Μύθοι και αλήθειες για την επιγενετική.
Τα τελευταία χρόνια, οι κοινωνικοί επιστήμονες έχουν ενθουσιαστεί με ένα συγκεκριμένο θέμα στη μοριακή βιολογία: τη ρύθμιση των γονιδίων. Εδώ και κάποιο χρονικό διάστημα επικρατεί ένας ενθουσιασμός για αυτή την τάση, όμως πρόσφατα λόγω διάφορων δημοσιεύσεων, εκτοξεύθηκε στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης. Τα άρθρα σχετικά με αυτό το θέμα, είναι σχεδόν πάντα συναρπαστικά: συχνά δίνουν την εντύπωση ότι αυτός ο συγκεκριμένος τομέας της βιολογίας, είναι έτοιμος να λύσει τεράστια μυστήρια της ανθρώπινης ανάπτυξης.
Αν και το συμπέρασμα αυτό μπορεί να είναι πιο κατάλληλο σε τομείς όπως η ιατρική και άλλοι συναφείς κλάδοι, ένας αριθμός οπαδών έχει κάνει εικασίες ανοιχτά σχετικά με την ικανότητά της επιγενετικής να ερμηνεύσει τα παρατεταμένα κοινωνικά δεινά όπως η φτώχεια, η εγκληματικότητα και η παχυσαρκία. Το πρόβλημα είναι ότι αυτό το τελευταίο μέρος δεν είναι πραγματικά ένα συναίσθημα που συμμερίζονται πολλοί από τους εμπειρογνώμονες της γενετικής.
Ο ενθουσιασμός των κοινωνικών επιστημόνων βρίσκεται γύρω από αυτό που μπορούμε να αναφερθούμε σε γενικές γραμμές ως διαγενεαλογική επιγενετική. Για να καταλάβουμε γιατί οι κοινωνικοί επιστήμονες την έχουν ερωτευθεί, θα πρέπει πρώτα να εξετάσουμε τη βασική γενετική. Υπάρχουν πολλές μεταφορές για την περιγραφή και την κατανόηση του γονιδιώματος: όλες συλλαμβάνουν την πραγματικότητα ότι τα γονίδια παρέχουν τις πληροφορίες για την κατασκευή και τη λειτουργία των βιολογικών μηχανισμών, όπως το ανθρώπινο σώμα.
Από τη στιγμή που το σπέρμα κατάφερνει να διεισδύσει σε ένα ωάριο, τα γονίδια (τμήματα του DNA που παράγουν τελικά πρωτεΐνες) κατασκευάζουν τα απαραίτητα συστατικά για να δημιουργήσουν ζωή. Αυτό απαιτεί εξαιρετικό συντονισμό. Ακόμα κι αν κάθε κύτταρο στο σώμα σας (μείον τα ερυθρά αιμοσφαίρια) φέρει τον πλήρη γενετικό κώδικα, δεν “ενεργοποιείται” κάθε γονίδιο απευθείας σε όλο το σώμα.
Όπως εξηγεί ο Mark Ptashne, ο οποίος κατέχει την θέση του προέδρου της Μοριακής Βιολογίας στο Memorial Sloan-Kettering Cancer Center στη Νέα Υόρκη:
«Η ανάπτυξη ενός οργανισμού από ένα γονιμοποιημένο ωάριο, καθοδηγείται κυρίως από τις ενέργειες των ρυθμιστικών πρωτεϊνών που ονομάζονται παράγοντες μεταγραφής. Σε διαδοχικά κύματα και συνδυασμούς, αυτές οι πρωτεΐνες δεσμεύονται σε ειδικές αλληλουχίες DNA-που ονομάζονται cis/ρυθμιστικές αλληλουχίες – που σχετίζονται με ειδικά γονίδια και ενθαρρύνουν (ενεργοποιούν) ή αποθαρρύνουν (καταστέλλουν) τη μεταγραφή σε mRNA αυτών των γονιδίων».
Οι παράγοντες μεταγραφής που ο Ptashne αναφέρει, εν μέρει διασφαλίζουν ότι τα γονίδια εκφράζονται κατάλληλα. Η ασυντόνιστη ταυτόχρονη έκφραση του γονιδίου θα ήταν σαν να προσπαθώ να γράψω αυτό το άρθρο πατώντας κάθε γράμμα (ή γονίδιο) στο πληκτρολόγιο ταυτόχρονα: αυτό που θα προέκυπτε θα ήταν μια ακατανόητη σαλάτα λέξεων (ή πρωτεϊνών). Η πληκτρολόγηση των γραμμάτων σε μια συντονισμένη ακολουθία, όπως είναι η συντονισμένη έκφραση του γονιδίου, επιτρέπει στις ουσιαστικές λέξεις, φράσεις και παραγράφους (πρωτεΐνες) να κατασκευαστούν.
