Η παρορμητικότητα παρατηρείται σαν συμπεριφορά στην καθημερινότητα και ψυχικά υγιών ατόμων. Αρκετοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι συχνά οι παρορμητικές συμπεριφορές εκφράζουν επιθυμίες και αποτελούν προσαρμοστικούς μηχανισμούς όχι μόνο για την απολαβή απολαύσεων αλλά και για την ίδια την επιβίωση.
Ο βαθμός της παρορμητικότητας που θεωρείται παθολογικός είναι δύσκολο να εκτιμηθεί και συχνά υπάρχει διαφωνία ανάμεσα στους ειδικούς στο τι διαφοροποιεί την κοινωνικά αποδεκτή παρορμητικότητα από τη μη αποδεκτή. Ο διαχωρισμός αυτός ποικίλλει ανάλογα με το πολιτισμικό περιβάλλον και τη χώρα καταγωγής του υποκειμένου, αλλά και ανάλογα με την ηλικία και με το φύλο. Η παρορμητικότητα θεωρείται παθολογική όταν γίνεται δυσλειτουργική για το ίδιο το άτομο και τους γύρω του, καθώς αυτό δε διαθέτει μηχανισμούς για την καταστολή της.
Η παρορμητικότητα χωρίζεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες
Η πρώτη κατηγορία αναφέρεται στην παρορμητική πράξη (αδυναμία να σταματήσει μία κίνηση όταν ξεκινάει) και η δεύτερη στην παρορμητική επιλογή (σε διλημματικές καταστάσεις, επιλέγεται πιο άμεση χρονικά επιλογή, ακόμα και αν η αξία της άλλης είναι μεγαλύτερη). Η παρορμητική επιλογή οδηγεί στην έννοια του hyperbolic discounting. O όρος hyperbolic ή delay discounting (dd) αναφέρεται στην παρατήρησή του ότι οι επιπτώσεις ή το αποτέλεσμα μιας επιλογής ορισμένες φορές μειώνεται σε αξία όταν αυτή καθυστερεί χρονικά.
Κάθε μία από αυτές τις έννοιες αντιστοιχεί σε διαφορετική νευροανατομική περιοχή στον εγκέφαλο.
Η παρορμητικότητα είναι επίσης ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα στη ΔΕΠΥ και αναφέρεται και στην κινητική παρορμητικότητα αλλά και στην παρορμητική επιλογή. Ο κίνδυνος των ασθενών με ΔΕΠΥ να εμφανίσουν κάποιας μορφής εξάρτηση πολλαπλασιάζεται 2 έως 4 φορές σε σχέση με αυτόν του γενικού πληθυσμού. Στη βιβλιογραφία αναδεικνύεται ειδικότερα, η συχνή συννοσηρότητα της ΔΕΠΥ με την παθολογική ενασχόληση με τα τυχερά παιχνίδια (ΠΕΤΠ) τόσο σε ενήλικες όσο και σε εφήβους ασθενείς.
Παράλληλα, έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά με διάγνωση ΔΕΠΥ αρχίζουν το κάπνισμα στην εφηβεία σε μικρότερη ηλικία και τη χρήση αλκοόλ, η οποία μπορεί να γίνει κατάχρηση.
Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις για τη συχνή συνύπαρξη εξαρτήσεων με ΔΕΠΥ, είναι αρκετά συχνό το φαινόμενο τού να μη διαγιγνώσκεται από τους κλινικούς η συννοσηρότητα αυτή. Συχνά δηλαδή το βασικό σύμπτωμα που είναι κοινό και στις δύο διαταραχές που είναι η παρορμητικότητα, αποδίδεται μόνο στη μία από τις δύο δια- ταραχές. Δεν υπάρχει ομοφωνία απόψεων ως προς το εάν η παρορμητικότητα η οποία παρατηρείται στους εξαρτημένους προηγείται ή έπεται της έναρξης της χρήσης. Η παρορμητική επιλογή με την έννοια του delay discounting μπορεί να αποτελεί έναν ενδιάμεσο φαινότυπο, ο οποίος συμβάλλει στην ευαλωτότητα ως προς συγκεκριμένες διαταραχές στις οποίες η παρορμητικότητα παίζει κεντρικό και καθοριστικό ρόλο.
