Ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα 21 ετών στις ΗΠΑ και διαπίστωσαν ότι το ποσοστό των επισκέψεων στον ψυχίατρο που περιλάμβαναν παροχή ψυχοθεραπείας μειώθηκε στο μισό. Περισσότεροι από τους μισούς ψυχιάτρους των ΗΠΑ δεν ασκούν πλέον καμία μορφή ψυχοθεραπείας.
Για δεκαετίες, οι ψυχίατροι χρησιμοποιούσαν συστηματικά τόσο ψυχοθεραπεία (θεραπεία ομιλίας) όσο και φαρμακευτική αγωγή για τη θεραπεία των ασθενών. Αυτό δύσκολα συμβαίνει πλέον, σύμφωνα με μια νέα μελέτη από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια.
Η μετάβαση στη διαχείριση φαρμακοθεραπείας έχει σαρώσει τις ψυχιατρικές πρακτικές. Ερευνητές που ανέλυσαν δεδομένα 21 ετών από τις ΗΠΑ, διαπίστωσαν ότι, μεταξύ 1996 και 2016, το ποσοστό των επισκέψεων στον ψυχίατρο για παροχή ψυχοθεραπείας είχε μειωθεί στο μισό – πέφτοντας σε ποσοστό 21,6% των επισκέψεων.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2010, περισσότεροι από τους μισούς ψυχιάτρους των ΗΠΑ δεν ασκούσαν πλέον καθόλου ψυχοθεραπεία και ο αριθμός αυτός πιθανότατα έχει μειωθεί περισσότερο από τότε.
Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο American Journal of Psychiatry, διαπιστώνει ότι η μείωση στην παροχή ψυχοθεραπείας από τους ψυχιάτρους δεν επηρέασε εξίσου όλες τις ομάδες ασθενών. Οι ηλικιωμένοι, λευκοί ασθενείς, στα βορειοανατολικά και στα δυτικά της χώρας, που πληρώνουν για τη θεραπεία ιδιωτικά, επηρεάστηκαν λιγότερο από αυτές τις μειώσεις και εξακολουθούσαν να έχουν πρόσβαση σε μια μικρή κατηγορία ψυχιάτρων που έβλεπαν λιγότερους ασθενείς, πιο συχνά, και ήταν πιο πιθανό να τους παρέχουν ψυχοθεραπεία.
Για άλλες ομάδες ασθενών –συγκεκριμένα, για νεότερους, μαύρους και ισπανόφωνους ασθενείς, ασθενείς που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές και όσους βασίζονται σε δημόσια ασφάλιση για να πληρώσουν για την περίθαλψή τους– η λήψη ψυχοθεραπείας από τους ψυχιάτρους τους έχει γίνει εξαιρετικά σπάνια.
Ενώ οι μειώσεις στην πρακτική της ψυχοθεραπείας των Αμερικανών ψυχιάτρων παρατηρήθηκαν για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1980, και διαπιστώνονται μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000, λίγα είναι γνωστά για το φαινόμενο κατά την περίοδο που ακολούθησε.
Γνωρίζαμε ότι οι ψυχίατροι παρείχαν λιγότερη θεραπεία από πριν, αλλά μείναμε έκπληκτοι από το μέγεθος της πτώσης και την επιμονή της. Σχεδόν όλες οι ομάδες ασθενών επηρεάστηκαν, αν και ορισμένες πολύ περισσότερο από άλλες, δήλωσε ο Ντάνιελ Τάντμον, υποψήφιος διδάκτορας στο τμήμα Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.
Οι μειώσεις για ορισμένους ασθενείς ήταν ιδιαίτερα μεγάλες. Ενώ στα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι ασθενείς που είχαν διαγνωστεί με διαταραχή προσωπικότητας λάμβαναν ψυχοθεραπεία από τους ψυχιάτρους τους στο 68% των επισκέψεων, αυτό μειώθηκε στο 17% στα μέσα της δεκαετίας του 2010. Για τους ασθενείς που διαγνώστηκαν με δυσθυμία (μια επίμονη, λιγότερο σοβαρή μορφή κατάθλιψης) η παροχή ψυχοθεραπείας μειώθηκε από 65% σε 30%.
