτό.
Όπως λέγαμε και στο 1ο μέρος, ο προμετωπιαίος φλοιός που είναι υπεύθυνος για τις ανώτερες γνωστικές και εκτελεστικές λειτουργίες του εγκεφάλου μας, μπορεί να μας βοηθήσει να παρατηρήσουμε από που προέρχονται κάποια συναισθήματα. Για παράδειγμα, μας λέει: «Φοβάμαι όταν αποκτώ περισσότερη οικειότητα με κάποιον πιθανό ερωτικό σύντροφο, γιατί έχω κακοποιηθεί σεξουαλικά στο παρελθόν» ή «δεν μπορώ να νιώσω και να εκφράσω την αγάπη μου για το παιδί μου γιατί οι γονείς μου ήταν συναισθηματικά ψυχροί απέναντι μου».
Ωστόσο, ακόμα και όταν κάνουμε αυτές τις συνειδητοποιήσεις – συνδέσεις διαπιστώνουμε ότι συνεχίζουμε να νιώθουμε έναν διαρκή φόβο κάθε φορά που πλησιάζουμε κάποιον ή να πιστεύουμε ακλόνητα ότι είμαστε απαίσια άτομα παρόλο που λογικά καταλαβαίνουμε ότι δεν φταίμε εμείς για την κακοποίηση που είχαμε υποστεί.
Καταληκτικά, θα λέγαμε ότι κατανοώντας το γιατί αισθανόμαστε έτσι δεν αλλάζει ολοκληρωτικά το πως αισθανόμαστε γενικά στην ζωή μας, αλλά μας βοηθά να αντισταθούμε σε κάποιες έντονες παρορμητικές συμπεριφορές, (π.χ. να μην χωρίσουμε από τον σύντροφό μας μετά από την πρώτη διαφωνία, ή να μην επιτεθούμε στον εργοδότη μας ο οποίος μας θυμίζει έναν κακοποιητή του παρελθόντος), οι οποίες θα επέφεραν περισσότερες δυσκολίες στην ζωή μας.
Διαβάστε σχετικά: Ψυχικό Τραύμα: Πως μάς επηρεάζει και το διαχειριζόμαστε; (1ο μέρος)
Πως να έρθεις σε επαφή με τον συναισθηματικό σου εγκέφαλο;
Το πρώτο βήμα για να εξοικειωθούμε με τα έντονα και τα επώδυνα συναισθήματα είναι να παρατηρήσουμε το τρόπο με τον οποίο εκδηλώνονται στο σώμα.
Αρχικά, αυτά τα συναισθήματα έχουν την μορφή ενός επίμονου άγχους το οποίο μπορεί εκδηλώνεται, σε ήπιες περιπτώσεις, είτε με μυϊκή ένταση προετοιμάζοντας το σώμα για μια κατάσταση «φυγής» ή «πάλης», είτε να εκφράζεται, σε πιο σοβαρές καταστάσεις, μέσα από τα σπλάχνα, το στομάχι, τις αεροφόρες οδούς ή τα αγγεία προκαλώντας συχνά κοιλόπονους, γαστρίτιδες, άσθμα ή ψυχογενή υπέρταση.
Σε κάποιες ακόμα πιο σοβαρές περιπτώσεις, μπορεί να επηρεάζει τη συγκέντρωση της σκέψης ή ακόμη και την λειτουργία της όρασης και της ακοής (ή πιο σπάνια και των άλλων των αισθήσεων), με αποτέλεσμα να επικρατεί μια «θολούρα» στο μυαλό ή να διασπάται η αντίληψή μας.
Υπάρχουν «τεχνητοί» τρόποι μείωσης του άγχους, όπως είναι ο έλεγχος της αναπνοής και η συνειδητή παρατήρηση των σωματικών αισθήσεων κάθε φορά που αγχωνόμαστε, οι οποίοι μπορούν, με λίγη εκπαίδευση, να εφαρμοστούν από τον καθένα με σκοπό να ενεργοποιηθεί το παρασυμπαθητικό σύστημα του οργανισμού και να αποκατασταθεί σταδιακά η εσωτερική μας ισορροπία.
Αυτοί οι δύο τρόποι μπορούν να χρησιμοποιηθούν συνδυαστικά, εφόσον απομακρύνουμε όλους τους περισπασμούς (λ.χ. ηλεκτρονικές συσκευές, χρήση ουσιών) και συγκεντρωθούμε σε όσα συμβαίνουν στο σώμα μας παρατηρώντας αρχικά την σωματοποίηση του άγχους, καθώς και πως μια δυσάρεστη σωματική αίσθηση, όπως είναι το βάρος στο στήθος ή το σφίξιμο στο στομάχι, μειώνονται ή μετατοπίζονται σε άλλα μέρη του σώματος με κάθε ελεγχόμενη εισπνοή και εκπνοή μας.
