Η σύνδεση του ψυχικού και του σωματικού, είναι μια ηχηρή υπενθύμιση όχι μόνο ως προς την ευθύνη αλλά κυρίως ως προς την ευκαιρία, τη δυνατότητα να αντιδράσουμε διαφορετικά ώστε να συμβάλλουμε στην εξέλιξη των πραγμάτων προς μια κατεύθυνση που έχει νόημα.
Η συζήτηση γύρω από τη σωματική ασθένεια και τη σύνδεσή της με τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας έχει υποψιάσει τους μελετητές διαφόρων ειδικοτήτων εδώ και δεκαετίες. Αρχαία γνωμικά («Νους υγιής εν σώματι υγιεί»), ρητά της λαϊκής θυμοσοφίας («Ό,τι παθαίνει το κορμί, το φταίει το κεφάλι”), αναφορές συγγραφέων και φιλοσόφων («H υγεία και η καλή διάθεση δημιουργούν η μία την άλλη»*), μέχρι πρόσφατες μελέτες της ιατρικής, όλα συνηγορούν στο ότι ο τρόπος που βιώνουμε τις καταστάσεις, τα συναισθήματα που μας δημιουργούν αλλά και η διαχείρισή τους επηρεάζουν άμεσα το ενδεχόμενο εμφάνισης μιας σωματικής ασθένειας.
Διερευνώντας την επίδραση του στρες και της κατάθλιψης στην έναρξη, την πρόγνωση και την εξέλιξη μιας οργανικής πάθησης, διαπιστώνει κανείς το σημαντικό ρόλο που οι παράγοντες αυτοί διαδραματίζουν όχι μόνο ως προς τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων (Elliott & Eisdorfer, 1982) αλλά επιπλέον και ως επιβαρυντικός παράγοντας στην εμφάνιση συγκεκριμένων ασθενειών όπως ο καρκίνος (Hahn & Petitti, 1989).
Πιο συγκεκριμένα, η τάση του ατόμου να αρνείται τα δύσκολα συναισθήματα ή να καταπιέζει την έκφρασή τους, να αποφεύγει τη συνειδητοποίηση επώδυνων συμβάντων ή διαπιστώσεων που σχετίζονται με αυτά, να θέτει ως προτεραιότητα τις ανάγκες τρίτων σε βάρος του εαυτού και να επικεντρώνεται στον αυτοέλεγχο υιοθετώντας μια στάση αυστηρότητας και αυτό-περιορισμών, ενισχύουν την πιθανότητα εμφάνισης και επιδεινώνουν την πρόγνωση ποικίλων σωματικών ασθενειών. Και παρόλο που οι βιολογικοί προδιαθετικοί παράγοντες παίζουν συχνά καθοριστικό ρόλο προσδιορίζοντας ένα εύρος πιθανοτήτων σχετικά με την εμφάνιση ή μη μιας οργανικής πάθησης, η ικανότητα να προλάβουμε, να καθυστερήσουμε ή να ελαχιστοποιήσουμε τις πιθανότητες για ένα τέτοιο ενδεχόμενο εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη συναισθηματική μας ισορροπία.
Πώς προκύπτει ωστόσο η σύνδεση αυτή;
Η κατάθλιψη έχει γίνει συχνά αντιληπτή ως ανεστραμμένος θυμός, σαν μια επίθεση στο σώμα με τη μορφή σωματικών ενοχλήσεων, γενικευμένης αναστάτωσης, ευερεθιστότητας, διαταραχής της όρεξης για τροφή ή για ζωή. Στο έργο «Πένθος και Μελαγχολία» ο Freud (1917) αποπειράται να προσεγγίσει το νόημά της, εστιάζοντας στη διάκρισή της από τη θλίψη.
Έτσι λοιπόν, ενώ η τελευταία θεωρείται μια αναμενόμενη αντίδραση στην απώλεια με όλα τα συναισθήματα που συνεπάγεται, η κατάθλιψη αποτελεί μια παρατεταμένη διαδικασία θρήνου, αποτέλεσμα ελλιπούς επεξεργασίας της απώλειας και των συναισθημάτων που προκαλεί. ‘Ο,τι έχει μείνει σε εκκρεμότητα ή έχει συντελεστεί ατελώς οδηγεί στην εσωτερίκευση ενός θυμού, συνέπεια της δυσκολίας του ατόμου να από-επενδύσει την θετική ενέργεια από ένα αγαπημένο πρόσωπο ή συνθήκη που έχει πλέον οριστικά χαθεί.
