Η παγκόσμια ημέρα για τη γιορτή της μητέρας, μόλις πέρασε και όλοι θυμηθήκαμε κλασσικά και κυρίως μέσω των social media να εξυψώσουμε εκείνη που μας έφερε στη ζωή με τον τοκετό, εκείνη που μας έμαθε να τρώμε με τα δυο μας τα χέρια και να αγαπάμε με όλη μας την καρδιά ή και τη μισή.
Εκείνη που είτε έφυγε, είτε είναι ακόμη εδώ, είτε δε τη γνωρίσαμε ποτέ είτε δεν πάψαμε στιγμή να τη φροντίζουμε. Μία από τις πιο εμβληματικές και καθοριστικές παρουσίες για τη ζωή μας όλη, για το παρόν και το μέλλον μας. Μία μέρα για τη γυναίκα εκείνη, χωρίς το σώμα της οποίας δε θα είχαμε έρθει ποτέ σε τούτο τον κόσμο. Μία ημέρα για την τροφό μας.
Τι γίνεται όμως όταν η γυναίκα αυτή δεν ήταν πολύ σίγουρη για την επιλογή της να μας φέρει στον κόσμο; Τι γίνεται όταν έχει κάπως χαμένα τα αυγά και τα πασχάλια; Τι γίνεται όταν γυναίκες – παιδιά είτε ηλικιακά είτε και αμιγώς ψυχοσυναισθηματικά επειδή έμειναν πίσω σε κάποια στάδια της εξέλιξής τους, φέρνουν στον κόσμο παιδιά;
Γυναίκες οι οποίες πήραν κάπως βεβιασμένα και εν βρασμώ την επιλογή να γίνουν μητέρες, γυναίκες που δεν ήξεραν αλλά δεν έκατσαν και ποτέ τους να αναλύσουν το λόγο και τα κίνητρα τα οποία τις έφτασαν στο σημείο να φέρουν ένα παιδί στον κόσμο. Ήταν κάποιο κοινωνικό στερεότυπο; Ήταν κάποια επιταγή οικογενειακής φύσεως στην οποία έπρεπε να υπακούσει για να γεννήσει ένα παιδί; Ήταν κάποια χειριστική πράξη για να κρατήσει το σύντροφό της κοντά;
Μέχρι την ηλικία των 30 μας ετών και αν δε γίνουμε ψυχολόγοι, ψυχίατροι ή ειδικοί ψυχικής υγείας ποτέ δε θα μάθουμε τους ακριβείς λόγους για τους οποίους μπορεί μία μαμά να μην αγαπάει το παιδί της. Ή που να φαίνεται να μην αγαπάει το παιδί της. Μία μαμά που είναι ακόμα παιδί να μη μπορεί να φροντίσει το παιδί της.
Η πρώτη μου ανάμνηση, όντας παιδί μίας μητέρας με ψυχική νόσο σε μεγάλο μέρος της ζωής της αδιάγνωστη, ήταν όταν μου μοιράστηκε τη σκέψη της μόλις με είχαν φέρει τις πρώτες ημέρες μετά τη γέννησή μου στο σπίτι. Πίστευε έντονα και για μεγάλο χρονικό διάστημα πως ήμουν ο διάβολος και ήθελε να με πετάξει από το μπαλκόνι μα υπήρχαν τριγύρω μου και άλλα άτομα τα οποία συντηρούσαν την ύπαρξή μου και έτσι δεν τα κατάφερε.
Πολλά χρόνια αργότερα, έμαθα για το άγχους αφανισμού που εμφανίζεται σε παιδιά γονέων με ψυχικά νοσήματα τα οποία φοβούνται και εντελώς έμπρακτα πλέον ότι μπορούν να τα σκοτώσουν, να τα αφανίσουν, όχι απλά να τα εγκαταλείψουν, όπως πολλοί έχουν βιώσει το άγχος του αποχωρισμού. Αυτός να ήταν ίσως και ένας από τους βασικούς λόγους που έκλαιγα τόσο πολύ, ζητώντας από κάποιον να με επιμεληθεί.
Μαμά δεν ήξερα πως είχες πρόβλημα. Σε είχα μεγαλώνοντας σα το μεγάλο μου στήριγμα και το μεγάλο μου πρότυπο που θα με έσωζε από τα θηρία, που θα μου έδινε φαγητό, που θα με μάθαινε καλούς τρόπους και αν έπεφτα να χτυπήσω θα με σήκωνε ψηλά πάνω και θα μου έδειχνε τη δύναμή μου. Γιατί έτσι έβλεπα να κάνουν οι άλλες μαμάδες. Και δεν ήξερα πως εσύ, κουβαλάς ένα ολόκληρο φορτίο. Δε το γνώριζα αυτό. Νόμιζα απλώς πως ήσουν κακοδιάθετη και με απλανές βλέμμα, χαμένη στις σκέψεις σου.
