Η καθολικότητα και η προέλευση της νευρικής ανορεξίας έχουν αποτελέσει το αντικείμενο συζήτησης πολλών ετών.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι αυτή η διατροφική διαταραχή είναι πολιτιστικό σύνδρομο που εντοπίζεται στο Δυτικό βιομηχανοποιημένο κόσμο, ενώ άλλοι υποστηρίζουν πως υπάρχουν αποδείξεις ότι η νόσος δεν περιορίζεται στη σύγχρονη εποχή ή σε ένα γεωγραφικό μέρος του κόσμου.
Ενώ έχουν εντοπιστεί «συμπτωματικές συνέχειες» που εκτείνονται πίσω στο χρόνο ακόμα και πριν από τα μέσα του 1800, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι τα βασικά στοιχεία για την κατηγοριοποίηση της νευρικής ανορεξίας ήταν απόντα πριν από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Το αν ή όχι η νευρική ανορεξία και η νευρική βουλιμία υπήρχαν πριν από το 19ο αιώνα, εξαρτάται από έναν κρίσιμο παράγοντα, υποστηρίζει ο Τίλμαν Χάμπερμας: «Το κλινικό χαρακτηριστικό που καθιστά τις δύο διαταραχές ευδιάκριτα σύγχρονες και ‘δυτικές’ είναι η υπερτιμημένη ιδέα του να θεωρούμε τον εαυτό μας υπέρβαρο, όταν το βάρος μας είναι κανονικό, το οποίο λειτουργεί ως το κύριο συνειδητό κίνητρο για τον περιορισμό της πρόσληψης τροφής».
Η κατάσταση ασιτίας δεν είναι σε καμία περίπτωση καινούρια, ωστόσο στοιχεία διαστρεβλωμένης εικόνας του σώματος και λιποφοβίας ως κίνητρα δεν μπορούν να έχουν προκύψει παρά σχετικά πρόσφατα. Αυτό είναι σύμφωνο με το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών, για τα κριτήρια της νευρικής ανορεξίας, τα οποία περιλαμβάνουν «άρνηση να διατηρηθεί το σωματικό βάρος σε φυσιολογικό ή πάνω από το φυσιολογικό», και «έντονο φόβο αύξησης βάρους ή δημιουργίας λίπους ακόμα και όταν το άτομο είναι λιποβαρές». Επίσης το εγχειρίδιο περιγράφει τη διαταραχή στον τρόπο με τον οποίο το σωματικό βάρος ή το σχήμα του σώματος γίνεται αντιληπτό, αδικαιολόγητη επιρροή του σωματικού βάρους στην αυτοπεποίθηση, ή άρνηση της επίγνωσης της σοβαρότητας του υπάρχοντος χαμηλού σωματικού βάρους».
Δεν πρέπει, ως εκ τούτου, να συμπεριλαμβάνουμε περιπτώσεις ασιτίας παλαιότερων εποχών που προήλθαν από άλλα κίνητρα, όπως κατάθλιψη ή θλίψη, πεπτικά προβλήματα, ψυχαναγκαστική απέχθεια για την τροφή ή το φαγητό που δεν έχουν κίνητρο για απώλεια βάρους ή φόβο δηλητηρίασης.
Περιπτώσεις πριν από τον 19ο αιώνα
Οι ερευνήτριες Κλαμπ και Κιλ μας πηγαίνουν αρκετά πίσω, στην περίπτωση μιας δουλοπάροικου του 9ου αιώνα στη Βαυαρία, της Φριντεράντα, της οποίας η αδυναμία να σιτιστεί, περιγράφεται από έναν μοναχό ως θαύμα. Οι νηστεύοντες μεσαιωνικοί άγιοι επίσης είναι μέρος της έρευνας, σε σχέση με την ύπαρξη της νευρικής ανορεξίας από τα βάθη των αιώνων.
Ενώ τα στοιχεία της ασιτίας υπάρχουν, η λιποφοβία είναι απούσα σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Ο Χάμπερμας διαχώρισε τις περιπτώσεις της νηστείας των μοναχών και της νευρικής ανορεξίας όπως την ξέρουμε στη σύγχρονη εποχή: «Το μειωμένο βάρος δεν ήταν αναγκαίο στοιχείο ή τυπική προϋπόθεση για να πεινάς».
Επίσης, επισημαίνει ότι οι ανορεξικοί έχουν την τάση να αποκρύπτουν την αποφυγή της πρόσληψης τροφής, ενώ οι θρησκευτικοί ασκητές έτειναν να παρουσιάζουν την αποχή τους ως θαυματουργή. «Τα ‘θαυματουργά’ κορίτσια της νηστείας από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα», λέει ο Χάμπερμας, «παρέμεναν στις οικογένειές τους, ήταν άρρωστα ή άτομα με ειδικές ανάγκες και ισχυρίζονταν ότι δεν έτρωγαν τίποτα, αν και οι περισσότερες από αυτές δεν ήταν αδύνατες. Αντιθέτως, κορίτσια με νευρική ανορεξία, προσπαθούν να δείξουν ότι τρώνε κανονικά, προσφέροντας μια ποικιλία ιατρικών, σωματικών ή αισθητικών λόγων για να μην τρώνε».