Η αδράνεια κυριαρχεί, τίποτα δεν έχει νόημα, τίποτα δεν προχωράει, όλα είναι άψυχα και στατικά, καθώς κανείς συνδιαλέγεται με σκιές και απόηχους πραγμάτων που υπήρξανε παλιά και τώρα έχουν αδειάσει από σχήμα και περιεχόμενο. Εγκλωβισμένος σε έναν διαρκή, σιωπηλό θρήνο, είναι σα να μη συνειδητοποιεί ακριβώς τι είναι αυτό που θρηνεί. Ο άλλος έχει χαθεί – όπου η λέξη «άλλος» μπορεί να αφορά ένα πρόσωπο, μια προσδοκία, μια οποιαδήποτε απομάκρυνση από μια κατάσταση επιθυμητή – αλλά η απώλειά του δεν έχει γίνει αποδεκτή καθώς το άτομο αρνείται να συμβιβαστεί με αυτήν. Το αγαπημένο απολεσθέν αντικείμενο (πρόσωπο/συνθήκη) που το άτομο επιλέγει να μην αποχωριστεί, υιοθετείται συμβολικά ως κομμάτι του εαυτού.
Επομένως οι αυτοκατηγορίες, η υποτίμηση και τα αισθήματα αναξιότητας που βιώνει αποτελούν στην ουσία μια αντιστροφή της επιθετικότητας – αφορούν κάποιον τρίτο, αυτόν που έχει χαθεί, αλλά επιλέγει να τα στρέψει προς τον εαυτό. Όλα στο όνομα του να μην βιωθεί ο αποχωρισμός λέει ο Freud ή απλά στο όνομα του να μην εκφραστεί ο θυμός, στο βαθμό που αυτό είναι απαγορευτικό για το ηθικό του σύστημα, την εικόνα του εαυτού του ή στο βαθμό που αποτελεί προϋπόθεση για την αποδοχή του από τους άλλους καθώς έχει πεισθεί ότι η διατήρηση μιας σχέσης απαιτεί να καταπνίγει τις αντιρρήσεις και να αποφεύγει τη ρήξη.
Διαβάστε σχετικά: Τα σώματα των ατόμων με ψυχικές ασθένειες είναι βιολογικά μεγαλύτερα από την πραγματική τους ηλικία
Τι μας λένε λοιπόν οι έρευνες που συνδέουν τον ψυχικό με τον σωματικό πόνο;
Μήπως ότι το άτομο που νοσεί φέρει την ευθύνη για την ασθένειά του; Είναι γεγονός ότι η αναζήτηση απαντήσεων σχετικά με την προσωπική ευθύνη συνιστά σύνηθες βάρος για τους ανθρώπους που διαγιγνώσκονται με μια σοβαρή, ενδεχομένως ανίατη ασθένεια. Τρομαγμένοι και ανυπεράσπιστοι απέναντι σε μια κακή εξέλιξη που προκύπτει αιφνιδιαστικά βρίσκονται συχνά αντιμέτωποι με ανάμεικτα συναισθήματα θυμού, αγωνίας και απόγνωσης.
Σε μια προσπάθεια εξήγησης αυτού που έχει συμβεί οδηγούνται σε προσωπικούς απολογισμούς που αναπόφευκτα δημιουργούν ένα αίσθημα ενοχής. Ωστόσο αυτό που τα πορίσματα των ερευνών αυτών κυρίως επισημαίνουν είναι ότι σώμα και ψυχή αποτελούν κρίκους της ίδιας αλυσίδας, και λειτουργούν υπό την ίδια ομπρέλα, σαν κομμάτι ενός συνεχούς. Συνεπώς η δυσκολία να εκφράσει κανείς τα συναισθήματα που βιώνει παγιώνει έναν ψυχικό πόνο που εν τέλει συμπαρασύρει και το σώμα.
Αν ο μηχανισμός της κατάθλιψης αποτελεί μια μορφή αυτό-επίθεσης, κατ’ αναλογία ο μηχανισμός πολλών αυτό-άνοσων ασθενειών συνιστά μια ακραία ανοσολογική αντίδραση ενάντια στα κύτταρα του ίδιου του οργανισμού, που αντιμετωπίζονται ως εχθρικά και δέχονται επίθεση από μέρη του ίδιου του σώματος. Μια υπεραντίδραση που στρέφεται προς τα μέσα – όπως ακριβώς ο θυμός που κανείς δυσκολεύεται να εκτονώσει προς τα έξω, καταλήγοντας αναπόφευκτα να τον στρέφει ενάντια στον εαυτό του με συνέπειες για την ψυχική και τη σωματική του ισορροπία.