Νόμιζα πως εγώ σου το προκαλούσα αυτό, πως εγώ σε έκανα τόσο δυστυχισμένη που γι’ αυτό κάθε φορά που με χτυπούσες σου ζητούσα συγγνώμη μετά. Που γι’ αυτό έμαθα, πολύ μεγαλώνοντας να χτυπάω και εγώ τον εαυτό μου κάθε φορά που έκανα κάποιο λάθος. Δεν πίστευα ότι μπορούσα να σε κάνω τόσο δυστυχισμένη μαμά, αν το ήξερα δε θα ερχόμουν ποτέ στη ζωή.
Θα προτιμούσα να έχω αποβληθεί κατά βούληση και να σε γλυτώσω από έναν βίο αβίωτο. Μαμά σ’ αγαπώ τόσο πολύ που αν το ήξερα, δε θα ‘ρχομουν. Δεν ήξερα πως το λένε μαμά. Δεν ήξερα αν έχει όνομα. Μόλις και με το ζόρι που είχα μάθει να συλλαβίζω. Μόλις και με το ζόρι που καταλάβαινα την απόσταση αναμεταξύ μας. Και σε έπιανα στα κλεφτά να κλαις.
Και ξετύλιξα μαμά όταν ήμουν γύρω στα 8, το βιβλίο που του είχες κρυμμένο το εξώφυλλο για να το παίρνεις όσο είσαι έξω να το διαβάζεις και έγραφε απ’ έξω «Κατάθλιψη» κι’ εγώ σε ρώτησα τι είναι αυτό μαμά; Και εσύ μου είπες πως δεν υπάρχει λόγος να ξέρω ακόμα. Μέχρι που μετά έμαθα μαμά, βρήκα τα χάπια στο κομοδίνο σου, σε έβλεπα να κοιμάσαι για μέρες και να μη σηκώνεσαι από το κρεβάτι και δεν ήξερα τι να κάνω ρε μαμά να σε βοηθήσω.
Διάβαζα πολύ και ήθελα να σε κάνω να γελάς. Μα και κάθε φορά που σου έφτιαχνα κάτι εσύ με τιμωρούσες και με φώναζες που έκανα την κουζίνα χάλια που δε μάζεψα τα πιάτα που είναι ακατάστατο το δωμάτιό μου. Και δε με άντεχες μαμά, δεν ήθελες να σου μιλάω, γι’ αυτό και άρχισα να φωνάζω μπας και μου δώσεις προσοχή, μπας και καταλάβεις ότι υπάρχω και εγώ κάπου. Και εσύ όλο και μου θύμωνες περισσότερο.
Διαβάστε σχετικά: Όταν η κρυφή διαταραχή του γονέα προβάλλεται στο παιδί
Και εσύ όλο και με τιμωρούσες περισσότερο. Και δεν ήξερα τι να κάνω. Ένιωθα πως ήμουν ένας απαίσιος άνθρωπος. Και διάβασα πολύ μαμά, για να σε κάνω καλά. Διάβασα τόσο που έγινα ψυχολόγος μαμά ακόμα και αν δε μου το αναγνώρισες ποτέ, ακόμα και αν μου είπες πως όλα τα παιδιά παίρνουν κάποιο πτυχίο και τώρα που μεγάλωσα πως δε δικαιούμαι σα ψυχολόγος να κλαίω και να φωνάζω και να νευριάζω.
Και εγώ μαμά ένιωσα πως απέτυχα. Και στην προσωπική μου θεραπεία μαμά, πάντα μου έλεγαν πως πρέπει να σου φέρω βοήθεια και εγώ σε παρακάλαγα μαμά αλλά εσύ δεν ήθελες, αλλά εσύ δήλωνες εντάξει. Και δεν ξέρω ρε μαμά γιατί σου έφταιξα τόσο ώστε να με κυνηγάς με μπουκάλι μπύρας να μου σπάσεις το κεφάλι ή να βάζω καρέκλα πίσω από την πόρτα του δωματίου μου επειδή από ένα ένστικτο που κουβαλάω από βρέφος, ένιωθα ακόμη και στην ενήλικη ζωή μου πως θα μπορούσες να με αφανίσεις. Και με πονάει αυτό.
