Δεδομένης της έλλειψης εργαλείων ακριβούς αξιολόγησης των γνωστικών και σωματικών ελλειμμάτων των ηλικιωμένων οδηγών, είναι δύσκολο να καθοριστεί ένα συγκεκριμένο ποσοστό επικίνδυνων οδηγών αυτής της ηλικίας, οι οποίοι είναι πιθανό να προκαλέσουν κάποιο ατύχημα.
Η οδήγηση είναι μία περίπλοκη διεργασία, η οποία απαιτεί μεταξύ άλλων την ταυτόχρονη επεξεργασία περιβαλλοντικών παραγόντων, την πρόβλεψη της κίνησης των υπόλοιπων αυτοκινήτων και την ικανότητα για λήψη γρήγορων και ασφαλών αποφάσεων.
Η μνήμη, η οπτικοχωρική αντίληψη και η προσοχή διαδραματίζουν κομβικό ρόλο στην ομαλή διεξαγωγή της οδήγησης. Η αναγνώριση των οδικών σημάτων, ο υπολογισμός της απόστασης μεταξύ των αυτοκινήτων και η έγκυρη παρατήρηση αλλαγών στο δρόμο αποτελούν κάποιες από τις γνωστικές λειτουργίες, οι οποίες τίθενται σε εφαρμογή κατά τη διάρκεια της οδήγησης. Γίνεται αντιληπτό, επομένως, ότι η νευροψυχολογία είναι σημαντική για την εκτίμηση της ικανότητας της οδήγησης και κυρίως όσον αφορά σε ηλικιωμένους και σε οδηγούς με γνωστικές δυσλειτουργίες, όπως η νόσος του Αλτσχάιμερ (AD) και η Ήπια Γνωστική Διαταραχή (MCI).
Όσον αφορά στους ηλικιωμένους, η οδήγηση σχετίζεται άμεσα με την αυτονομία τους, την αυτοπεποίθησή τους και την ποιότητα της ζωής τους και η απώλεια αυτού του προνομίου έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική τους υγεία. Οι επιπτώσεις του γήρατος, όπως τα προβλήματα υγείας, οι αλλοιώσεις στην όραση και η πτώση των γνωστικών λειτουργιών, είναι επιβαρυντικοί παράγοντες για την ικανότητα της οδήγησης. Ωστόσο, δεδομένης της έλλειψης εργαλείων ακριβούς αξιολόγησης των γνωστικών και σωματικών ελλειμμάτων των ηλικιωμένων οδηγών, είναι δύσκολο να καθοριστεί ένα συγκεκριμένο ποσοστό επικίνδυνων οδηγών αυτής της ηλικίας, οι οποίοι είναι πιθανό να προκαλέσουν κάποιο ατύχημα.
Σχετικά με την οδική συμπεριφορά ασθενών με AD και MCI, όταν αυτή χρειάζεται να αξιολογηθεί, ακολουθείται μία εξατομικευμένη αξιολόγηση η οποία γίνεται από μία ομάδα επιστημόνων, αποτελούμενη από νευρολόγους, νευροψυχολόγους και μηχανικών που εξειδικεύονται στις μετακινήσεις.
Σχετικά με τους ηλικιωμένους πάσχοντες από τη νόσο του Αλτσχάιμερ (AD), βιβλιογραφική ανασκόπηση έδειξε ότι είναι 2.5- 4.7 φορές πιθανότερο να εμπλακούν σε κάποιο αυτοκινητιστικό ατύχημα από άλλους ομηλίκους τους. Παρ’ όλα αυτά, το 50% των ασθενών συνεχίζει να οδηγεί για τουλάχιστον 3 χρόνια έπειτα από την αρχική διάγνωση, ενώ έρευνα που έγινε σε κλινική στην Βόρεια Ιταλία έδειξε ότι το 87% των ασθενών με AD οδηγούσε ακόμα. Τα ευρήματα της βιβλιογραφίας επιβεβαιώνουν ότι οι ασθενείς με AD είναι πιο πιθανό να υποπέσουν σε λάθη οδήγησης, όπως το να πάρουν λάθος στροφή, να χαθούν, ακόμα και να κάνουν σημαντικά λάθη ασφαλείας.
Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε με προσομοιωτή οδήγησης σε ασθενείς με ήπια AD, βρέθηκε ότι υιοθετούν διαφορετικά μοτίβα συμπεριφοράς, όπως η πιο χαμηλή μέση ταχύτητα, χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να αντιδράσουν και έχουν στατιστικά περισσότερες πιθανότητες εμπλοκής σε ατύχημα από ότι οι υγιείς συνομήλικοι. Επίσης, η απόσπαση της προσοχής στους συγκεκριμένους ασθενείς, είναι σημαντικός επιβαρυντικός παράγοντας για την απόδοση στην οδήγηση.
Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι όλοι οι ασθενείς με AD είναι ανίκανοι στην οδήγηση. Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε από τους Brown et al. (2005), παρατηρήθηκε ότι το 76% των ασθενών με ήπια AD ήταν ικανό να περάσει ένα τεστ οδήγησης.
Τα δεδομένα που υπάρχουν στη βιβλιογραφία για τη συσχέτιση των νευροψυχολογικών δοκιμασιών με την ικανότητα οδήγησης είναι διφορούμενα. Κάποιες μελέτες αποδεικνύουν ότι η επίδοση σε οπτικοχωρικά τεστ και τεστ προσοχής, προβλέπουν τη δυνατότητα για ασφαλή οδήγηση, ενώ άλλες τονίζουν ότι απαιτείται εξατομικευμένη αξιολόγηση και δεδομένα από την αυτοπαρατήρηση των ασθενών.
Για τους ασθενείς με MCI, η βιβλιογραφία αποδεικνύει ότι δεν επηρεάζεται μόνο η λειτουργία της μνήμης αλλά και οι γνωστικές δομές των ασθενών. Ωστόσο, το πόσο η συγκεκριμένη ασθένεια επηρεάζει την ικανότητα για οδήγηση δεν έχει αποδειχθεί ξεκάθαρα, διότι τα δεδομένα που διαθέτουμε είναι λίγα και αντικρουόμενα.
Παρά το γεγονός ότι οι συγκεκριμένοι ασθενείς βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο να παρουσιάσουν δυσκολίες στην οδήγηση και να τροποποιήσουν τη συμπεριφορά τους, αποφεύγοντας τις συχνές μετακινήσεις με το αυτοκίνητο και την οδήγηση σε άσχημες καιρικές συνθήκες, η οδήγησή τους στον δρόμο ή στους προσομοιωτές οδήγησης δεν είναι ιδιαίτερα κατώτερη από αυτήν άλλων συνομηλίκων τους. Πολύ πρόσφατα σε μελέτη των Hird et al. (2017), αποδείχτηκε ότι η απόδοση κάποιων ασθενών με συγκεκριμένες μορφές της MCI ήταν χειρότερη σε συγκεκριμένες παραμέτρους οδήγησης.
Οι ερευνητικές μετρήσεις που έχουν γίνει σχετικά με την ευελιξία, τα αντανακλαστικά και την προσοχή φαίνεται να συσχετίζονται με την ικανότητα οδήγησης σε ασθενείς με MCI, ωστόσο αυτά τα στοιχεία χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης. Επίσης, τα καταθλιπτικά συμπτώματα και οι μετρήσεις για την αϋπνία όπως αυτές έγιναν με τη χορήγηση των Athens Insomnia Scale και Epworth Sleeping Scale, φαίνεται να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στον τρόπο οδήγησης των ασθενών.
Κλείνοντας, θα λέγαμε ότι ο ρόλος της Νευροψυχολογίας στην εκτίμηση της ικανότητας για οδήγηση κυρίως αναφορικά με ασθενείς με γνωστικές διαταραχές είναι υψίστης σημασίας, ωστόσο δεν θα πρέπει να είναι ο μοναδικός παράγοντας που θα καθορίσει το αν κάποιος θα συνεχίσει να οδηγεί ή όχι. Είναι πολύ σημαντικό στη διαδικασία αξιολόγησης να συμμετέχει όχι μόνο μία διεπιστημονική ομάδα, αλλά και ο ίδιος ο ασθενής και οι συγγενείς του, ώστε να παρθεί η καλύτερη απόφαση για την ασφάλεια όλων.
Πηγή: Dialogues in Clinical Neuroscience & Mental Health
Έρευνα: Neuropsychology and Driving Behaviour: Analysis of a complex correlation
Απόδοση: Γλυκερία Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος
Επιμέλεια: PsychologyNow.gr