PsychologyNow Team

Κίνδυνοι για την Ομαλή Ανάπτυξη του Παιδικού Εγκεφάλου από Ευρέως Χρησιμοποιούμενες Χημικές Ουσίες

Κίνδυνοι για την Ομαλή Ανάπτυξη του Παιδικού Εγκεφάλου από Ευρέως Χρησιμοποιούμενες Χημικές Ουσίες

PsychologyNow Team

Μια νέα έκθεση στο περιοδικό Environmental Health Perspectives εφιστά εκ νέου την προσοχή μας στην αυξανόμενη ένδειξη ότι πολλές κοινές και ευρέως διαθέσιμες χημικές ουσίες, θέτουν σε κίνδυνο την ανάπτυξη των νευρώνων στα έμβρυα και τα παιδιά όλων των ηλικιών.


«Οι χημικές ουσίες για τις οποίες εγείρονται οι περισσότερες ανησυχίες, περιλαμβάνουν τον μόλυβδο και τον υδράργυρο, τα οργανοφωσφορικά φυτοφάρμακα που χρησιμοποιούνται στη γεωργία και στους κήπους στο σπίτι, τις φθαλικές ενώσεις, που βρέθηκαν σε φαρμακευτικά προϊόντα, τα πλαστικά και τα προϊόντα προσωπικής φροντίδας, τα επιβραδυντικά φλόγας γνωστά ως πολυβρωμιούχα, και τους ατμοσφαιρικούς ρύπους που παράγονται από την καύση καυσίμων από ξύλο και ορυκτά καύσιμα», δήλωσε η καθηγήτρια συγκριτικών βιοεπιστημών Dr. Susan Schantz από το Πανεπιστήμιο του Ιλινόις, μία από τους δεκάδες επιστήμονες που υπέγραψε την έκθεση.

«Αυτές οι χημικές ουσίες είναι διάχυτες, όχι μόνο στον αέρα και το νερό, αλλά και στα καθημερινά καταναλωτικά προϊόντα που χρησιμοποιούμε στο σώμα και τα σπίτια μας», δήλωσε η Schantz. «Μπορούμε να επιτύχουμε τη μείωση της έκθεσης μας στις τοξικές χημικές ουσίες, κάτι που είναι επειγόντως απαραίτητο για την προστασία του σήμερα και του αύριο των παιδιών μας».

«Ο ανθρώπινος εγκέφαλος αναπτύσσεται σε ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, αρχής γενομένης από την κύηση και συνεχίζοντας κατά την παιδική ηλικία και ακόμα στη πρώιμη ενήλικη ζωή», συνέχισε. «Όμως το μεγαλύτερο ποσό της εγκεφαλικής ανάπτυξης, συμβαίνει κατά τη διάρκεια της προγεννητικής ανάπτυξης. Τότε σχηματίζονται οι νευρώνες, μεταναστεύουν, ωριμάζουν και διαχωρίζονται. Και αν παρουσιαστούν εμπόδια στη διαδικασία αυτή, είναι πιθανό να υπάρξουν μόνιμες βλάβες στον εγκέφαλο».

«Μερικές από τις χημικές ουσίες, όπως οι φθαλικές ενώσεις, είναι γνωστό ότι παρεμβαίνουν στη φυσιολογική ορμονική δραστηριότητα. Για παράδειγμα, οι περισσότερες έγκυες γυναίκες στις ΗΠΑ, παρουσιάζουν θετικές μετρήσεις στην έκθεση στις φθαλικές ενώσεις, οι οποίες διαταράσσουν τη λειτουργία της θυρεοειδούς ορμόνης», σημείωσε η επιστήμονας.

«Η θυρεοειδής ορμόνη εμπλέκεται σχεδόν σε κάθε πτυχή της ανάπτυξης του εγκεφάλου, στο σχηματισμό των νευρώνων στην κυτταρική διαίρεση, στη σωστή μετανάστευση των κυττάρων και τη μυελίνωση των νευροαξόνων αφού διαχωρισθούν τα κύτταρα», δήλωσε η Schantz. «Είναι επίσης ρυθμιστικός παράγοντας πολλών γονιδίων που εμπλέκονται στην ανάπτυξη του νευρικού συστήματος».

Η Schantz και οι συνεργάτες της μελετούν τα βρέφη και τις μητέρες τους για να διερευνήσουν εάν η προγεννητική έκθεση σε φθαλικές ενώσεις και άλλους ενδοκρινικούς διαταράκτες, οδηγεί σε αλλαγές στον εγκέφαλο ή τη συμπεριφορά. Η έρευνα αυτή, μαζί με τις παράλληλες μελέτες σε μεγαλύτερα παιδιά και τα ζώα, είναι ένας πρωταρχικός στόχος του Παιδικού Κέντρου Περιβαλλοντικής Υγείας και Έρευνας στο Ιλινόις, την οποία κατευθύνει η Schantz.

Οι φθαλικές ενώσεις παρεμποδίζουν επίσης τη δραστηριότητα της στεροειδούς ορμόνης. Μελέτες συνδέουν την έκθεση σε ορισμένες φθαλικές ενώσεις με ελλείμματα προσοχής, χαμηλότερο δείκτη νοημοσύνης και διαταραχές συμπεριφοράς στα παιδιά.

«Οι φθαλικές ενώσεις βρίσκονται σε όλα τα είδη διαφορετικών προϊόντων», σημείωσε. «Εκτιθέμεθα σε αυτές κάθε μέρα».

Η επιστημονική έκθεση επικρίνει τα ρυθμιστικά κενά που επιτρέπουν στις χημικές ουσίες να εισάγονται στις ζωές των ανθρώπων με ελάχιστη ή καμία αναφορά και έρευνα των επιπτώσεών τους στην υγεία του εμβρύου και του παιδιού.

«Δεν έχουμε καμία ιδέα τι κάνουν τα περισσότερα χημικά, στην ανάπτυξη των νευρώνων των παιδιών», δήλωσε η Schantz. «Απλώς δεν έχουν μελετηθεί».

«Οι υπεύθυνοι που χαράσσουν τις πολιτικές, πρέπει να πάρουν την απόφαση ότι μία συγκεκριμένή χημική ουσία, θα μπορούσε να είναι ένας επικίνδυνος παράγοντας για την εγκεφαλική ανάπτυξη των παιδιών και να σταματήσει η παραγωγή της ή να περιοριστεί η χρήση της», δήλωσε.

«Δεν θα πρέπει να περιμένουμε 10 ή 15 χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων αμέτρητα παιδιά θα έχουν εκτεθεί σε αυτή τη χημική ουσία, μέχρι να είμαστε σίγουροι ότι αποτελεί επικίνδυνο επιδραστικό παράγοντα».


Πηγή : University of Illinois

Κάντε like στην σελίδα μας στο Facebook 
Ακολουθήστε μας στο Twitter 

Βρείτε μας στα...