Άλλη ομάδα ερευνητών υποστηρίζει ότι η ΔΕΠΥ αποτελεί μία από τις εκφράσεις μιας γενικότερης διαταραχής την οποία ονομάζουν σύνδρομο ελλειμματικής ανταμοιβής (reward deficiency syndrome), στην οποία παρατηρούνται χαρακτηριστικά χαμηλά επίπεδα ντοπαμίνης και για τον λόγο αυτόν οι ασθενείς αναζητούν ουσίες οι οποίες θα προκαλέσουν την απελευθέρωσή της. Ο ρόλος της ντοπαμίνης φαίνεται να είναι κεντρικός τόσο στη ΔΕΠΥ όσο και στη χρήση ουσιών.
Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η ΔΕΠΥ στην εφηβεία δεν αυξάνει την πιθανότητα για ανάπτυξη εξαρτήσεων όταν δεν συνοδεύεται από τη συννοσηρότητα με διαταραχή διαγωγής.
Σχετικά με τη σύνδεση της ΔΕΠΥ με την Παθολογική Ενασχόληση με τα Τυχερά Παιχνίδια (ΠΕΤΠ), έχει μελετηθεί περισσότερο το στοιχείο της παρορμητικότητας. Η θετική συσχέτιση μεταξύ παρορμητικότητας και εξάρτησης από τα τυχερά παιχνίδια προκύπτει, είτε έχουν χρησιμοποιηθεί κλίμακες συμπεριφοράς είτε ερωτηματολόγια για την προσωπικότητα.
Όσο πιο υψηλή μετράται να είναι η παρορμητικότητα του ασθενούς τόσο βαρύτερα είναι τα συμπτώματα της εξάρτησης. Η παρορμητικότητα σε ασθενείς με ΔΕΠΥ συνήθως αφορά στην έλλειψη επαρκών αναστολών αλλά και στην ικανότητα παράτασης της επιβράβευσης και της απόλαυσης. Όσον αφορά στον παθολογικό τζόγο, έρευνες αναφέρουν παρόμοια ελλείμματα. Υπάρχουν μελέτες που υποστηρίζουν πως η παρορμητικότητα αποτελεί στοιχείο της προσωπικότητας του παίκτη και όχι μια παροδική συμπεριφορά του. Οι παίκτες με υψηλή παρορμητικότητα παρουσιάζουν μεγαλύτερη αύξηση του καρδιακού ρυθμού και των επιπέδων κορτιζόλης κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού σε σχέση με τους παίκτες με χαμηλή παρορμητικότητα.
Λόγω της ποικιλίας των απόψεων που υπάρχουν γύρω από το φαινόμενο της παρορμητικότητας, είναι σημαντικό το ότι στους ασθενείς που προσέρχονται για θεραπεία ΔΕΠΥ ή για απεξάρτηση να εκτιμάται ο βαθμός της παρορμητικότητάς τους αλλά και να διερευνάται πάντα η πιθανή συννοσηρότητα με άλλα προβλήματα ψυχικής υγείας στα οποία η παρορμητικότητα παίζει κεντρικό ρόλο.
Πηγή: ΕΨΕ- ηλεκτρονικό περιοδικό Τόμος 27 Τεύχος 2 – Η παρορμητικότητα ως κοινός διαμεσολαβητικός παράγοντας ανάμεσα στις εξαρτητικές διαταραχές και τη Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας E. Λαζαράτου, Α. Παλαιολόγου, Δ. Αναγνωστόπουλος (σελίδα 156) – Διαβάστε όλη την έρευνα.