Τι σχέση θα μπορούσε τότε να έχει αυτό με την κοινωνική επιστήμη;
Σκεφτείτε μια μελέτη-ορόσημο, που διεξήχθη το 2004 και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature Neuroscience, η οποία ουσιαστικά ξεκίνησε τη συζήτηση πάνω στη διαγενεαλογική επιγενετική. Οι συγγραφείς ανέλυσαν αν διαφορετικά στυλ γονεϊκής φροντίδας θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις αντιδράσεις που δείχνουν στο στρες τα παιδιά. Τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι οι διαφορετικοί τύποι ανατροφής από τις συμμετέχουσες μητέρες επηρέασαν το πώς αναπτύσσονταν τα μωρά με τον απευθείας πειραματισμό στη γονιδιακή έκφρασή τους. Ας το εμπεδώσουμε:
Οι εμπειρίες μας, όπως για παράδειγμα το πώς μας αντιμετωπίζουν οι γονείς μας, μπορεί να αλλάξει τον τρόπο που εκφράζονται τα γονίδια μας, επηρεάζοντας έτσι την φυσιολογική και ψυχολογική ανάπτυξή μας.
Η μεγαλύτερη επίπτωση, όμως, ήταν ότι οι επιγενετικοί «δείκτες» στο γονιδίωμα μπορούν επίσης να μεταδοθούν στις μελλοντικές γενιές (ως εκ τούτου και η έννοια «διαγενεαλογική»).
Πολλοί κοινωνικοί επιστήμονες αισθάνθηκαν δικαιωμένοι από τα ευρήματα, αν υποθέσουμε ότι αντιπροσώπευαν ένα θρίαμβο του «κοινωνικού» πάνω στο «βιολογικό». Αλλά η πραγματική φύση αυτών των ευρημάτων, θα πρέπει να μας επιστήσει την προσοχή.
Ο ψυχολόγος του Χάρβαρντ Steven Pinker μας υπενθυμίζει γιατί δεν πρέπει να ακολουθούμε τυφλά τη νέα διαγενεαλογική επιγενετική μόδα:
«Η διόγκωση της«φούσκας» της επιγενετικής, είναι ένα σύνολο ευρημάτων που πραγματικά είναι εκπληκτικά, δηλαδή μερικοί επιγενετικοί δείκτες συνδέονται με το DNA και είναι αποτέλεσμα των περιβαλλοντικών σημάτων (γενικά πηγές άγχους, όπως η ασιτία ή η μητρική παραμέληση) που μπορούν να μεταδοθούν από τη μητέρα στους απογόνους».
«Αυτές οι διαγενεαλογικές επιδράσεις στη γονιδιακή έκφραση μερικές φορές παρερμηνεύονται ως Λαμαρκιανές (όταν δηλαδή ένας οργανισμός μεταφέρει τα χαρακτηριστικά που έχει αποκτήσει στη ζωή του, στους απογόνους του), αλλά δεν είναι, διότι δεν αλλάζουν την ακολουθία του DNA, αναστρέφονται μετά από μία ή δύο γενιές, είναι οι ίδιες υπό τον έλεγχο των γονιδίων και πιθανώς αντιπροσωπεύουν μια δαρβινική προσαρμογή με την οποία οι οργανισμοί προετοιμάζουν τους απογόνους τους για στρεσογόνες συνθήκες που εξακολουθούν να υπάρχουν σχετικά κατά τη διάρκεια της γενιάς. (Είναι επίσης πιθανό ότι είναι απλώς μια μορφή προσωρινής βλάβης)».
Επιπλέον, οι περισσότερες από τις διαγενεαλογικές επιγενετικές επιδράσεις έχουν αποδειχθεί σε τρωκτικά, τα οποία αναπαράγονται κάθε λίγους μήνες. Οι προεκτάσεις της μακράς διάρκειας ζωής των ανθρώπων είναι στις περισσότερες περιπτώσεις εικασίες ή βασίζονται σε μη αξιόπιστα μικρά δείγματα. Οι βιολόγοι έχουν αρχίσει να εκφράζουν την αγανάκτησή τους με τη χρήση της επιγενετικής ως «τη σύγχρονη πολύ χρησιμοποιημένη απάντηση σε κάθε ερώτηση που δεν ξέρετε την απάντηση», όπως έθεσε ο επιδημιολόγος George Davey Smith (2011).