Στην συνέχεια, είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε τη σύνδεση ανάμεσα στις σκέψεις και τις δυσάρεστες σωματικές αισθήσεις και να ρωτήσουμε τον εαυτό μας:
1. Τι σκεφτόμουν όταν άρχισα να παρατηρώ ότι το στομάχι μου άρχισε να πονά και το στήθος μου να σφίγγεται;
2. Ποιες σκέψεις επιτείνουν ή μειώνουν αυτά που νιώθω στο σώμα;
3. Τι σημαίνει για μένα (για την αξία μου ως άτομο, για την ταυτότητά μου) όταν κάνω αυτές τις σκέψεις ή νιώθω έτσι;
4. Πότε ήταν η τελευταία φορά που σκέφτηκα ή ένιωσα στο σώμα μου κάτι παρόμοιο με αυτό που σκέφτομαι ή βιώνω τώραΤι έκανα τότε για να το αντιμετωπίσω; Τι πήγε ή δεν πήγε καλά;
5. Τι θα ήθελε να ακούσει ένα άλλο άτομο που θα ήταν στην θέση μου και θα έκανε τις ίδιες σκέψεις με εμένα;
Ένας ακόμα τρόπος ενίσχυσης της αυτό-παρατήρησης είναι η καταγραφή αυτών των σκέψεων, των συναισθημάτων και των δυσάρεστων σωματικών αισθήσεων σε ένα καθημερινό ημερολόγιο με σκοπό να δούμε αυτά τα ψυχικά φαινόμενα ως κάτι έξω από εμάς και όχι ως προσδιοριστικά στοιχεία της ταυτότητάς μας.
Συχνά, όταν κάνουμε κάποιες αρνητικές σκέψεις ή βιώνουμε αρνητικά συναισθήματα, αφυπνίζεται ένα μέρος του ψυχικού μας κόσμου το οποίο είναι ιδιαίτερα τιμωρητικό και ελεγκτικό. Δημιουργούμε και εξελίσσουμε αυτήν την τιμωρητική πλευρά μέσα μας από τη στιγμή που γεννιόμαστε, καθώς η λειτουργία της είναι να μας βοηθά να ελέγχουμε τις επιθετικές και ερωτικές ενορμήσεις για να μπορούμε να συνυπάρχουμε αρμονικά μέσα στην κοινωνία.
Δυστυχώς, αν στην παιδική μας ηλικία δεν είχαμε ψυχικά ώριμους ανθρώπους που να μας έμαθαν, μέσα από το παράδειγμά τους, να αποδεχόμαστε και να βιώνουμε όλα τα συναισθήματά μας, ακόμα και αυτά της οργής και του θυμού, δεν αναπτύξαμε ολοκληρωμένα την ικανότητα να σχετιζόμαστε με τον εαυτό και τους άλλους με έναν ικανοποιητικό τρόπο.
Αυτό έχει σαν συνέπεια το να διατηρούμε έναν συρρικνωμένο ψυχικό κόσμο και να οδηγούμαστε συχνά σε μια καταθλιπτική και αυτό-τιμωρητική στάση απέναντι στη ζωή. Διαχωρίζοντας λοιπόν όσα σκεφτόμαστε και αισθανόμαστε από τον εαυτό μας, καταφέρνουμε για αρχή να αντικρίσουμε αυτό που είμαστε με έναν όχι και τόσο επικριτικό τρόπο. Να θυμάστε ότι μας προσδιορίζουν περισσότερο οι πράξεις μας και πολύ λιγότερο τα συναισθήματα, οι σκέψεις ή οι φαντασιώσεις μας.
Βιωματικές τεχνικές για την αντιμετώπιση του τραύματος
Οι παραπάνω τεχνικές χαλάρωσης, ενσυνειδητότητας και αυτό-παρατήρησης μπορούν να εφαρμοστούν σχετικά εύκολα από το άτομο που έχει ανεπτυγμένη ψυχολογική σκέψη και διάθεση να εξερευνήσει και να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του. Υπάρχουν όμως και κάποιες βιωματικές τεχνικές που εφαρμόζονται αποκλειστικά και μόνο στο πλαίσιο της ψυχοθεραπείας από κατάλληλα καταρτισμένους επαγγελματίες ψυχικής υγείας οι οποίες επιτρέπουν μια πιο ολοκληρωμένη αντιμετώπιση του τραύματος.
