Η κατάθλιψη είναι μία διαταραχή, η οποία μπορεί να αντιμετωπιστεί σε μεγάλο ποσοστό, εφόσον το άτομο, που πάσχει, είναι πρόθυμο να δεχθεί βοήθεια και να συνεργαστεί με τον ειδικό για την αντιμετώπισή της.
Ο όρος κατάθλιψη είναι πολύ γνωστός και διαδεδομένος στο ευρύ κοινό, παρά το γεγονός ότι είναι ένας όρος κλινικός. Τις περισσότερες φορές, η κατάθλιψη συγχέεται με τη θλίψη ή τη μελαγχολία, συναισθήματα, που είναι απολύτως φυσιολογικά και τα οποία βιώνουμε, όταν διανύουμε δύσκολες περιόδους της ζωής μας.
Η αλήθεια είναι ότι η κατάθλιψη είναι μία ψυχολογική διαταραχή, η οποία διαφέρει σημαντικά από τη θλίψη ή τη μελαγχολία. Σύμφωνα με το επίσημο διαγνωστικό εγχειρίδιο DSM- IV, η κατάθλιψη κατατάσσεται στις διαταραχές της διάθεσης.
Το άτομο, που έχει κατάθλιψη, αισθάνεται το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, μία έντονη θλίψη, μοναξιά και ένα αίσθημα κενού. Παρουσιάζει ανηδονία, δηλαδή, δεν αντλεί ευχαρίστηση και ικανοποίηση από τις καθημερινές δραστηριότητες. Για το λόγο αυτό, έχει μειωμένο ενδιαφέρον να συμμετέχει σε κοινωνικές ή άλλου τύπου δραστηριότητες.
Σε σωματικό επίπεδο, μπορεί να παρουσιάσει μία σημαντική απώλεια ή αύξηση βάρους, καθώς, η όρεξή του μπορεί να ελαττωθεί ή να αυξηθεί σε σημαντικό βαθμό μέσα στην ημέρα. Επίσης, ο ύπνος διαταράσσεται σημαντικά. Δηλαδή, το άτομο κοιμάται ελάχιστες ώρες κατά τη διάρκεια της νύχτας, η ποιότητα του ύπνου είναι φτωχή, καθώς πολλές φορές ο ύπνος είναι διακοπτόμενος. Σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί να παρουσιάζει υπερυπνία, δηλαδή, να κοιμάται πολλές περισσότερες ώρες από το μέσο όρο. Επίσης, νιώθει συχνά κουρασμένο, χωρίς ενέργεια.
Επιπλέον, η αντίληψη του ανθρώπου, που έχει κατάθλιψη είναι διαστρεβλωμένη. Όσον αφορά στην εικόνα του εαυτού του, νιώθει ότι δεν αξίζει τίποτα και πως δεν είναι σημαντικός για τους άλλους. Νιώθει μία υπέρμετρη ενοχή για τα πάντα. Πιστεύει ότι όλα στη ζωή του ήταν και είναι δύσκολα και μαύρα και πως δεν υπάρχει λύση για τίποτα. Πολλές φορές, μπορεί να σκέφτεται και το ενδεχόμενου του δικού του θανάτου.
Διαβάστε σχετικά: Τα σωματικά συμπτώματα της κατάθλιψης: Τι μας λέει το σώμα μας;
Τα αίτια της κατάθλιψης ποικίλλουν
Σύμφωνα με πολλές επιδημιολογικές έρευνες, έχει βρεθεί ότι υπάρχει κληρονομικότητα. Με άλλα λόγια, αν υπάρχει κάποιος στο οικογενειακό περιβάλλον, που έχει κατάθλιψη, και κυρίως οι γονείς, τότε υπάρχουν σημαντικές πιθανότητες κάποιο από τα μέλη της οικογένειας να εμφανίσει κατάθλιψη, καθώς μπορεί να έχει κληρονομήσει το επιρρεπές στην κατάθλιψη γονίδιο, το οποίο υπό τις κατάλληλες συνθήκες, υπάρχει πιθανότητα να εκφραστεί.
Άλλοι παράγοντες είναι οι νευροχημικοί. Οι κύριοι νευροδιαβιβαστές, που συμμετέχουν στην εμφάνιση της κατάθλιψης είναι η σεροτονίνη, η νορεπινεφρίνη και η ντοπαμίνη. Οι παραπάνω νευροδιαβιβαστές, είναι υπεύθυνοι για τη διάθεση, την ευχαρίστηση και τα κίνητρα. Στη περίπτωση της κατάθλιψης, αυτοί μειώνονται, με αποτέλεσμα την εμφάνιση δυσάρεστων σκέψεων και συναισθημάτων.
Σημαντική, επίσης, είναι και η ιδιοσυγκρασία του ατόμου, αλλά και οι οικογενειακοί παράγοντες, όπως, ελλιπής γονεϊκή φροντίδα στα πρώτα χρόνια της ζωής του ατόμου, η κακοποίηση αλλά και πολλά τραυματικά γεγονότα, που συνέβησαν στην παιδική και εφηβική ηλικία, τα οποία το άτομο δεν κατάφερε να διαχειριστεί ικανοποιητικά, με αποτέλεσμα την εμφάνιση της κατάθλιψης.
Η διάγνωση της κατάθλιψης μπορεί να γίνει μόνο από κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας, ψυχολόγο ή ψυχίατρο.
Όσον αφορά στη θεραπεία της κατάθλιψης, οι δύο πιο σημαντικοί τρόποι αντιμετώπισης είναι:
Α) Φαρμακοθεραπεία: Ο ειδικός ψυχίατρος χορηγεί, συνήθως, αντικαταθλιπτικά, τα οποία ρυθμίζουν τα επίπεδα της σεροτονίνης ή και της νορεπινεφρίνης, προκειμένου να επανέλθει η αρχική χημική ισορροπία του εγκεφάλου.
Β) Ψυχοθεραπεία: Η Ψυχοθεραπεία έχει ως στόχο να γίνει μια διερεύνηση των αιτιών και των γεγονότων, που προκάλεσαν την κατάθλιψη στο άτομο. Το βοηθά, επίσης, να ανακαλύψει την εσωτερική του δύναμη καθώς και να αποκτήσει τη δυνατότητα να βρίσκει λύσεις σε δύσκολες καταστάσεις. Η ψυχοθεραπεία πραγματοποιείται, συνήθως, από Ψυχολόγο ή Ψυχίατρο.
Η κατάθλιψη είναι μία διαταραχή, η οποία μπορεί να αντιμετωπιστεί σε μεγάλο ποσοστό, εφόσον το άτομο, που πάσχει, είναι πρόθυμο να δεχθεί βοήθεια και να συνεργαστεί με τον ειδικό για την αντιμετώπισή της.