Τα πιο αδιάσειστα στοιχεία για την διαγενεαλογική επιγενετική παρουσιάζονται σε τρωκτικά, όχι σε ανθρώπους. Είμαστε οπαδοί της έρευνας των ζώων, αλλά όπως σημειώνει ο Pinker, οι δυνάμεις της (οι γρήγοροι αναπαραγωγικοί κύκλοι που επιτρέπουν τη μελέτη πολλών γενεών σε μικρό χρονικό διάστημα) μπορεί επίσης να περιορίσουν την εφαρμογή της στον άνθρωπο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Επιπλέον, οι επιστήμονες μπορούν να χειραγωγήσουν τυχαία την έκθεση ενός νεογέννητου τρωκτικού σε διαφορετικές στρατηγικές ανατροφής/εκτροφής. Αλλά αυτό δεν πρόκειται ποτέ να γίνει δεκτό για ανθρώπινα μωρά από μια επιτροπή πανεπιστημιακής δεοντολογίας.
Όταν δεν μπορείς να κάνεις πειράματα, πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός σχετικά με κάτι που ονομάζεται “confounding factor”. Αυτός ο παράγοντας είναι ένα ολέθριο πρόβλημα που μπορεί να δείχνει ότι ένα πράγμα προκαλεί κάτι άλλο, όταν, στην πραγματικότητα, δεν το προκαλεί. Η έρευνα στην Επιγενετική, όπως και σε όλους τους επιστημονικούς τομείς, πρέπει να προφυλαχθεί από το “confounding factor”. Τα πειράματα αντιμετωπίζουν με επιτυχία αυτό το πρόβλημα. Σχετικές μελέτες σε ανθρώπους, όμως, είναι πολύ πιο ευαίσθητες σε αυτόν.
Ο Pinker σημειώνει ένα ακόμη βασικό σημείο. Όταν οι κοινωνικοί επιστήμονες λένε «περιβάλλον» εννοούν κάτι πολύ διαφορετικό από το «περιβάλλον» των βιολόγων. Για ένα γενετιστή, το περιβάλλον είναι κάτι που δεν είναι DNA (στην ουσία, το κυτταρικό περιβάλλον του DNA). Για τον κοινωνικό επιστήμονα, όμως, το περιβάλλον καταγράφει τα πάντα, από τον τρόπο που σας ανέθρεψαν οι γονείς σας μέχρι το διεθνές πολιτικό κλίμα. Το κυτταρικό περιβάλλον μπορεί να είναι σημαντικό για την κατανόηση της περιβαλλοντικής ρύθμισης της γονιδιακής έκφρασης, αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι τα κοινωνικά περιβάλλοντα (όπως π.χ. οι γειτονιές που έχουμε μεγαλώσει) έχουν παρόμοιο αντίκτυπο. Για να διερευνηθεί η τελευταία δυνατότητα, απαιτείται περισσότερος χρόνος και έρευνα.
«Πολλοί συνάδελφοί μας, ερευνητικοί επιγενετικοί εμπειρογνώμονες,αισθάνονται αμηχανία από την θερμή και άκριτη αντίδραση που έχει προσελκύσει η εργασία τους από τις κοινωνικές επιστήμες», λέει η Terrie Moffitt, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο Duke. «Ένας συμμετέχων βιολόγος έμεινε έκπληκτος σε ένα συνέδριο τον Ιούλιο του 2014 για τις κοινωνικές και συμπεριφορικές επιπτώσεις της επιγενετικής. Οι βιολόγοι φρίκαραν στη σκέψη. . . “πραγματικά δεν καταλαβαίνουμε αρκετά καλά ακόμη τη βασική βιολογία για να καταλάβουμε την επιγενετική”».
Με μια πιο προσεκτική εξέταση, φυσικά, η γένεση αυτού του πρωτόγνωρου ενθουσιασμού δεν ήταν μυστηριώδης. Όπως αναφέραμε, υπάρχει η ελπίδα ότι η επιγενετική προαναγγέλλει τη νίκη του «περιβαλλοντικού» πάνω από το «βιολογικό/γενετικό». Μην ξεχνάτε, όμως, ότι η επιγενετική δεν είναι ένας τρόπος για να εμποδίσουμε τις βασικές εξελικτικές αρχές. Ούτε επίσης, επιτρέπει την πολυτέλεια να αγνοήσουμε τις πλούσιες γνώσεις της ποσοτικής γενετικής και της έρευνας στην κληρονομικότητα. Αυτές οι μελέτες έχουν δείξει ότι οι γενετικές επιδράσεις στα ανθρώπινα αποτελέσματα είναι πανταχού παρούσες. Ό,τι και να μάθουμε για την διαγενεαλογική επιγενετική δεν πρόκειται να το αλλάξει αυτό.
Πηγη: quillette.com