Επομένως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο νευρωτικός ασκητισμός που συνοδεύεται από απώλεια βάρους είχε ομοιότητες με τη νευρική ανορεξία, αλλά ήταν κυρίως νευρωτικός ασκητισμός χωρίς απώλεια βάρους.
Όταν η νευρική ανορεξία συμπτίπτει με θρησκευτικό ασκητισμό
Τελευταίες μελέτες έχουν εξετάσει τη σχέση ανορεξίας και θρησκευτικών πεποιθήσεων, διαπιστώνοντας ότι η θρησκευτικότητα σχετιζόταν με επίτευξη χαμηλότερου δείκτη μάζας σώματος, και ότι η θρησκευτικότητα έτεινε να αυξηθεί όσο η νευρική ανορεξία εξελισσόταν. Μια άλλη μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ανορεξικοί τροποποίησαν τις θρησκευτικές πρακτικές τους μετά την εμφάνιση της νευρικής ανορεξίας, με μειωμένη συμμετοχή σε γιορτές ή κοινωνικές συγκεντρώσεις και αύξηση της θρησκευτικής νηστείας.
Το στοιχείο της αυτο-απέχθειας δεν έχει καταγραφεί σε παλαιότερες θρησκευτικές περιπτώσεις, ωστόσο μια Γαλλίδα καθολική, η Ρενάτα εντοπίζεται από τον Σνάιντερ το 1912, να επιδεικνύει μια απέχθεια για το σχήμα του σώματός της, με μια θρησκευτική επιρροή. Ένιωθε ότι το βάρος της συνέβαλε στην αισθησιασμό και δεν ήθελε να είναι «ένα αντικείμενο του πόθου» εκφράζοντας το αίσθημα της ντροπής όποτε την κοιτούσαν.
Η κρίσιμη ηλικία των 16, η εμμονή με την ποδηλασία 40 χιλιομέτρων σε σταθερή βάση, η πρόκληση εμετού και η λιμοκτονία οδήγησαν στην ανορεξία και τη βουλιμία, πλαισιωμένες με θρησκευτικούς όρους. Συνεπώς, ο Χάμπερμας υποστηρίζει ότι το έντονο αίσθημα θρησκευτικότητας σε συνάρτηση με τη νευρική ανορεξία δεν αποκλείεται, αν και πολλοί από τους θρησκευτικούς ασκητές δεν πληρούσαν τα κριτήρια του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου Ψυχικών Διαταραχών για τη νευρική ανορεξία.
Αλλαγή στα γεγονότα ή αλλαγή στην καταγραφή τους;
Το τέλος του 19ου αιώνα, έφερε την παραγωγή τεράστιας ιατρικής βιβλιογραφίας σχετικά με περιπτώσεις νευρικής ανορεξίας, οδηγώντας φυσικά στο ερώτημα αν η συχνότητα της νευρικής ανορεξίας αυξήθηκε εκείνο το διάστημα, ή εάν η κλινική τεκμηρίωση που συνόδευε την εμφάνιση της ψυχιατρικής στη Γαλλία οδήγησε σε αύξηση των ανακοινώσεων των περιπτώσεων, σε συνδυασμό με την υπάρχουσα σταθερή συχνότητα.
Ο Χάμπερμας σημειώνει επίσης μια αύξηση ενδιαφέροντος για τη διατροφή, η οποία, σε συνδυασμό με το ενδιαφέρον για την ψυχολογία των ασθενών τους, ευαισθητοποίησε τους Γερμανούς γιατρούς της ειδικότητας της παθολογίας σε θέματα κινήτρων της ασιτίας.
Γερμανοί γιατροί, ανέφερε επίσης, απέδωσαν περιπτώσεις νευρικής ανορεξίας στη νόσο Σίμοντς μεταξύ του 1914 και του 1945. Υποθέσεις νευρικής ανορεξίας υποκινούμενες από φόβο αύξησης βάρους καταγράφηκαν στη Ρωσία στα τέλη του 1800, καθώς και στην Ιταλία. Ωστόσο, μια αλλαγή σε πρωτογενείς πηγές αυτό το διάστημα εμφανίστηκε επίσης, με περιπτώσεις να έχουν καταγραφεί από τους γιατρούς στο πλαίσιο της ιατρικής και όχι από θρησκευτικές πηγές.
