Οι ερευνητές πιστεύουν ότι έχουν εντοπίσει ένα πρώιμο βιολογικό δείκτη που διακρίνει την κατάθλιψη από τη σχιζοφρένεια.
Η έρευνα που διεξήχθη από το Τμήμα Ψυχιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Yale, παρέχει μία ένδειξη ότι η κεντρική σηματοδότηση του υποδοχέα NMDA, ενισχύεται σε τουλάχιστον μερικούς ασθενείς με κατάθλιψη και μειώνεται σε ορισμένους ασθενείς με σχιζοφρένεια.
Οι ερευνητές «έλαβαν ένα ισχυρό μήνυμα» που έδειχνε ότι σε ασθενείς με σχιζοφρένεια, ο υποδοχέας NMDA «δεν λειτουργεί πολύ καλά» και ότι σε ασθενείς με κατάθλιψη «ήταν υπερκινητικός».
Ελπίζουμε ότι αυτό θα οδηγήσει σε ένα πολύ χρήσιμο βιολογικό δείκτη για να μας βοηθήσει να ξεχωρίσουμε τη σχιζοφρένεια και την κατάθλιψη στους νέους και ελπίζουμε στο εγγύς μέλλον ότι θα μπορέσουμε να επιλέξουμε τη σωστή φαρμακευτική αγωγή για ασθενείς με αυτές τις διαταραχές.
Διαβάστε σχετικά: Η γέννηση της σχιζοφρένειας στην οικογένεια: όταν τα αντιφατικά μηνύματα βλάπτουν
Δεν υπάρχει εξέταση αίματος για τη διάκριση σχιζοφρένειας – κατάθλιψης
Οι έρευνες δείχνουν ότι μόνο το 35% των ασθενών με πρώιμα συμπτώματα, θα διαγνωσθούν με σχιζοφρένεια τα επόμενα 2,5 χρόνια της ζωής τους. Ένα παρόμοιο ποσοστό ασθενών εμφανίζει διαταραχές της διάθεσης. Μερικοί ασθενείς μπορεί να αναπτύξουν στο έπακρο αυτά τα πρώιμα συμπτώματα, τα οποία μπορεί να είναι πολύ ασαφή και ήπια, είπαν οι ερευνητές.
Στις αρχές αυτών των διαταραχών, τα συμπτώματα μπορεί να είναι παρόμοια και προς το παρόν δεν υπάρχουν αιματολογικές εξετάσεις για να γίνει διάκριση μεταξύ της σχιζοφρένειας από την κατάθλιψη.
Οι ψυχιατρικές αξιολογήσεις και οι διαγνώσεις εξαρτώνται εξ ολοκλήρου από τη λεκτική επικοινωνία και την παρατήρηση της συμπεριφοράς, δήλωσε ο Δρ. Gunduz-Bruce, βασικός συγγραφέας της έρευνας.
Αν μπορέσουμε να αναπτύξουμε ένα βιολογικό δείκτη που θα μας παρέχει κάποια ένδειξη ως προς ποια κατεύθυνση θα οδηγηθεί ένας συγκεκριμένος νέος άνθρωπος με πρώιμα συμπτώματα, αυτό θα είναι πολύτιμο. Είναι κρίσιμο να παρέμβουμε νωρίς σε ασθενείς που παρουσιάζουν σημάδια σχιζοφρένειας ή κατάθλιψης, είπε.
Ο υποδοχέας NMDA (NMDAR) είναι ένας κύριος υποτύπος του υποδοχέα γλουταμικού που μεσολαβεί στη γρήγορη συναπτική μετάδοση στο κεντρικό νευρικό σύστημα.
Η μειωμένη σηματοδότηση του NMDAR έχει εμπλακεί στην παθογένεση της σχιζοφρένειας και θεωρείται ότι αποτελεί τη βάση της γνωστικής δυσλειτουργίας και του προφίλ των συμπτωμάτων που παρατηρούνται σε ασθενείς με αυτή τη διαταραχή.
Μερικοί ασθενείς με κατάθλιψη παρουσιάζουν αξιοσημείωτη βελτίωση μετά τη χορήγηση ενός ανταγωνιστή NMDA, αυξάνοντας την πιθανότητα αυξημένης σηματοδότησης υποδοχέα NMDA στην κατάθλιψη, σε αντίθεση με τη σχιζοφρένεια.
Επειδή τόσο η σχιζοφρένεια όσο και η κατάθλιψη είναι ετερογενείς διαταραχές, είναι πολύ πιθανό ότι η υποψία μη φυσιολογικής σηματοδότησης του NMDAR να αντιπροσωπεύει υποομάδες ασθενών. Για παράδειγμα, ο ανταγωνιστής του NMDAR, η κεταμίνη, επηρεάζει ορισμένους ασθενείς με σχιζοφρένεια περισσότερο από άλλους.
Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο Experimental Physiology. Διαβάστε εδώ όλη την έρευνα
Πηγή: medscape.com
Απόδοση – Επιμέλεια: PsychologyNow.gr