Η Διπολική Διαταραχή, γνωστή και ως μανιοκατάθλιψη, είναι μια χρόνια ψυχική νόσος της διάθεσης, η οποία χαρακτηρίζεται από εναλλασσόμενα επεισόδια μανιακής και καταθλιπτικής συμπτωματολογίας.
Παρά το γεγονός ότι ανάμεσα στα επεισόδια μεσολαβεί μια περίοδος νορμοθυμίας, η διαταραχή επιβαρύνει σημαντικά τους πάσχοντες και το στενό τους κοινωνικό περίγυρο, καθώς προκαλεί δυσφορικά συναισθήματα και έκπτωση της λειτουργικότητας σε διάφορους τομείς της καθημερινής ζωής.
Διαγνωστικά, στο DSM-IV, η διαταραχή εντάσσονταν στην κατηγορία διαταραχών διάθεσης, ενώ στο DSM-5 αποτελεί ξεχωριστή διαγνωστική οντότητα, η οποία ανήκει στο φάσμα Σχιζοφρένεια-Διπολικές Διαταραχές- Καταθλιπικές Διαταραχές.
Κλινική Εικόνα – Διαγνωστικά Χαρακτηριστικά:
Η κλινική εικόνα των ατόμων με διπολική διαταραχή ποικίλει, ανάλογα με την μορφή, την ένταση και την διάρκεια των επεισοδίων. Η τυπική εικόνα των πασχόντων χαρακτηρίζεται από εναλλασσόμενα επεισόδια μανίας και κατάθλιψης, που διαρκούν για εβδομάδες ή μήνες. Όταν ο πάσχων διανύει ένα μανιακό επεισόδιο διακατέχεται από αυξημένα επίπεδα ενέργειας, τα οποία φτάνουν σε σημείο ευφορίας και εμφανίζει αίσθημα μεγαλείου, λογόρροια, ιδεοφυγή, διάσπαση προσοχής, μειωμένη ανάγκη για ύπνο, στοχο-κατευθυνόμενη συμπεριφορά ή ψυχοκινητική ανησυχία και εμπλοκή σε δραστηριότητες υψηλού κινδύνου.
Στη καταθλιπτική φάση, ο πάσχων εμφανίζει καταθλιπτική διάθεση, σημαντική μείωση του ενδιαφέροντος και της ευχαρίστησης, ασυνήθιστη αύξηση ή απώλεια βάρους, αϋπνία ή υπερυπνία, ψυχοκινητική διέγερση ή επιβράδυνση, απώλεια ενέργητικότητας, αισθήματα αναξιότητας και ενοχής, διάσπαση προσοχής και απασχόληση από επαναλαμβανόμενες σκέψεις θανάτου.
Διαβάστε σχετικά: Διπολική Διαταραχή: Τι είναι;
Τα ταξινομικά συστήματα ορίζουν δύο τύπους Διπολικής Διαταραχής, η διάκριση των οποίων βασίζεται στα επεισόδια που εκδηλώνουν οι πάσχοντες. Στη Διπολική Διαταραχή Ι, ο πάσχων εμφανίζει ένα ή περισσότερα μανιακά επεισόδια και ένα μεικτό ή μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο, ενώ στην Διπολική Διαταραχή ΙΙ, εμφανίζεται ένα μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο και ένα υπομανιακό, με πλήρη απουσία μανιακού και μεικτού επεισοδίου.
Σύμφωνα με το DSM-5, τα διαγνωστικά κριτήρια για να δοθεί η διάγνωση Διπολική Διαταραχή Ι:
- Παρουσία ένος μανιακού επεισοδίου, το οποίο διαδέχεται ένα υπομανιακό ή μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο.
- Τα συμπτώματα προκαλούν έντονη δυσφορία ή/και έκπτωση στον κοινωνικό, τον επαγγελματικό ή κάποιον άλλο σημαντικό τομέα της λειτουργικότητας.
