Νέα μελέτη στο Ηνωμένο Βασίλειο αποκαλύπτει την αύξηση της συνταγογράφησης αγχολυτικών φαρμάκων τα τελευταία χρόνια και ειδικά σε νεαρούς ενήλικες, ηλικίας κάτω των 25 ετών.
Αυτό μπορεί να αντανακλά και την καλύτερη ανίχνευση του άγχους, την αύξηση της σοβαρότητας των συμπτωμάτων, την αυξανόμενη αποδοχή της φαρμακευτικής αγωγής ή μια προηγούμενη ανικανοποίητη ανάγκη.
Ενώ η συνολική περιστατική συνταγογράφηση βενζοδιαζεπινών έχει μειωθεί με την πάροδο του χρόνου, έχει αυξηθεί η συνταγογράφηση σε άτομα ηλικίας κάτω των 35 ετών. Το 2017, το 44% των συνταγογραφήσεων βενζοδιαζεπινών φαρμάκων ήταν υψηλότερες από το μέγιστο συνιστώμενο για 4 εβδομάδα από το NICE.
Ορισμένες από αυτές τις συνταγογραφήσεις δε βασίζονται σε αξιόπιστες ενδείξεις αποτελεσματικότητας, όπως η χρήση β-αποκλειστών, κάποιες μπορεί να έρχονται σε αντίθεση με τις οδηγίες, όπως τα αντιψυχωτικά, και υπάρχουν περιορισμένα στοιχεία για την επίδραση της μακροχρόνιας λήψης αντικαταθλιπτικών. Ως εκ τούτου, μπορεί να υπάρξει ακούσια βλάβη.
Πριν από αυτήν την έρευνα, προηγούμενες μελέτες είχαν καταγράψει σημαντικές αυξήσεις στη συνταγογράφηση αντικαταθλιπτικών για οποιαδήποτε ένδειξη και για κατάθλιψη, τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Διαβάστε σχετικά: Ψυχιατρικά Νοσήματα: Θεραπεία και Παρενέργειες – Ποια είναι η απάντηση της Φαρμακογονιδιωματικής
Ωστόσο, λίγα ήταν γνωστά για τις τάσεις στη συνταγογράφηση αγχολυτικών (αντικαταθλιπτικά, βενζοδιαζεπίνες, β-αποκλειστές, αντισπασμωδικά, αντιψυχωτικά) για τη θεραπεία του άγχους. Είναι αρκετές οι αλλαγές που μπορεί να έχουν επηρεάσει τη συνταγογράφηση τα τελευταία χρόνια, συμπεριλαμβανομένων αλλαγών στην κλινική καθοδήγηση.
Η Δρ. Σαρλότ Άρτσερ, ανώτατη ερευνητική συνεργάτιδα στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Ψυχικής Υγείας στην Ιατρική Σχολή του Μπρίστολ (PHS), χρηματοδοτούμενη από το NIHR, είπε: Οι αυξήσεις στον αριθμό νέων ασθενών που ξεκινούν αγχολυτική φαρμακευτική θεραπεία μπορεί να αντικατοπτρίζουν την καλύτερη ανίχνευση του άγχους από τους γενικούς παθολόγους. Η αύξηση στις νέες συνταγογραφήσεις ήταν σημαντική σε άτομα ηλικίας 18 – 34 ετών, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, και αυτό μπορεί επίσης, να αντανακλά μια προηγούμενη ανεκπλήρωτη ανάγκη νεαρών ενηλίκων.
Είναι, επίσης, σημαντικό να λάβουμε υπόψη ότι ορισμένες από αυτές τις συνταγογραφήσεις δε βασίζονται σε αξιόπιστες ενδείξεις αποτελεσματικότητας και μερικές μπορεί να έρχονται σε αντίθεση με τις οδηγίες. Υπάρχουν, επίσης, περιορισμένες ενδείξεις σχετικά με την επίδραση της μακροχρόνιας λήψης αντικαταθλιπτικών, επομένως μπορεί να υπάρξει ακούσια βλάβη σε όσους συνταγογραφείται αυτό το φάρμακο για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Οι πληροφορίες από αυτήν την έρευνα μας επέτρεψαν να κατανοήσουμε καλύτερα τη συνταγογράφηση της πρωτοβάθμιας περίθαλψης για το άγχος και πώς έχουν αλλάξει οι τάσεις κατά την περίοδο της μελέτης. Συνεχίζοντας, θα χρειαστούμε έρευνες, ώστε να βελτιώσουμε την κατανόησή μας σχετικά με το λόγο της αύξησης στη συνταγογράφηση, ειδικά σε νεαρούς ενήλικες, και να παρέχουμε παρεμβάσεις που μπορούν να μειώσουν την αυξανόμενη εξάρτηση από τη φαρμακευτική αγωγή σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα.
Έρευνα: Charlotte Archer et al, Rise in prescribing for anxiety in UK primary care between 2003 and 2018: a population-based cohort study using Clinical Practice Research Datalink, British Journal of General Practice (2022).
Απόδοση: Ανδριανάκη Σοφία – Μετάφραση ξενόγλωσσων άρθρων
Επιμέλεια: PsychologyNow.gr
Πηγή
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*