Η ιατρική βιβλιογραφία από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, περιγράφει κορίτσια από τη Γαλλία να πίνουν ξύδι και να περιορίζουν την πρόσληψη τροφής για αισθητικούς λόγους, και την αποσκελετωμένη Βασίλισσα Ελισάβετ της Αυστρίας, να έχει εμμονή με την άσκηση και τη μειωμένη διατροφή, υποκινούμενη από το φόβο της αύξησης λίπους. Ο Χάμπερμας εξιστορεί ότι «κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η ιατρική άρχισε να ονομάζει ως παθολογία ακόμα και τους μετρίου βαθμού υπέρβαρους, οι οποίοι ολοένα και περισσότερο κρίνονται με βάση τους στατιστικούς πίνακες, όπως αυτούς των Κετελέ (1835) και Γουόρθινγκτον (1875)». Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι ανησυχία για υπερβολικό βάρος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στους άνδρες, σε αντίθεση με το σημερινό τυπικό δείγμα ανορεξίας που είναι το έφηβο κορίτσι. Στις αρχές του 1900, ορισμένοι γιατροί συνδέουν το κορσάζ με τη νευρική ανορεξία.
Καθολικότητα εναντίον παγκοσμιοποίησης στις διατροφικές διαταραχές
Το αν η νευρική ανορεξία είναι δυτικό φαινόμενο ή εμφανίζεται σε όλο τον κόσμο είναι αντικείμενο συζήτησης. Η Άιζακ δημοσιεύει έρευνα στην οποία οι Κιλ και Κλαμπ καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η νευρική ανορεξία δεν ήταν σύνδρομο με πολιτιστικά σύνορα, όμως η βουλιμία ήταν, γεγονός που υποδηλώνεται από την έκθεση μη-δυτικών στη δυτική κουλτούρα.
Στην έρευνά τους οι Σμινκ, Βαν Χέκεν και άλλοι έκαναν μια ανάλυση 125 μελετών εστιάζοντας στην «πολιτιστική μετάβαση και την παγκοσμιοποίηση» ως μηχανισμούς με τους οποίους οι διατροφικές διαταραχές που ιστορικά χαρακτηρίζονται ως πολιτισμικής προέλευσης άρχισαν να εμφανίζονται σε μη δυτικές χώρες και σε μειονότητες πληθυσμών. Σημειώνουν μια μελέτη σχετικά με το νησί της Καραϊβικής Κουρασάο στις οποίες ενώ δεν βρέθηκαν περιπτώσεις ανάμεσα στον έγχρωμο πληθυσμό, τα ποσοστά εμφάνισης στους λευκούς και μιγάδες κατοίκους, ήταν ανάλογα με εκείνα που βρέθηκαν στις Η.Π.Α. και την Ολλανδία. Άλλες διατροφικές διαταραχές, όπως η υπερφαγία, έχουν συσχετιστεί με τη μετανάστευση από το Μεξικό προς τις Η.Π.Α.
Όπως δήλωσε ο Χάμπερμας, «το αν η νευρική ανορεξία και η βουλιμία είναι καθολικές ή περιορίζονται σε συγκεκριμένες ιστορικές και πολιτισμικές φάσεις έχει αποδειχθεί ότι εξαρτάται από δύο βασικούς παράγοντες, «από τη μεθοδολογία της ιστορικής έρευνας και από τα διαγνωστικά κριτήρια που επιλέγονται». Στο πλαίσιο αυτό, κάποια στοιχεία δείχνουν ότι, αν και οι μη φυσιολογικές διατροφικές συνήθειες και η νηστεία εμφανίζονται σε όλες τις ηλικίες, τα κίνητρα και η παραμορφωμένη εικόνα του σώματος που συνοδεύουν αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως νευρική ανορεξία δεν μπορεί να υπήρχαν πριν από τα μέσα ή τα τέλη του 1800. Εναλλακτικά, η νευρική ανορεξία ενδεχομένως να υπήρχε, αλλά το πολιτιστικό πλαίσιο και η φύση των πηγών, τα οποία διευρύνθηκαν το 1800, μπορεί να έχουν συγκαλύψει την παρουσία της.
Πηγή: brainblogger.com
Βιβλιογραφία:
Habermas, T. (1992). Further Evidence on Early Case Descriptions of Anorexia Nervosa and Bulimia Nervosa. International Journal of Eating Disorders, 11(4) 351-359.
Habermas T (2005). On the uses of history in psychiatry: diagnostic implications for anorexia nervosa.The International journal of eating disorders, 38 (2), 167-82 PMID: 16134113
Isaac D (2013). Culture-bound syndromes in mental health: a discussion paper. Journal of psychiatric and mental health nursing, 20 (4), 355-61 PMID: 23495975
Smink FR, van Hoeken D, & Hoek HW (2012). Epidemiology of eating disorders: incidence, prevalence and mortality rates. Current psychiatry reports, 14 (4), 406-14 PMID: 22644309
Επιμέλεια – Απόδοση: Psychologynow.gr