- Το επεισόδιο δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας ουσίας ή άλλης ιατρικής κατάστασης. Το μανιακό ή το μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο δεν μπορεί να εξηγηθεί καλύτερα στο πλαίσιο σχιζοσυναισθηματικής διαταραχής, σχοζοφρένειας, σχιζοφρενικόμορφης διαταραχής, παραληρητικής διαταραχής ή άλλης διαταραχής του ψυχωτικού φάσματος.
Σύμφωνα με το DSM-5, τα διαγνωστικά κριτήρια για να δοθεί η διάγνωση Διπολικής Διαταραχής ΙΙ:
- Ο πάσχων έχει εμφανίσει τουλάχιστον 1 υπομανιακό και ένα μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο.
- Δεν έχει εκδηλωθεί ποτέ μανιακό επεισόδιο.
- Η εμφάνιση των επεισοδίων δεν μπορεί να εξηγηθεί καλύτερα στο πλαίσιο σχιζοσυναισθηματικής διαταραχής, σχιζοφρένειας, σχιζοφρενικόμορφης διαταραχής, παραληρητικής διαταραχής ή άλλης διαταραχής του ψυχωτικού φάσματος.
- Η καταθλιπτική συμπτωματολογία ή τα συμπτώματα που προέρχονται από την απρόβλεπτη και συχνή εναλλαγή δημιουργούν δυσφορία και έκπτωση στον κοινωνικό, επαγγελματικό ή άλλο σημαντικό τομέα της λειτουργικότητας.
Η έναρξη της διαταραχής τοποθετείται στην αρχή της ενήλικης ζωής, με την διάγνωση να δίνεται και πριν την ηλικία των 18 ετών, αλλά λαμβάνοντας υπόψιν το αναπτυξιακό στάδιο και τις υπόλοιπες νευροαναπτυξιακές διαταραχές.
Επιδημιολογικά εκτιμάται ότι η διαταραχή εμφανίζεται στο 1% – 5% του πληθυσμού, χωρίς να σημειώνονται σημαντικές διαφυλικές διαφορές. Ωστόσο, φαίνεται ότι η Διπολική Διαταραχή Ι είναι πιο συχνή στους άντρες από τις γυναίκες, ενώ συμβαίνει το αντίστροφο στη Διπολική Διαταραχή ΙΙ.
Αιτιολογία
H σαφής αιτιολογία της διπολικής διαταραχής δεν είναι γνωστή. Ωστόσο, θεωρείται ότι έχει κατά κύριο λόγο βιολογική βάση και για αυτό οι περισσότερες ερευνητικές προσπάθειες έχουν εστιάσει την προσοχή τους στην ανίχνευση των αλλαγών που συντελούνται στον εγκέφαλο. Μελέτες MRI δείχνουν δομικές αλλαγές στον εγκέφαλο διπολικών ασθενών, κυρίως στην περιοχή του προμετωπιαίου φλοιού.
Πιο συγκεκριμένα, παρατηρείται έλλειψη φαιάς ουσίας στον πλάγιο ραχιαίο προμετωπιαίο φλοιό, τον κοιλιακό προμετωπιαίο και τον κογχο-μετωπιαίο φλοιό. Εμφανίζεται επίσης διεύρυνση των κοιλιών και των αυλάκων. Ανωμαλίες παρατηρούνται και στις δομές που είναι υπεύθυνες για την ρύθμιση του συναισθήματος, όπως ιππόκαμπος, αμυγδαλή, τα βασικά γάγγλια και η παρεγκεφαλίδα.
Τέλος, πρόσφατα ευρήματα υποστηρίζουν ότι υπάρχει υπερβολική έκκριση λευκής ουσίας, κυρίως υποφλοιικά, σε ασθενείς με διαταραχές διάθεσης και σε παιδιά με διπολική διαταραχή, η οποία φαίνεται να προκαλεί δυσκολίες στην θεραπευτική αντιμετώπιση της διαταραχής.
Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες διαταραχές διάθεσης, έτσι και στην διπολική διαταραχή, βασικό ρόλο διαδραματίζει η κληρονομικότητα. Για αυτό το λόγο οι ερευνες έχουν στραφεί στην αναζήτηση γονιδίων που μπορεί να προβλέψουν την εκδήλωση της διαταραχής. Αν και τα ευρήματα είναι αντιφατικά, μελέτες που χρησιμοποιούν την μέθοδο ανάλυσης συσχέτισης έχουν εντοπίση ανωμαλίες στο χρωμόσωμα 17 και στο Α γονίδιο μονοαμινοξειδάσης στο χρωμόσωμα Χ. Ωστόσο, οι υποθέσεις αυτές χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης.
Παρά τη βιολογική βάση της νόσου δεν θα πρέπει να παραληφθεί και ο ρόλος του περιβάλλοντος στην εκδήλωση, την πορεία και την έκβασή της διαταραχής. Ψυχοπιεστικές συνθήκες, όπως απώλεια, τραυματικές εμπειρίες κλπ, έντονο άγχος ή/και χρήση ουσιών μπορεί να αποτελέσουν εκλυτικούς παράγοντες, ιδίως σε άτομα με βιολογική προδιάθεση.
Διαβάστε σχετικά: Πώς τα γονίδια επηρεάζουν τη διπολική διαταραχή
Θεραπευτική Αντιμετώπιση
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της διπολικής διαταραχής συνίσταται στο συνδυασμό φαρμακευτικής αγωγής, ψυχοεκπαίδευσης και ψυχοθεραπείας, με σκοπό την βελτίωση της λειτουργικότητας και της ποιότητας ζωής του πάσχοντα.
Οι βασικότερες κατηγορίες φαρμάκων που χρησιμοποιούνται είναι οι σταθεροποιητές, όπως το λίθιο, η καρμαβαζεπίνη και τα αντιψυχωτικά φάρμακα, όπως αριπιπραζόλη και ολανζαπίνη.
Τα φάρμακα στοχεύουν στην μείωση της έντασης των μανιακών και καταθλιπτικών επεισοδίων, αλλά και των εναλλαγών τους. Σε περιπτώσεις που κάποια από τα παραπάνω δεν είναι αποτελεσματικά μπορεί να χορηγηθούν και αντιεπιληπτικά φάρμακα για την αντιμετώπιση ενός οξέους μανιακού επεισοδίου. Συνήθως, δίνεται ένας συνδυασμός φαρμάκων, ο οποίος είναι προτιμότερο να συμφωνηθεί με τον ασθενή για να εξασφαλισθεί η συμμόρφωσή του στην θεραπεία.
Στο σχήμα της θεραπευτικής αντιμετώπισης συμπεριλαμβάνεται και η ψυχοθεραπεία. Η προσέγγιση που θα εφαρμοστεί εξαρτάται από την πορεία της διαταραχής, την φάση που βρίσκεται ο πάσχων (μανιακό-υπομανιακό-καταθλιπτικό επεισόδιο), το ατομικό ιστορικό, την φαμακευτική αγωγή που λαμβάνει και τις γνωστικές του ικανότητες.
Βιβλιογραφία
- American Psychiatric Association. Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders 5. Washington DC, American Psychiatric Association 2013.
- Kaplan, B.J., Sadock, V.A., (2004). Comprehensive Textbook of Psychiatry, I&II (8th edition). Baltimore: Lippincott, Williams and Wilkins.
- Martinowich, K., Schloesser, R.J., Manji, H.K. (2009). Bipolar disorder: from genes to behavior pathways. The Journal of Clinical Investigation, 119, 726-736.
- Mundo, E., Walker, M., Cate, T., Macciardi, F., Kennedy, J.L. (2001). The role of serotonin transporter protein gene in antidepressant-induced mania in bipolar disorder: Preliminary findings. Archives of General Psychiatry, 58, 539-544.
Συγγραφέας: Άννα Αποστολίδου, Κλινική Ψυχολόγος
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*