Οι αντικαταθλιπτικές θεραπείες έχουν βελτιωθεί σημαντικά από τη δεκαετία του 1980. Γιατί, λοιπόν, δεν μειώνεται η συχνότητα της κατάθλιψης;
Η κατάθλιψη πάντα ταλαιπωρούσε τους ανθρώπους. Αλλά οι αποτελεσματικές θεραπείες γι’ αυτή την πάθηση είναι σχετικά πρόσφατες εφευρέσεις. Οι περισσότερες ψυχοθεραπείες και τα περισσότερα αντικαταθλιπτικά φάρμακα που χρησιμοποιούμε σήμερα αναπτύχθηκαν τον 20ό αιώνα.
Από τη δεκαετία του 1980, οι θεραπείες για την κατάθλιψη έχουν βελτιωθεί και έχουν γίνει ευρύτερα διαθέσιμες, εν μέρει χάρη στην εξέλιξη των εκλεκτικών αναστολέων επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRI). Εν τω μεταξύ, τις τελευταίες δεκαετίες, το στίγμα που σχετίζεται με την κατάθλιψη και την αναζήτηση θεραπείας έχει μειωθεί, μια αλλαγή στάσης που πιθανότατα προκλήθηκε εν μέρει από την «απευθείας στον καταναλωτή» διαφήμιση των αντικαταθλιπτικών, η οποία ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990.
Θα μπορούσε να περιμένει κανείς ότι αυτές οι αλλαγές θα είχαν μειώσει και τη συχνότητα της κατάθλιψης. Όμως, είναι ξεκάθαρο ότι δεν τη μείωσαν. Αυτή είναι η αφετηρία μιας πρόσφατης αξιολόγησης, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Clinical Psychology, η οποία εξέτασε τις πιθανές αιτίες που προκαλούν ένα φαινόμενο που οι συγγραφείς αποκαλούν «παράδοξο θεραπείας-επιπολασμού» (TPP, treatment-prevalence paradox).
Από τα ευρήματα προκύπτουν ανησυχητικά ερωτήματα σχετικά με την αποτελεσματικότητα των θεραπειών κατά της κατάθλιψης, η οποία επηρεάζει περίπου το 5% των ανθρώπων παγκοσμίως.
Το παράδοξο θεραπείας-επιπολασμού της κατάθλιψης
Οι συγγραφείς όρισαν το TPP ως την απουσία εμπειρικής και σημαντικής πτώσης στον επιπολασμό της κατάθλιψης την περίοδο που καλύτερες αντικαταθλιπτικές θεραπείες έχουν γίνει πιο εύκολα προσβάσιμες. Στην αξιολόγηση, η κατάθλιψη ορίστηκε ως μείζων καταθλιπτική διαταραχή, ενώ ο επιπολασμός αναφερόταν στη συχνότητα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο, που είναι το ποσοστό των ατόμων που πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια για κατάθλιψη οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή, τυπικά εντός 30 ημερών πριν από την εξέταση.
Για να διερευνήσουν τα αίτια του παράδοξου θεραπείας-επιπολασμού της κατάθλιψης, οι συγγραφείς ξεκίνησαν με το σκεπτικό ότι ένα από τα δύο σενάρια αληθεύει. Το πρώτο σενάριο εικάζει ότι η πιο αποτελεσματική θεραπεία έχει μειώσει τη συχνότητα, αλλά ότι η μείωση έχει συγκαλυφθεί από την αύξηση των ψευδώς θετικών διαγνώσεων ή από μια πραγματική αύξηση στα περιστατικά κατάθλιψης. (Με άλλα λόγια, οι θεραπείες μπορεί να είναι αποτελεσματικές, αλλά όλο και περισσότεροι άνθρωποι πέφτουν σε κατάθλιψη, κι έτσι τα νούμερα στην ουσία παραμένουν τα ίδια). Το δεύτερο σενάριο εικάζει ότι ο επιπολασμός δεν έχει μειωθεί και ότι ένα, ή ένας συνδυασμός, από τα ακόλουθα σενάρια εξηγεί το παράδοξο:
- Οι θεραπείες είναι λιγότερο αποτελεσματικές
- Οι θεραπείες είναι λιγότερο μακροχρόνιες από ό,τι προτείνει η βιβλιογραφία
- Η αποτελεσματικότητα των δοκιμών δεν γενικεύεται καλά στις πραγματικές συνθήκες
- Η επίδραση της θεραπείας σε επίπεδο πληθυσμού διαφέρει σημαντικά για χρόνιες-υποτροπιάζουσες περιπτώσεις σε σχέση με μη υποτροπιάζουσες
- Οι θεραπείες μπορεί να έχουν τόσο ευεργετικές όσο και ιατρογενείς συνέπειες (που σημαίνει ότι οι θεραπείες μπορεί να προκαλέσουν αρνητικές παρενέργειες).