Σε κάποια μετέπειτα στάδια της θεραπείας λοιπόν, ο θεραπευτής μπορεί να ζητήσει από τον/ην θεραπευόμενο/η να κλείσει τα μάτια και με έναν μη κατευθυντικό τρόπο να αφήσει το μυαλό του ελεύθερο να παράξει εικόνες. Ο στόχος είναι να αναδυθούν πυρηνικές εικόνες που σχετίζονται με πρωτεύοντα συναισθήματα όπως είναι ο φόβος, η οργή, η ντροπή και η θλίψη.
Στην συνέχεια, ο θεραπευτής ζητάει από τον/ην θεραπευόμενο/η να περιγράψει την εικόνα ή τις εικόνες σε ενεστώτα χρόνο σαν να βλέπει μια ταινία στο μυαλό του και να την «ζει» όσο πιο ζωντανά και συμμετοχικά μπορεί. Αυτό βοηθά τον θεραπευόμενο να απορροφηθεί περισσότερο από την άσκηση της φαντασιωσικής αναπαράστασης.
Έπειτα, ο θεραπευτής μπορεί να ρωτήσει τον/ην θεραπευόμενο/η αν βλέπει ή αν ακούει κάτι, αν είναι ο/η ίδιος/α μέσα στην εικόνα ή αν υπάρχουν άλλα πρόσωπα σε αυτή. Μόλις η εικόνα γίνει πιο ευδιάκριτη, γίνεται μια εξερεύνηση όλων των σκέψεων, των συναισθημάτων και των σωματικών αισθήσεων του θεραπευόμενου και κατ’ επέκταση όλων των υπόλοιπων «χαρακτήρων» που εμπεριέχει η εικόνα. Ο θεραπευτής ενθαρρύνει τον φανταστικό διάλογο ανάμεσα σε αυτούς τους χαρακτήρες και το μοίρασμα των συναισθημάτων, των επιθυμιών και των παρορμήσεων που έχουν ο ένας για τον άλλο.
Η άσκηση τελειώνει όταν ο θεραπευτής ζητήσει από τον/ην θεραπευόμενο/η να ανοίξει τα μάτια και συζητήσουν μαζί πως ήταν αυτή η εμπειρία, τι σήμαιναν οι εικόνες και ποια θέματα αναδύθηκαν στην επιφάνεια.
Να σημειωθεί ότι για τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν σημαντικές ψυχικές δυσκολίες και η άνοδος του άγχους τους είναι αρκετά απότομη και υψηλή δημιουργώντας αντιληπτική διάσπαση, η άσκηση ξεκινά από την καθοδηγούμενη αναπαράσταση ενός ασφαλούς μέρους με σκοπό να εξασκηθούν πρώτα και να μην εκτεθούν κατευθείαν σε ένα αρνητικά φορτισμένο συναισθηματικό υλικό.
Εν κατακλείδι, θα λέγαμε ότι οι βασικοί θεραπευτικοί στόχοι όταν διεξάγουμε φαντασιωσικές αναπαραστάσεις για τις τραυματικές αναμνήσεις είναι δυο:
1. Να μπορέσει ο/η θεραπευόμενος/η να απελευθερώσει το μπλοκαρισμένο συναίσθημα που συνδέεται με την εμπειρία του τραύματος – με άλλα λόγια να ξαναζήσει το τραύμα νιώθοντας και εκφράζοντας όλα τα συναισθήματα που συνδέονται με αυτό.
2. Να προσφέρει ο θεραπευτής ανακούφιση, ασφάλεια και υποστήριξη ενισχύοντας την υγιή πλευρά του/ης θεραπευόμενου/ης και αποδυναμώνοντας παράλληλα την τιμωρητική.
Διαβάστε σχετικά: Οι παρελθοντικές αγχωτικές εμπειρίες δεν δημιουργούν ψυχική ανθεκτικότητα στο μελλοντικό τραύμα
Πως υποστηρίζουμε κάποιον/α που αποφασίζει να μιλήσει;
Πέρα από την βοήθεια που μπορούμε να πάρουμε όταν έχουμε υποστεί ψυχικό τραυματισμό, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τι θα ήταν κατάλληλο ή ακατάλληλο να κάνουμε όταν ένας άνθρωπος αποφασίζει να μας μιλήσει για μια τραυματική εμπειρία που έχει βιώσει. Να θυμάστε ότι η ενεργητική ακρόαση, η ενσυναισθητική κατανόηση και η επικύρωση των συναισθημάτων του άλλου, προσφέρουν πραγματική ανακούφιση και υποστήριξη. Αυτά που θα μπορούσαμε να κάνουμε λοιπόν, ακόμα και αν δεν έχουμε εξειδικευμένες γνώσεις, είναι:
- Να αναγνωρίσουμε και να επικυρώσουμε τη δύναμη και το κουράγιο που συγκέντρωσε ώστε να μπορέσει να μας μιλήσει.
- Να τον/ην ευχαριστήσουμε για την εμπιστοσύνη που μας δείχνει.
