Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο εντοπισμός αυτού του μοτίβου μπορεί να λειτουργήσει ως προγνωστικός παράγοντας εμφάνισης σχιζοφρένειας.
Η σχιζοφρένεια, μια διαταραχή του εγκεφάλου που προκαλεί παραισθήσεις, ψευδαισθήσεις και γνωστικές διαταραχές, συνήθως εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της εφηβείας ή της νεαρής ηλικίας. Ενώ υπάρχουν μερικές ενδείξεις που μπορεί να υποδηλώνουν ότι ένα άτομο διατρέχει υψηλό κίνδυνο για την ανάπτυξη της διαταραχής, δεν υπάρχει τρόπος να διαγνωσθεί οριστικά μέχρι να εμφανιστεί το πρώτο ψυχωσικό επεισόδιο.
Τώρα νευροψυχολόγοι του MIT σε νέα μελέτη τους, υποστηρίζουν ότι έχουν προσδιορίσει ένα μοτίβο εγκεφαλικής δραστηριότητας που συσχετίζεται με την ανάπτυξη της σχιζοφρένειας και ισχυρίζονται ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως προγνωστικός δείκτης για τη διάγνωση της νόσου.
Μπορούμε να θεωρήσουμε αυτό το μοτίβο ως έναν παράγοντα κινδύνου. Αν αξιοποιήσουμε αυτά τα είδη εγκεφαλικών μετρήσεων, τότε ίσως μπορούμε να προβλέψουμε λίγο καλύτερα ποιος θα καταλήξει να εμφανίσει ψύχωση και αυτό μπορεί επίσης να μας βοηθήσει στην προσαρμογή των έγκαιρων παρεμβάσεων, λέει η Γκους Κόλλιν, συγγραφέας της έρευνας.
Πριν από ένα ψυχωσικό επεισόδιο, που χαρακτηρίζεται από ξαφνικές αλλαγές στη συμπεριφορά και απώλεια επαφής με την πραγματικότητα, οι ασθενείς μπορούν να βιώσουν ηπιότερα συμπτώματα όπως η διαταραγμένη σκέψη. Αυτό το είδος σκέψης μπορεί να οδηγήσει σε συμπεριφορές όπως η τυχαία εναλλαγή θεμάτων ή να δίνει άσχετες απαντήσεις στην αρχική ερώτηση. Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι περίπου το 25% των ανθρώπων που βιώνουν αυτά τα πρώιμα συμπτώματα, στη συνέχεια αναπτύσσουν σχιζοφρένεια.
Οι ερευνητές βρήκαν ένα χαρακτηριστικό μοτίβο δραστηριότητας που ήταν διαφορετικό από τα υγιή άτομα ελέγχου και τα άτομα που βρίσκονταν σε κίνδυνο αλλά δεν είχαν αναπτύξει ψύχωση.
Για παράδειγμα, στους περισσότερους ανθρώπους, ένα τμήμα του εγκεφάλου που είναι γνωστό ως άνω κροταφική έλικα, το οποίο εμπλέκεται στην ακουστική επεξεργασία, συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τις περιοχές του εγκεφάλου που εμπλέκονται στην αισθητηριακή αντίληψη και τον έλεγχο των κινήσεων. Ωστόσο, σε ασθενείς που ανέπτυξαν ψύχωση, η άνω κροταφική έλικα παρουσίασε αυξημένη συνδεσιμότητα με τις μεταιχμιακές περιοχές, οι οποίες εμπλέκονται στην επεξεργασία των συναισθημάτων. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί ασθενείς με σχιζοφρένεια συνήθως εμφανίζουν ακουστικές ψευδαισθήσεις, υποστηρίζουν οι ερευνητές.
Εν τω μεταξύ, τα άτομα υψηλού κινδύνου που δεν εμφάνισαν ψύχωση, παρουσίασαν συνδεσιμότητα δικτύου σχεδόν ταυτόσημη με εκείνη των υγιών ατόμων. Αυτός ο τύπος ξεχωριστής εγκεφαλικής δραστηριότητας θα μπορούσε να είναι χρήσιμος ως πρώτος δείκτης της σχιζοφρένειας, ειδικά επειδή είναι πιθανό να εντοπιστεί και σε νεότερους ασθενείς. Οι ερευνητές εκτελούν τώρα παρόμοιες μελέτες με νεότερους σε ηλικία πληθυσμούς που βρίσκονται σε κίνδυνο εμφάνισης της νόσους, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών με οικογενειακό ιστορικό σχιζοφρένειας.
Πηγή: web.mit.edu
Απόδοση – Επιμέλεια: PsychologyNow.gr