Γιατί δε γνώρισα μαμά. Γιατί δεν ξέρω πως είναι να έχεις κάποια γυναίκα εκεί, να σε κρατάει ενώ πέφτεις, να σου βάζει όρια όταν δεν πρέπει πια να θηλάζεις ή να κρατάς την πιπίλα, ή να βρίσκεις τους λάθος άντρες και δεν ξέρω πως είναι να έχεις αυτό που λένε μαμά και να τρέχεις στην αγκαλιά της ενώ κλαις με λυγμούς και δεν ξέρω πως είναι να σε φροντίζουν ενώ είσαι άρρωστος, ενώ νοσηλεύεσαι στο νοσοκομείο, ενώ μετά από πολλά πολλά χρόνια παίρνεις και εσύ μια αγωγή και φοβάσαι του θανατά πως κάτι δε θα πάει καλά, πως θα γίνεις αυτός ο άνθρωπος που κοιτάζει το κενό, που γελάει εκκωφαντικά ακόμη και με κάτι που δεν είναι αστείο, που μπορεί να με βρίζει και να με κακοποιεί και σε λίγη ώρα να το έχει ξεχάσει.
Μαμά έμαθα τη διάγνωσή σου και φοβήθηκα. Γιατί δεν ήξερα και εγώ σε τι θα μπορούσα να εξελιχθώ. Γιατί έπρεπε να επιβιώσω. Και ξέρω πως αυτή είναι η μόνη πραγματικότητα που κατέχω και δε θα βρω ποτέ άλλη, ξέρω πως μέσα σε αυτό γεννήθηκα και σε αυτό μεγαλώνω όσο και να ζηλεύω μαμά.
Ζηλεύω τις φίλες μου τόσο πολύ που έχουν τη μαμά τους να τους λέει πόσο όμορφες είναι ή να τις κανακεύει ή να τους φτιάχνει τα αγαπημένα τους φαγητά ή να τις αφήνει στην ησυχία τους όταν πια έχουν πάρει το δικό τους δρόμο. Όμως εγώ αυτό έχω και αυτό έμαθα και αυτό με έφτασε στο επάγγελμα που δε το διαλέγεις, αλλά σε διαλέγει εκείνο.
Και για χθες και για σήμερα και για όλες τις ημέρες του κόσμου, ακόμη κι’ έτσι, σε ευχαριστώ μαμά που με έκανες μαμά από τα γεννοφάσκια μου. Που με έμαθες να σε φροντίζω αντί να με φροντίζεις εσύ, να σε καταλαβαίνω αντί να με καταλαβαίνεις εσύ, να σε σηκώνω όταν πέφτεις και να σου δίνω τις συμβουλές μου όταν μπλοκάρεις. Και δεν πειράζει μαμά, δεν το έκανες επίτηδες. Δεν έφταιγες εσύ γι’ αυτό.
Γι ‘ αυτό και δε σε κατηγορώ πια μαμά. Γιατί μαζί μεγαλώσαμε. Έτσι ωρίμασα και έμαθα να στύβω και τις πέτρες. Γι’ αυτό και σε συγχωρώ πια μαμά. Γιατί μέσα σε όλο αυτό σε κατάλαβα. Σε μεγάλωσα. Και έπρεπε αφού η ζωή μας έφερε κάπως μαζί ακόμη και σαν κωμωδία με ρόλους ανεστραμμένους, έπρεπε μια απ’ τις δυο μας να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Γι’ αυτό και σου κρατάω το χέρι σήμερα μαμά.
Γιατί ακόμη και έτσι, είσαι η μόνη μαμά που ξέρω, όμως λόγω αυτού που είσαι έκανες και εμένα μαμά. Με την ευθύνη, το βάρος, την αγάπη και τα όρια. Του να αφήνει το παιδί της όταν πια μεγαλώνει. Για να μάθει να είναι υπεύθυνο για τον εαυτό του. Και η ίδια να ανακτήσει την υγεία ενός ρόλου τον οποίο, ακόμη και αν δεν ενσάρκωσε, παρά τη θέλησή της επιβαρύνθηκε.
Και μαμά, συγγνώμη αν δεν κατάφερα να σε κάνω εγώ καλά. Όμως δεν είναι αυτή η δουλειά μου. Σου υπόσχομαι όμως να κάνω άλλους ανθρώπους σαν εσένα καλά. Και σου υπόσχομαι μαμά, πως θα φροντίσω μεγαλώνοντας, να ανακτώ κάθε μου μέρα ξεχωριστή, εκείνο που παρά τη θέλησή σου μου στέρησες. Το να είμαι παιδί.
Συγγραφέας: Μάιρα Ζαρέντη, Ψυχολόγος (Msc – Stress Management), Συστημική Συμβουλευτική
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*