Ποτέ στη δημόσια συζήτηση δεν ήταν τόσο επιτακτικά επίκαιρη η ανάγκη των ψυχολογικών παρεμβάσεων στο ατομικό και κοινοτικό επίπεδο.
Ποτέ στη δημόσια συζήτηση δεν ήταν τόσο επιτακτικά επίκαιρη η ανάγκη των ψυχολογικών παρεμβάσεων στο ατομικό και κοινοτικό επίπεδο. Οι κρίσεις και τα αδιέξοδα των φυσικών καταστροφών, οι κοντινές και μακρινές ανατροπές αξιών και σταθερών της ζωής, οι αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις, οι κάθε είδους απαιτήσεις για ταχεία κοινωνική προσαρμογή αυξάνουν την έκθεση του ατόμου σε παράγοντες αποδιοργάνωσης και αναδεικνύουν τα ελλείματά του και την ανάγκη για πυροσβεστική, πολύ δε περισσότερο συστηματική, ψυχοεκπαίδευση, στήριξη, ενδυνάμωση, συνηγορία, θεραπεία και αποκατάσταση.
Ωστόσο, το ευρύ κοινό, όσο και να εξοικειώνεται με αυτές τις παρήγορες λέξεις και να αναγνωρίζει την ανάγκη, ακόμη εν πολλοίς δεν κατανοεί τι απαιτείται για την άσκηση της Ψυχολογίας ως επαγγέλματος, θεσμικά και ουσιαστικά. Δεν γνωρίζει το θεωρητικό και ερευνητικό βάθος που υπεισέρχεται, τη δεοντολογία, τη μέθοδο, τους όρους και τα όρια των κάθε είδους ψυχολογικών παρεμβάσεων. Απλά μιλώντας, δεν έχει αδρή εικόνα του τι κάνει και πώς το κάνει ένας ψυχολόγος, επομένως δεν γνωρίζει και πώς να τον/την επιλέξει και αξιολογήσει. Ευθύνη για την άγνοια έχει κατ’ εξοχήν η Πολιτεία η οποία έχει ρυθμίσει το επάγγελμα ανεπαρκώς.
Για πολλά χρόνια, νόμιμη άδεια ασκήσεως επαγγέλματος είχαν και έχουν μόνο οι απόφοιτοι των Τμημάτων Ψυχολογίας των ΑΕΙ (τεσσάρων και πιο πρόσφατα έξι). Οι φοιτητές/τριες, κατά τη διάρκεια της τετραετούς φοίτησης εκπαιδεύονται στη θεωρία των επιμέρους κλάδων της Ψυχολογίας (π.χ. Κλινική, Αναπτυξιακή, Κοινωνική, Σχολική Ψυχολογία, Νευροψυχολογία, Γνωστική Ψυχολογία), στην έρευνα, στη μέθοδο παρέμβασης και στη δεοντολογία, ενώ αποκτούν και εμπειρία του πεδίου μέσα από Πρακτική Ασκηση κατά κανόνα τριών περίπου μηνών σε δημόσιους φορείς, ΜΚΟ και ιδιωτικούς φορείς παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας (νοσοκομεία, κέντρα ψυχικής υγείας, σχολεία, ανοιχτά κέντρα περίθαλψης, φυλακές κ.α.).
Παρά το σύνθετο και απαιτητικό πρόγραμμα σπουδών, τα ίδια τα Τμήματα Ψυχολογίας, η Ελληνική Ψυχολογική Εταιρεία (ΕΛΨΕ, οι ακαδημαϊκοί Ψυχολόγοι – Ερευνητές), και ο Σύλλογος Ελλήνων Ψυχολόγων (ΣΕΨ) θεωρούν ότι οι σπουδές αυτές πρέπει να ενισχυθούν με ακόμη ένα έτος, κατά το οποίο θα εμπλουτίζεται ουσιαστικότερα η εμπειρία των ψυχολόγων με εκτενέστερη πρακτική άσκηση ώστε να εξέρχονται στο πεδίο ωριμότεροι.
Το αίτημα αυτό έχει διατυπωθεί, αλλά δεν έχει βρει ευήκοα ώτα στο υπουργείο Παιδείας. Επιπλέον, τόσο οι φορείς των ψυχολόγων, και κυρίως τα Τμήματα, προτρέπουν τους φοιτητές/τριες σε μεταπτυχιακές σπουδές ειδίκευσης (π.χ. στην Κλινική, Σχολική Ψυχολογία), σε μετεκπαιδεύσεις στις θεραπευτικές προσεγγίσεις και σε πρακτική εμπειρία μετά τις σπουδές, πριν βγουν στο πεδίο ως επαγγελματίες.
Τα Τμήματα Ψυχολογίας έχουν φροντίσει ώστε οι φοιτητές/τριές μας, τουλάχιστον στην πλειονότητά τους, να έχουν επίγνωση των συνεπειών της επαγγελματικής δραστηριότητάς τους για τη δημόσια υγεία. Ετσι, πράγματι, με δικές τους πρωτοβουλίες, προσωπικά έξοδα και θυσίες ενισχύουν τη γνώση τους και τις δεξιότητές τους πριν βγουν στο πεδίο.
Κάτι τόσο σοβαρό, όμως, όπως η δημόσια ψυχική υγεία, δεν μπορεί να επαφίεται στην καλή θέληση των ατόμων. Η Πολιτεία οφείλει να προστατεύσει τους πολίτες της θεσμικά προάγοντας την εξειδικευμένη γνώση, την εμπειρία στο πεδίο και την ετοιμότητα του ψυχολόγου, π.χ. αυξάνοντας τη διάρκεια των σπουδών, απαιτώντας μεταπτυχιακές σπουδές ή μετεκπαίδευση ή περαιτέρω πρακτική άσκηση ή συνδυασμό αυτών για τους νέους ψυχολόγους.