Διαβάστε σχετικά: Η θεραπεία δεν είναι πολυτέλεια, είναι αυτοφροντίδα
Μέχρι τη δεκαετία του 2010, το 53% των ψυχιάτρων δεν παρείχε πλέον ψυχοθεραπεία σε κανέναν από τους ασθενείς του.
Η μελέτη προτείνει ότι ένας από τους κύριους παράγοντες αυτών των τάσεων είναι ο οικονομικός. Οι ασφαλιστικές εταιρείες έχουν δώσει κίνητρα για την παροχή ψυχοθεραπείας από συμβούλους, κοινωνικούς λειτουργούς και άλλους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, που αμείβονται χαμηλότερα σε σύγκριση με τους ψυχιάτρους.
Επίσης, από την οπτική γωνία των ψυχιάτρων, η ψυχοθεραπεία δεν αξίζει πολύ οικονομικά. Στο χρονικό διάστημα μίας μόνο συνεδρίας ψυχοθεραπείας, οι ψυχίατροι μπορούν να έχουν πολλαπλές, πιο σύντομες επισκέψεις με στόχο τη διαχείριση της φαρμακοθεραπείας.
Η μείωση της ψυχοθεραπείας που χορηγείται από ψυχιάτρους επιδεινώνεται από τη σοβαρή έλλειψη σε ψυχιατρικές υπηρεσίες σε εθνικό επίπεδο. Σε μέρη με ελλιπή πρόσβαση στη φροντίδα και όπου οι πάροχοι κατακλύζονται από τη ζήτηση, οι ψυχίατροι είναι ιδιαίτερα απίθανο να ασκήσουν ψυχοθεραπεία.
Εστιάζοντας στη διαχείριση των φαρμάκων και αφήνοντας την ψυχοθεραπεία σε άλλους παρόχους, οι ψυχίατροι που εργάζονται σε περιοχές με χαμηλότερη πρόσβαση μπορεί να αισθάνονται ότι μπορούν να προσεγγίσουν περισσότερους ασθενείς που έχουν ανάγκη. Αυτές οι τάσεις είναι πιθανό να έχουν επιταχυνθεί από την πανδημία COVID-19, η οποία αύξησε σημαντικά τη ζήτηση για υπηρεσίες ψυχικής υγείας.
Οι ψυχίατροι υπερηφανεύονται εδώ και καιρό για την κυριαρχία τους τόσο στις ψυχολογικές όσο και στις φαρμακευτικές θεραπευτικές προσεγγίσεις, αντιμετωπίζοντας «τόσο τις ψυχικές όσο και τις σωματικές πτυχές των ψυχολογικών προβλημάτων», σύμφωνα με την ιστοσελίδα της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Ένωσης. Οι τρέχουσες επίσημες ψυχιατρικές κατευθυντήριες γραμμές, καθοδηγούν τους παρόχους να θεραπεύουν πολλές κοινές διαταραχές με συνδυασμό ψυχοθεραπείας και φαρμάκων.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον ανώτερο συγγραφέα της μελέτης Μαρκ Όλφσον, καθηγητή Ψυχιατρικής και Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, οι τάσεις που αναφέρονται στη μελέτη δείχνουν ότι, στην πράξη, η ψυχιατρική ξεφεύγει από την ψυχοθεραπεία – μια μέθοδο θεραπείας που αποτελούσε έμβλημά της.
Ως ανταπόκριση σε ισχυρά οικονομικά κίνητρα, οι ψυχίατροι των ΗΠΑ παρουσιάζουν μια αυξανόμενη εστίαση στη φαρμακοθεραπεία. Αυτός ο μετασχηματισμός κινδυνεύει να αφήσει χωρίς διαχείριση δυσκολίες που έχουν οι ασθενείς στις προσωπικές τους σχέσεις, στις οικογένειες και στους εργασιακούς τους ρόλους, σχολίασε ο καθηγητής.
Απόδοση – Επιμέλεια: Ισμήνη Τσοχαλή, μεταφράστρια – επιμελήτρια κειμένων
Πηγή
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*