- Να προσπαθήσουμε να «φυσιολογικοποιήσουμε» τις συναισθηματικές του αντιδράσεις μετά το τραύμα αποφεύγοντας να τις χαρακτηρίσουμε ως «τρελές», παράλογες ή υπερβολικές.
- Να μοιραστούμε την σκέψη ότι έκανε το καλύτερο που μπορούσε να κάνει κατά τη διάρκεια βίωσης της τραυματικής εμπειρίας.
- Να αναγνωρίσουμε τους λειτουργικούς τρόπους αντιμετώπισης του τραύματος (π.χ. ψυχοθεραπεία) και να τον/ην ενθαρρύνουμε να συνεχίσει.
- Να διερευνήσουμε πιθανούς τρόπους ενίσχυσης της ασφάλειας και της προστασίας του/ης, αν ανησυχούμε ή φοβόμαστε για εκείνον/η.
- Να αναγνωρίσουμε ότι μετά την αυτο-αποκάλυψη ίσως να αναδύθηκαν περισσότερες σκέψεις, συναισθήματα και αναμνήσεις και ως εκ τούτου χρειάζεται χρόνο για να τα επεξεργαστεί και να μιλήσει γι’ αυτά.
Από την άλλη μεριά, αυτά που θα ήταν καλό να:
- Μην ρωτάμε για λεπτομέρειες ή για πράγματα που έχουμε την περιέργεια να μάθουμε γύρω από την τραυματική εμπειρία. Αφήνουμε το άτομο να μας μιλήσει μόνο για ό,τι επιθυμεί με τον δικό του ρυθμό και χωρίς πίεση.
- Μην υποθέτουμε ότι γνωρίζουμε τις σκέψεις και τα συναισθήματά του πριν μας μιλήσει γι’ αυτά. Φράσεις όπως: «πρέπει να μισείς τον πατέρα σου γι’ αυτό που σου έκανε», δεν είναι καθόλου βοηθητικές.
- Μην υποθέτουμε ότι γνωρίζουμε αυτό που είναι καλύτερο για εκείνο.
- Μην ρωτάμε γιατί απλά δεν φεύγει από μια κακοποιητική κατάσταση για να λυθούν όλα του τα προβλήματα. Τέτοιου είδους ερωτήσεις ενισχύουν το αίσθημα αδυναμίας και την τιμωρητική του πλευρά.
- Μην υποτιμάμε την σημασία αυτών που μας λέει ακόμα και αν βίωσε κάτι τραυματικό πριν από 30 χρόνια. Αν δεν έχει επουλωθεί η πληγή, είναι σαν να βίωσε την τραυματική εμπειρία χθες.
- Μην το προτρέπουμε να «σταματήσει να ζει στο παρελθόν» και να κοιτάξει την «φωτεινή πλευρά της ζωής».
- Μην τον/ην λυπούμαστε για αυτό που είναι. Μπορούμε να εκφράσουμε την συμπόνια μας γι’ αυτό που του έχει συμβεί χωρίς να νιώσει ότι ανάξιος/α ή κάτι λιγότερο σε σχέση με εμάς.
Συμπέρασμα
Σε κάθε ψυχικό τραυματισμό, η σοβαρότητα, η ένταση και η επανάληψη κάθε νέας εμπειρίας μπορεί να βαθαίνει την πληγή που άλλοτε προσπαθούμε να αγνοήσουμε και άλλοτε να επουλώσουμε. Θεωρώ ότι θα έπρεπε να δώσουμε περισσότερη έμφαση όμως ως γονείς, εκπαιδευτικοί, φίλοι, σύντροφοι και θεραπευτές σε όσα μπορούμε να κάνουμε μετά το τραύμα και όχι μόνο στην εμπειρία που μας έχει τραυματίσει.
Μου αρέσει να παρομοιάζω το τραύμα ως συμβάν με έναν σεισμό – έναν σεισμό που πλήττει μια πόλη και μπορεί να διαλύσει συθέμελα όλα τα κτίριά της μέσα σε μια στιγμή. Ωστόσο, μετά τον σεισμό, η πόλη έχει τη δυνατότητα να χτιστεί με περισσότερη προνοητικότητα και σοφία.
Οι αρμόδιοι επαγγελματίες μπορούν να εφαρμόσουν νέες γνώσεις ως προς τον τρόπο που ανοικοδομούν τα κτίρια προκειμένου να τα κάνουν πιο ανθεκτικά απέναντι σε επικείμενους σεισμούς. Η πόλη λοιπόν δεν «επανακάμπτει» απλώς όπως ήταν στην προηγούμενή της κατάσταση, αλλά αποκτά έναν πιο ανθεκτικό και δομικά «ακέραιο» χαρακτήρα.
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*