Οι συγγραφείς απέκλεισαν τελικά το πρώτο σενάριο. Σίγουρα, είναι πιθανό ο αποστιγματισμός των ψυχικών ασθενειών να έχει κάνει τους ανθρώπους πιο πρόθυμους να αναζητήσουν θεραπεία ή, ενδεχομένως, να τους έχει κάνει πιο ευαίσθητους στη δυσφορία, με αποτέλεσμα να ερμηνεύουν φυσιολογικά επίπεδα δυσφορίας ως σημάδια κατάθλιψης.
Ωστόσο, όσον αφορά την ακρίβεια των δεδομένων για τη μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι είναι αμφίβολο να έχει σημειωθεί σημαντική μετατόπιση στον ορισμό και στη διαπίστωση των περιστατικών σε επιδημιολογικές μελέτες που χρησιμοποιούν δομημένες συνεντεύξεις, προτυποποιημένη ταξινόμηση και καλά εκπαιδευμένους συνεντευξιαστές. Παρακάτω στην αξιολόγηση σημειώνουν ότι Δεν υπάρχουν ξεκάθαρες ενδείξεις ή έστω υπαινιγμοί ενός μοτίβου που να υποστηρίζει μια τέτοια υπόθεση.
Διαβάστε σχετικά: 9 γνωστικές διαστρεβλώσεις της κατάθλιψης
Οι θεραπείες μπορεί να είναι λιγότερο αποτελεσματικές από ό,τι πιστεύεται συνήθως
Έτσι, έμεινε το δεύτερο σενάριο: ο επιπολασμός δεν έχει μειωθεί. Τι συμβαίνει, λοιπόν; Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης δείχνουν ότι αρκετές εξηγήσεις είναι υπεύθυνες για το παράδοξο θεραπείας-επιπολασμού (TPP).
Γενικά, οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η αποτελεσματικότητα των αντικαταθλιπτικών θεραπειών σε ελεγχόμενες δοκιμές υπερεκτιμάται, λόγω μιας ευρείας γκάμας προκαταλήψεων, συμπεριλαμβανομένης της μεροληψίας δημοσίευσης, της μεροληψίας αναφοράς αποτελεσμάτων, της μεροληψίας παραπομπής και άλλων μεθοδολογικών θεμάτων.
Αυτό γενικά ισχύει για θεραπείες οξείας κατάθλιψης και μακροχρόνιες θεραπείες συντήρησης. (Οι συγγραφείς σημείωσαν ότι η ψυχοθεραπεία σε συνδυασμό με φαρμακευτική αγωγή τείνει να είναι πιο αποτελεσματική στη θεραπεία της οξείας κατάθλιψης και στην πρόληψη υποτροπής και επανεμφάνισης, αν και η αποτελεσματικότητα φαίνεται να είναι πιο αδύναμη από ό,τι ανέφεραν προηγούμενες έρευνες).
Η αξιολόγηση διαπίστωσε, επίσης, ότι οι θεραπείες κατάθλιψης –ακόμα και αυτές που δοκιμάστηκαν σε τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες δοκιμές– τείνουν να μην εφαρμόζονται καλά σε πραγματικές καταστάσεις. Αυτό ενισχύει την παρατήρηση ότι ούτε η φαρμακευτική αγωγή, αλλά ούτε η ψυχοθεραπεία, λειτουργούν στον βαθμό που δηλώνει η (παλιότερη) βιβλιογραφία, γράφουν στην αξιολόγηση. Μόλις μεταφερθούν στον πραγματικό κόσμο, που χαρακτηρίζεται από πιο σκληρούς ασθενείς και λιγότερο επαρκή εφαρμογή, τα ήδη μέτρια αποτελέσματα της θεραπείας μειώνονται ακόμη περισσότερο, τόσο για τη φαρμακευτική αγωγή όσο και για την ψυχοθεραπεία.
Οι ερευνητές καταλήγουν σημειώνοντας την πιθανότητα ότι κάποιες υπάρχουσες θεραπείες μπορεί να έχουν αρνητικές παρενέργειες, που δεν έχουν αναγνωρίσει ακόμα οι επαγγελματίες υγείας, και οι οποίες ευθύνονται για ένα μικρό μέρος του παράδοξου.
Είναι πολύ σημαντικό να διερευνηθεί η υποθεραπεία των χρόνιων-υποτροπιαζουσών περιπτώσεων και οι ιατρογενείς επιδράσεις των θεραπειών, ιδιαίτερα της φαρμακευτικής αγωγής, καθώς το αυξημένο ποσοστό θεραπείας τις τελευταίες δεκαετίες αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από φάρμακα.
Απόδοση: Ανδριανάκη Σοφία – Μετάφραση ξενόγλωσσων άρθρων
Επιμέλεια: Ισμήνη Τσοχαλή, μεταφράστρια – επιμελήτρια κειμένων
Πηγή
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*