Όσο λοιπόν κι αν μοιάζει αναγκαίο ή επιθυμητό να αγνοήσει κανείς τον ψυχικό πόνο, να τον αποσιωπήσει λόγω του φόβου στιγματισμού ή της αγωνίας σε σχέση με την δυνατότητα ίασης. Όσο κι αν προσπαθεί να ξεγελαστεί παραβλέποντας μια ψυχική ενόχληση που αν αρνηθεί την ύπαρξή της προς τους άλλους μπορεί πιο εύκολα να την υποτιμήσει και προς τον εαυτό του, τόσο εκείνη εγκαθιδρύει την παρουσία της, απλώνοντας την επίδρασή της πέραν του ψυχικού, στο πεδίο του σωματικού.
Όταν οι δεδομένες προκαταλήψεις σχετικά με το τί περιμένουν οι άλλοι από εμάς και οι άκαμπτες πεποιθήσεις ως προς τι χρειάζεται να κάνουμε για να γίνουμε αποδεκτοί έρχονται σε αντίθεση με τα συναισθήματά μας, το μυαλό και το σώμα προσπαθούν να διαχειριστούν την πίεση. Καθώς ο ανθρώπινος οργανισμός είναι ένα δυναμικό σύστημα, η αποσιώπηση ή η προσπάθεια συγκάλυψης μιας εσωτερικής σύγκρουσης, ισοδυναμεί συχνά με τη γιγάντωσή της.
Εγκλωβισμένοι σε έντονα συναισθήματα και αρνητισμό που προσπαθούμε να κρύψουμε, οδηγούμε σταθερά και οργανωμένα το σώμα μας σε μια αντίδραση που όσο αποφεύγεται προς τα έξω, τόσο διοχετεύεται προς τα μέσα, όπως στην περίπτωση της χύτρας όπου η βαλβίδα διαφυγής του ατμού που δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί οδηγεί αναπόφευκτα σε έκρηξη. Ο σωματικός πόνος έρχεται τότε να αποκαλύψει ότι κάτι δε λειτουργεί, αναγκάζοντας το άτομο να παραδεχτεί την ένταση που βιώνει. Ένας πόνος που αφορά μεν το σώμα αλλά εκτονώνει εκεί μια εσωτερική πίεση που δεν βρίσκει αλλού φωνή.
Πόσο αποτελεσματικό είναι τελικά το να αγνοήσουμε όσα μας δυσκολεύουν, όταν το να εθελοτυφλούμε αυξάνει την πιθανότητα να βρούμε μπροστά μας, πιο ανεξέλεγκτα και αδυσώπητα όσα έχουμε προσπαθήσει να αποφύγουμε; Η σύνδεση του ψυχικού και του σωματικού, είναι μια ηχηρή υπενθύμιση όχι μόνο ως προς την ευθύνη αλλά κυρίως ως προς την ευκαιρία, τη δυνατότητα να αντιδράσουμε διαφορετικά ώστε να συμβάλλουμε στην εξέλιξη των πραγμάτων προς μια κατεύθυνση που έχει νόημα.
Να ξαναζυγίσουμε τα πράγματα, ώστε να κάνουμε μια επιλογή πιο κοντά σ’ αυτό που είναι πραγματικά καλό για εμάς. Ή όπως εύστοχα συνοψίζει ο Βολταίρος**: «Αποφάσισα να είμαι ευτυχισμένος επειδή κάνει καλό στην υγεία».
*Joseph Addison, Άγγλος δοκιμιογράφος, 1672-1719.
**Βολταίρος, 1694-1778, Γάλλος φιλόσοφος & συγγραφέας
Βιβλιογραφία:
- Elliott, G.R., & Eisdorfer, C. (1982). Stress and Human Health. New York: Springer Publishing Co Inc.
- Freud, S. (1957). Mourning and melancholia. InThe Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud, Volume XIV (1914-1916): On the History of the Psycho-Analytic Movement, Papers on Metapsychology and Other Works(pp. 237-258).
- Hahn, R., & Petitti, D. (1989). Minnesota multiphasic personality inventory‐rated depression and the incidence of breast cancer. Cancer, 61(4), 845-848.
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*