Η ιδέα ότι η ψυχική ασθένεια σχετίζεται με εγκεφαλικές δυσλειτουργίες ή άλλους βιολογικούς παράγοντες, είναι δημοφιλής μεταξύ των ασθενών καθώς ισχυρίζονται ότι απομυθοποιεί τις εμπειρίες τους και νομιμοποιεί τα συμπτώματά τους.
Ωστόσο, οι μελέτες δείχνουν ότι οι βιολογικές ερμηνείες μπορούν να αυξήσουν το στίγμα της ψυχικής ασθένειας, ενθαρρύνοντας τη δημόσια αντίληψη ότι τα άτομα με ψυχική ασθένεια είναι ουσιαστικά διαφορετικά και ότι τα προβλήματά τους είναι μόνιμα.
Πριν λίγες εβδομάδες, οι ερευνητές Matthew Lebowitz και Woo-Young Ahn δημοσίευσαν μία νέα έρευνα που υποστηρίζει ότι οι βιολογικές ερμηνείες της ψυχικής ασθένειας, μειώνουν την ενσυναίσθηση των επαγγελματιών ψυχικής υγείας προς τους ασθενείς.
Πάνω από διακόσιοι ψυχολόγοι, ψυχίατροι και κοινωνικοί λειτουργοί παρουσιάστηκαν με συνοπτικά reports ασθενών που καταγράφονταν ασθένειες όπως κοινωνική φοβία, κατάθλιψη ή σχιζοφρένεια. Oρισμένα από αυτά τα reports συνοδεύονταν από καθαρά βιολογικές ερμηνείες, επικεντρωμένες σε παράγοντες όπως τα γονίδια και η χημεία του εγκεφάλου, ενώ άλλα reports συνοδεύονταν από ψυχοκοινωνικές εξηγήσεις, όπως το ιστορικό του εκφοβισμού ή το πένθος. Στη συνέχεια, οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας ανέφεραν τα συναισθήματά τους, σημειώνοντας πόσο στενά σχετίζονταν με την τρέχουσα συνθήκη μέσα από μία σειρά από επίθετα – όπως “συμπαθητικός”, “προβληματισμένος” και “φιλικός”.
Τα reports που συνοδεύονταν από βιολογικές ερμηνείες, προκάλεσαν χαμηλότερα αισθήματα ενσυναίσθησης στους κλινικούς επαγγελματίες, ανεξάρτητα από την ειδικότητά τους. Και οι δύο ερμηνείες, βιολογικές και ψυχοκοινωνικές, προκάλεσαν παρόμοια επίπεδα δυσφορίας, γεγονός που δείχνει ότι η μειωμένη ενσυναίσθηση που σχετίζεται με τη βιολογική ερμηνεία δεν προερχόταν λόγω ανησυχητικών ψυχοκοινωνικών ερμηνειών. Οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας βαθμολόγησαν τις βιολογικές ερμηνείες λιγότερο κλινικά χρήσιμες: η βιολογική ερμηνεία τους έκανε επίσης να έχουν λιγότερη πίστη στην ψυχοθεραπεία και περισσότερη εμπιστοσύνη στις φαρμακευτικές αγωγές.
Παρόμοια αποτελέσματα βρέθηκαν σε μια επόμενη μελέτη στην οποία οι κλινικοί γιατροί και οι κοινωνικοί λειτουργοί παρουσιάστηκαν με reports και διαγνώσεις που συνδύαζαν ψυχοκοινωνικούς και βιολογικούς παράγοντες, αλλά με τη μια προσέγγιση πιο κυρίαρχη από την άλλη. Η ιδέα ήταν ότι αυτό θα αντικατόπτριζε καλύτερα το τι συμβαίνει στην πραγματική ζωή. Σε αυτή την περίπτωση, οι ερμηνείες που κυριάρχησαν από τους βιολογικούς παράγοντες, οδήγησαν σε χαμηλότερα επίπεδα ενσυναίσθησης τους κλινικούς γιατρούς.
Οι Lebowitz και Ahn υποστηρίζουν ότι οι βιολογικές ερμηνείες προκαλούν μειωμένη ενσυναίσθηση, επειδή έχουν ένα απάνθρωπο αποτέλεσμα -υπονοώντας ότι οι ασθενείς είναι «συστήματα αλληλεπίδρασης των βιολογικών μηχανισμών» – και δίνουν την εντύπωση ότι τα προβλήματα είναι μόνιμα. Η διάσταση των βιολογικών ερμηνειών στη ψυχική υγεία κερδίζει περισσότερο έδαφος στην ψυχολογία και την ψυχιατρική και αυτά πιθανώς να είναι ανησυχητικά αποτελέσματα. Μια άλλη προσέγγιση είναι ότι και οι δύο πλευρές, οι ιατρικά εκπαιδευμένοι και οι μη ιατρικά εκπαιδευμένοι επαγγελματίες στη μελέτη, είδαν τις βιολογικές ερμηνείες ως λιγότερο κλινικά χρήσιμες από τις ψυχοκοινωνικές ερμηνείες.
Μια αδυναμία της έρευνας είναι η έλλειψη συνθήκης ελέγχου χωρίς ερμηνεία (βιολογική ή ψυχοκοινωνική), το οποίο σημαίνει ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν οι ψυχοκοινωνικές ερμηνείες αύξησαν την ενσυναίσθηση ή αν οι βιολογικές ερμηνείες τη μείωσαν. Επίσης, οι ερευνητές παραδέχονται ότι τα reports και οι ερμηνείες ήταν πολύ απλουστευμένα.
Παρ ‘όλα αυτά, τα ευρήματα εξακολουθούν να είναι ένας ανησυχητικός παράγοντας. Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η μειωμένη ενσυναίσθηση μπορεί να αποφευχθεί αν οι κλινικοί γιατροί καταλάβουν ότι «ακόμη και όταν η βιολογία παίζει σημαντικό αιτιολογικό ρόλο, αυτό συμβαίνει γιατί αλληλεπιδρά με άλλους παράγοντες και ότι οι βιολογικές ‘ανωμαλίες’ δεν συμβάλλουν στη δημιουργία διακρίσεων μεταξύ των μελών της κοινωνίας, σε άτομα με ή χωρίς διανοητικές διαταραχές».
Πηγή: pnas.org