Αντ’ αυτού, όμως, η Πολιτεία τι έχει πράξει; Παραχώρησε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος σε απόφοιτους κολεγίων με τριετείς σπουδές Ψυχολογίας και ελάχιστη ή μηδενική εμπειρία στο πεδίο! Επιτρέπει την άσκηση του επαγγέλματος σε «συμβούλους Ψυχικής Υγείας» με απλή δήλωσή τους στην εφορία και υπόβαθρο που συχνά ούτε κατ’ όνομα δεν συνδέεται με την Ψυχολογία. Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο πολύπλοκα όταν προσθέσουμε όσους ασκούν Ψυχοθεραπεία, απαιτητική και σεβαστή επαγγελματική ιδιότητα, που όμως δεν είναι ρυθμισμένη στην Ελλάδα (αλλά και σε άλλες χώρες) και μπορεί να ασκηθεί κατά δήλωση, ενώ πιο πρόσφατα προστέθηκαν και οι καλλιεργούντες τη λεγόμενη «προπονητική» («coaching»), δραστηριότητα που, διεθνώς, πρόσφατα απέκτησε υπόβαθρο σπουδών και προοπτική.
Σε μια ανοιχτή κοινωνία, η τελική ευθύνη των κάθε είδους επιλογών ανήκει στον πολίτη. Θα θέλαμε, βεβαίως, ο πολίτης να επιλέγει κατά το δυνατόν με γνώση και επίγνωση των συνεπειών της επιλογής του. Γι’ αυτό έχουμε ευθύνη όλοι, ιδίως οι κοινωνική θεσμοί, εκπαίδευση και φορείς Υγείας. Να γνωρίζει ο πολίτης ποιος είναι ο ψυχολόγος και ποιος ο «σύμβουλος Ψυχικής Υγείας», ποιος ο coacher και ποιος ο ψυχολόγος με τον περιορισμένο εξοπλισμό της τριετούς εκπαίδευσης. Να γνωρίζει τι σημαίνει ψυχοθεραπευτής. Θα αντιτείνει κανείς εύλογα, και δικαίως, είναι δυνατόν να πρέπει κάποιος να πλοηγηθεί μέσα σε αυτό το αποπροσανατολιστικό και θολό τοπίο για να επιλέξει μια υπηρεσία συχνά τόσο κρίσιμη για τη ζωή του;
Σε μια ευνομούμενη ανοιχτή κοινωνία, οι πολίτες έχουν εκχωρήσει υπό όρους στην Πολιτεία το δικαίωμα (και την υποχρέωση) να θέτει κριτήρια άσκησης των επαγγελμάτων που αφορούν τη ζωή, την ευζωία, την ασφάλειά τους και άρα την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Οταν ο πολίτης έχει αυτά τα κριτήρια, μπορεί να κάνει την έρευνά του και να αποφασίσει για κάθε κρίσιμη απόφαση της ζωής του. Εφόσον, λοιπόν, είναι σαφές ότι τα τρέχοντα κριτήρια δεν επαρκούν, αφήνοντας περιθώρια ασάφειας και παρερμηνείας για το επάγγελμα, ας καθορίσει η Πολιτεία, σε διαβούλευση με τους ακαδημαϊκούς και επαγγελματικούς φορείς των ψυχολόγων, ποιες είναι οι προϋποθέσεις που επιτρέπουν και δεν επιτρέπουν σε κάποιον να χρησιμοποιεί τον επαγγελματικό αυτοπροσδιορισμό του ψυχολόγου και να ισχυρίζεται ότι παρέχει «ψυχολογικές υπηρεσίες», και ας το κάνει με τρόπο ξεκάθαρο και αυστηρό, όπως έχει πράξει στο παρελθόν για άλλα επαγγέλματα που συνδέονται με την ευζωία και τη ζωή, όπως το επάγγελμα του ιατρού. Βεβαίως, το επάγγελμα του ιατρού οριοθέτησε στον κοινό νου η ίδια η μακροχρόνια άσκηση του επαγγέλματος από ευσυνείδητους ιατρούς, αλλά δεν υστέρησε ως προς αυτό και η Πολιτεία, η οποία φρόντισε απ’ εξαρχής να το περιχαρακώσει και να το θωρακίσει θεσμικά με κάθε είδους νομική πλαισίωση.
Το ίδιο οφείλει να πράξει για τους πολίτες της η Πολιτεία με το επάγγελμα του ψυχολόγου, φέρνοντας διαύγεια στο θολό τοπίο πριν αντιμετωπίσουμε συνέπειες για τη δημόσια υγεία από την κατάχρησή του και πριν οι έτερες ψυχολογίζουσες επαγγελματικές ταυτότητες υπονομεύσουν ανεπανόρθωτα την εμπιστοσύνη του κοινού στην επαγγελματική άσκηση της Ψυχολογίας, σε μια εποχή που μας είναι τόσο αναγκαία.
Π. Κορδούτης – Καθηγητής της Κοινωνικής Ψυχολογίας των Διαπροσωπικών Σχέσεων Αντιπρόεδρος του Τμήματος Ψυχολογίας Πάντειο Πανεπιστήμιο
Το άρθρο αναδημοσιεύεται από το www.kathimerini.gr