Μια νέα μελέτη από ερευνητές του Πανεπιστημίου Ράις, στις ΗΠΑ, διαπίστωσε ότι η σωματική φλεγμονή μετά τον θάνατο ενός συζύγου μπορεί να προβλέψει τη μελλοντική κατάθλιψη.
Η έρευνα με τίτλο «Φλεγμονή και μελλοντικά συμπτώματα κατάθλιψης μεταξύ πρόσφατα πενθούντων συζύγων» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Psychoneuroendocrinology τον Ιούνιο του 2021. Επικεφαλής της μελέτης είναι η κύρια συγγραφέας Λίντια Γου, μεταπτυχιακή φοιτήτρια Ψυχολογίας και o Κρίστοφερ Φαγκούντες, αναπληρωτής καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Ράις.
Η ερευνητική ομάδα αξιολόγησε 99 άτομα που έχασαν τους συζύγους τους σε διάστημα 2-3 μηνών από τη διεξαγωγή της μελέτης σε σχέση με διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της σωματικής και ψυχικής υγείας, για μια περίοδο τριών μηνών.
Προηγούμενη έρευνα έχει ήδη συνδέσει τη σωματική φλεγμονή με πλήθος προβλημάτων υγείας, όπως καρκίνο, προβλήματα μνήμης, καρδιακά προβλήματα και κατάθλιψη, δήλωσε η Γου. Στην παρούσα έρευνα, εξετάσαμε το πώς η συστηματική φλεγμονή επηρεάζει την ψυχική υγεία των συζύγων μετά την απώλεια του αγαπημένου προσώπου. Συγκεκριμένα, μπορεί η φλεγμονή να μας βοηθήσει να εντοπίσουμε ποιος θα βιώσει κλινικά επίπεδα κατάθλιψης σε μια μελλοντική χρονική στιγμή;
Διαβάστε σχετικά: Η Διαδρομή για την Υγιή Διεργασία του Πένθους
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι χήροι σύζυγοι που είχαν υψηλότερα επίπεδα σωματικής φλεγμονής αμέσως μετά την απώλεια των συντρόφων τους παρουσίαζαν πιο σοβαρά συμπτώματα κατάθλιψης τρεις μήνες αργότερα από εκείνους με χαμηλότερη φλεγμονή, ειδικά εάν δεν είχαν αρχικά σημαντική κατάθλιψη.
Ο Φαγκούντες υπογράμμισε ότι η κατάθλιψη μετά τον θάνατο ενός συζύγου είναι φυσιολογική, και η έρευνα δείχνει ότι η άμεση παροχή ψυχοθεραπείας μπορεί στην πραγματικότητα να επηρεάσει τη φυσική ικανότητα των ανθρώπων να το αντιμετωπίσουν.
Γνωρίζουμε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι εξαιρετικά ανθεκτικοί. Ωστόσο, όταν η κατάθλιψη είναι επίμονη ή εμφανίζεται έξι ή περισσότερους μήνες μετά τον θάνατο του συζύγου, μπορεί να είναι ένδειξη ότι απαιτείται κλινική παρέμβαση, δήλωσε ο ερευνητής.
Η μελέτη προσδιορίζει έναν πιθανό βιοδείκτη που θα μπορούσε να βοηθήσει τους ερευνητές να προβλέψουν ποιος διατρέχει τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της απώλειας.
Αυτές οι πληροφορίες καθιστούν δυνατή την έγκαιρη επέμβαση. Μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα άτομα που βρίσκονται σε κίνδυνο και να τα εντάξουμε σε πλαίσιο παρέμβασης από νωρίς για να βελτιώσουμε την ψυχική τους υγεία, δήλωσε η Γου.
Οι ερευνητές συμπλήρωσαν ότι απαιτείται περισσότερη έρευνα για να προσδιοριστεί με ακρίβεια ποιος μπορεί να διατρέχει μεγαλύτερο κίνδυνο.
Απόδοση: Αλκμήνη Καισαρίδου – Ψυχολόγος
Επιμέλεια: Ισμήνη Τσοχαλή, επιμελήτρια κειμένων
Πηγή
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*